Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Σάλος με το τηλεφώνημα του κ. Σαλμά στον Πρόεδρο Πρωτοδικών κ. Σεβαστίδη, προκειμένου, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σαλμάς, να διερωτηθεί γιατί καθυστερεί επί 10μηνον η πρόοδος της μήνυσης που έχει καταθέσει κατά του μάρτυρος Μανιαδάκη εμπλεκόμενου στην υπόθεση Novartis και να παρακαλέσει για επιτάχυνση. Ο κ. Σεβαστίδης λέει ότι ο κ. Σαλμάς ήταν απαιτητικός, οπότε ο κ. Πρόεδρος του είπε ότι δεν επιτρέπεται να τηλεφωνεί ο ίδιος, αλλά ο δικηγόρος του. Αυτά κατάλαβα από την κόντρα.
Το γεγονός είναι ότι κάτι περίεργον συμβαίνει εις το Βασίλειον της Δικαιοσύνης. Κι΄ όταν στις υποθέσεις που αντιμετωπίζει εμπλέκονται πωλητικοί ή μεγαλοπαράγοντες/επιχειρηματίες, το πράγμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Θα παραπέμψω και πάλι στον κ. Τέντε, επίτιμο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε δηλώσει εν έτει 2010 σε ανοικτό υπουργικό Συμβούλιο του Γιωργάκη ότι υποβάλλονται ετησίως 660.000 μηνύσεις ανά την επικράτεια, εξ ων μόνον με 60.000 αξίζει να ασχοληθεί η Δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει απώλεια ανθρωποωρών για ενασχόληση με ανούσιες ή αβάσιμες υποθέσεις, με αποτέλεσμα σοβαρά κακουργήματα να φθάνουν στο ακροατήριο δέκα χρόνια μετά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης.






Αισθάνθηκα αηδία βλέποντας τα δέκα κορίτσα να παρελάζουν [που λένε οι μορφωμένοι] βαδίζοντας ως πολύσπαστα προς τιμήν τών ηρώων που έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα. Ένοιωσα και θυμό που υπάρχουν γονείς και δάσκαλοι, οι οποίοι δεν κατάφεραν να μεταδώσουν σ’ αυτά τη συστολή κατ’ ελάχιστον απέναντι στην πλειονότητα του λαού που τιμά τους νεκρούς του και επιμένει να τους θυμάται. Προσπάθησα να φανταστώ, τί θα έγραφε ο Νίκος Τσιφόρος αν ζούσε. Ίσως ένα χρονογράφημα με τον ως άνω τίτλο κατ’ απομίμηση του «Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα».