Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην Κρήτη, ένας επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως ανέβαινε με ένα μουλάρι σ' ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, για να επιθεωρήσει τον δάσκαλο του (μονοθέσιου βεβαίως) σχολείου. Στον δρόμο που πήγαινε συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
-Δε μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τι είναι; Βενιζελικός ή Βασιλικός;
-Βενιζελικός, απαντά ο αγωγιάτης.
-Α, το γαϊδούρι! σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως ήταν και αυτός Βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στο δάσκαλο τη στιχομυθία:
- Το και το, δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι.
Του Θάνου Τζήμερου.
Μια καλοκαιρινή μέρα του 2009, η Αζίγια Νορήν 38 χρονών τότε, και μητέρα 5 παιδιών, δούλευε μαζί με άλλες γυναίκες στα χωράφια στην επαρχία Σεϊκουπούρα του Πακιστάν, όταν ο επιστάτης την έστειλε να φέρει νερό από ένα κοντινό πηγάδι. Κάποιες άλλες εργάτριες διαμαρτυρήθηκαν: εμείς δεν πίνουμε το νερό που θα μας φέρει μια ακάθαρτη! Βλέπετε, η Αζίγια Νορήν ήταν η μοναδική χριστιανή στο χωριό της και για τους μουσουλμάνους συγχωριανούς ήταν ακάθαρτη ως άπιστη, όπως λέει το Κοράνι. Κάτι απάντησε, κάτι της ανταπάντησαν και το περιστατικό έληξε εκεί.
Γυρνώντας στο χωριό κάποιος ενημέρωσε τον ιμάμη ότι η Αζίγια Νορήν μίλησε προσβλητικά για τον Προφήτη. Αυτός ανέβηκε στον μιναρέ και κάλεσε όλο το χωριό να τιμωρήσει την άπιστη. Μαζεύτηκε ο όχλος έξω από το σπίτι της με άγριες διαθέσεις και η οικογένειά της κάλεσε την αστυνομία. Αντί όμως η αστυνομία να την προστατέψει από το λιντζάρισμα, τη συνέλαβε. Οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού διότι... βλασφήμησε! Η οικογένειά της δεχόμενη απειλές αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα και έμεινε μόνη της η Αζίγια Νορήν, γνωστή έκτοτε ως Αζία Μπίμπι (Asia Bibi) σε ένα κελί να περιμένει την εκτέλεση.
Γράφει ο Μανώλης Α. Χριστουλάκης.
Ο Μάριος, ο μαθητής της Β΄ Λυκείου και εγγονός ενός φίλου και συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο, με επισκεύτηκε για να μου ευχηθεί για τις επικείμενες γιορτές και βρήκε την ευκαιρία να μου παραπονεθεί λέγοντάς μου "θείε, είμαι πικραμένος γιατί δεν βρέθηκε κανένας να δώσει απαντήσεις στις απορίες μου, που είχα διατυπώσει στην προηγούμενη συνάντησή μας. Είναι τόσο ασήμαντα τα ερωτήματα ενός μαθητή, που δεν αξίζουν μιας απάντησης; Εγώ, θείε, θα συνεχίσω να διατυπώνω τις απορίες μου με την ελπίδα ότι κάποτε, κάποιος θα ενδιαφερθεί να δώσει απαντήσεις".
Με αυτό το σκεπτικό ο Μάριος άρχισε τις βασανιστικές, για μένα, απορίες του.
Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης.
Το κατά Ποτάμην εθνικό κεφάλαιο που ακούει στο όνομα «Σημίτης» έσκασε μύτη μόλις διεφάνη ότι μετά τον Άκη παίρνει σειρά για ξεσκέπασμα λόγω μίζας ένα από τα πρωτοπαλλήκαρα του εκσυγχρονισμού [λέμε και καμμιά μ…] τής χώρας. Και απεφάνθη ότι η διαφθορά δεν πατάσσεται με εχθρότητα, διότι η εχθρότητα γεννά εχθρότητα. Εννοούσε, προφανώς, ότι η διαφθορά πατάσσεται, όταν λειτουργούν οι θεσμοί, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη θεσμών, περί της οποίας δεν μας ενημέρωσε.
Δεν έχω να σχολιάσω κάτι σε όσα είπε ο αρχιεγκληματίας. Μόνον σχολιανά θα μπορούσα να του σούρω. Θα περιορισθώ να αντιγράψω από την ειδησεογραφία των ημερών του, για να δούμε σε τί διαφέρει το σήμερα από το τότε ύστερα από 14 ολόκληρα χρόνια καταστροφής και ποιές μούρες εξακολουθούν να βρίσκονται στο πωλητικό προσκήνιο και να πουλάνε σωτηρία στο πτώμα, επί του οποίου συνεχίζουν να ασελγούν ανερυθριάστως υπό την σκέπη της αριστερής ληστοσυμμορίας που γλείφει τα κοκκαλάκια που άφησαν οι άλλοι.
Γράφει ο Γιώργος Ιωάννου.
Ακόμη και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει πως όταν μία χώρα βιώνει την απόλυτη χρεοκοπία, έχοντας ταυτόχρονα εχθρούς που επιβουλεύονται την εδαφική της ακεραιότητα, το ελάχιστο που απαιτείται είναι η συνεργασία όλων των κομμάτων μεταξύ τους – η οποία ασφαλώς δεν διευκολύνεται από τα σενάρια συνομωσίας που κυκλοφορεί η αξιωματική αντιπολίτευση, ούτε από τη διχαστική ρητορική της κυβέρνησης.
"Ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα με αυτούς που έχουμε μπλέξει – άλλη ελπίδα δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα".
Άποψη.
Οι αριθμοί δεν κάνουν ποτέ λάθος, όπως οι πολιτικοί ή εκείνοι οι διεθνείς οργανισμοί που εξυπηρετούν ιδιοτελή συμφέροντα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτούς τους αριθμούς, περί τους 500.000 Έλληνες, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι νέοι και μορφωμένοι, έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα – αρνούμενοι προφανώς να αποδεχτούν τη μιζέρια, την αδυναμία της πατρίδας τους να τους απασχολήσει παραγωγικά, τις ληστρικές επιθέσεις των κυβερνήσεων λόγω την τρομακτικής ανικανότητας τους, καθώς επίσης τις μηδενικές προοπτικές για το μέλλον.