«Εγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε, υπό του πρώτου ανδρός αρχή»
Θουκυδίδης Β 65.9
Του Απόστολου Κανδιάνου Σαραντίδη *
Αν στα βασικά γνωρίσματα της καθολικότητας, της αυτοτέλειας, της οργάνωσης και της συλλογικής ταυτότητας των ανθρώπινων κοινωνιών προσθέσουμε και την αμφισβήτηση, τότε θα έχουμε τη γένεση του πολιτικού φαινομένου ως την ύστερη απόπειρα των οργανωμένων κοινωνιών, των πολιτικά αριστοτελικών προσώπων να προτείνουν λύσεις σε προβλήματα κοινωνικής συμβίωσης προς τις ομάδες εξουσίας από τις οποίες νοιώθουν τη στοιχειώδη ασφάλεια ότι δεν θα θιγούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Αφού η αμφισβήτηση αποτελεί βασικό δόγμα στην ουσία της πολιτικής όπως αυτή ευδόκησε στο αρχαίο ελληνικό πολιτικό στερέωμα, ο ουτοπικός και υποθετικός χαρακτήρας της στη σύγχρονη κομματική δημοκρατία τείνει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που χρειάζεται κάθε πολιτικός αναλυτής και ενεργός πολίτης για να διερευνήσει αίτια και καταστάσεις στην πολιτική όπως αυτή εμφανίζεται στον σύγχρονο κόσμο. Έτσι το σύνολο των προτάσεων και ο τρόπος, κυρίως επιτυχούς υλοποίησής τους για τη λύση δεδομένων κοινωνικών προβλημάτων κατατάσσει την πολιτική στον χώρο της τέχνης του εφικτού η οποία όμως όπως κάθε αυτοτελής τέχνη, πέραν του εφικτού το οποίο εκλαμβάνεται υποκειμενικά, εμπεριέχει και το στοιχείο της ουτοπίας όταν οι προτεινόμενες λύσεις κινούνται έξω από τις «πραγματικές» δυνατότητες ενός κοινωνικού συστήματος, πέρα από τις πολιτισμικές αντοχές της ιδιαιτερότητας των θεσμών, της συλλογικότητας και της ιδιαιτερότητας της τέχνης, σε πλήρη σχεδόν εναρμόνιση με τη μεταφυσική. Άλλωστε η μεταφυσική μπορεί να παραγάγει πολιτισμό άρα και πολιτική ως μίμηση του όντως υπαρκτού και άθλημα αληθείας και αρετής.
Από τη στιγμή της ύπαρξης οποιουδήποτε πόλου εξουσίας, ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη της πολιτικής είναι και η άμεση εμφάνιση σε άλλον πόλο, της αμφισβήτησης ως δομικού συνεκτικού πολιτικού ιστού είτε στον χώρο του πραγματικού είτε σε μεταφυσικού χαρακτήρα «υπερβάσεις» ηγετών, κομμάτων, ιδεολογιών και ιδεολογημάτων σαν φορέων αληθείας. Δεν είναι λοιπόν το περιεχόμενο που αποδίδεται στην αλήθεια αλλά ο τρόπος πιστοποίησης της γνωστικής εγκυρότητας που προσδίδει την ειδοποιό διαφορά στη διαμόρφωση του κοινού βίου με υποθέσεις εργασίας και υποθετικούς συσχετισμούς πολιτικού χαρακτήρα.
Ισχυρίζεται για παράδειγμα ένα κόμμα εξουσίας Α ότι η κυβέρνηση την οποία στηρίζει ή στήριζε είναι ή ήταν αποτελεσματικότερη από την κυβέρνηση ενός άλλου κόμματος εξουσίας Β σε έναν συγκεκριμένο τομέα, λόγου χάρη της οικονομίας σε μια συγκεκριμένη χρονική πολιτική συγκυρία. Αλλά όμως δεν υπάρχουν αντικειμενικά συγκριτικά δεδομένα, απλά διότι το κυβερνητικό σχήμα του κόμματος Β δεν θα μπορούσε να έχει την ευθύνη της οικονομίας στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα αφού τη συγκεκριμένη πολιτική ευθύνη την κάλυπτε τότε το κόμμα Α. Θα ισχυρίζεται ανάλογα το κόμμα Β ότι όταν κυβερνούσε αυτό σε συγκεκριμένο πάλι πολιτικό χρονικό ορίζοντα ήταν εκείνο αποτελεσματικότερο από το Α αλλά αυτό πάλι ποτέ δεν θα διαπιστωθεί αντικειμενικά αφού ποτέ δεν άσκησε εξουσία η κυβέρνηση του κόμματος Α τότε. Και είναι αυτονόητο ότι τόσο γενικά όσο και ειδικά οι κάθε είδους συνθήκες ποτέ δεν είναι όμοιες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Άλλωστε αν σε ακραίες καταστάσεις, όπως μεταξύ πολλών καλών η επιλογή του άριστου αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση, μεταξύ πολλών κακών αν υποθέσουμε ότι θα συμβεί κι αυτό, η προτίμηση στο λιγότερο κακό αποτελεί επιτακτική ανάγκη ιστορικής επιβίωσης.
Αυτό που μένει κάθε φορά στον πολίτη-οπαδό εκάστοτε πολιτικού σχηματισμού είναι ο υποθετικός λόγος που όμως έχει τη δύναμη να πείθει για τη βεβαιότητα της ελπίδας που γεννά η επιλογή. Μόνο που η επιβεβαίωση για την επιτυχία ή μη των πολιτικών επιλογών έρχεται πολύ αργότερα αφού έχει κατακαθίσει εντελώς ο πολιτικός κουρνιαχτός για την περίοδο η οποία μας ενδιαφέρει. Συνήθως έπειτα από αρκετές ανθρώπινες γενεές, μέσα από την ιστορική μνήμη και την πολιτισμική επιβίωση κρατικών οντοτήτων και εθνών.
*Ο Α.Κ.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμονας.