Ένα επίκαιρο χρονογράφημα του Βασίλη Παπαδόπουλου αντί ευχών.
« …Κι' αν ο ύπνος συμμαχεί με την κούραση για να καταβάλει το κορμί, το μυαλό δεν αποκάμει. Αυτόβουλα, θαρρείς, κι' έξω απ' τα όνειρα, αγρυπνά, αντιστέκεται, συστρέφεται ανήσυχο, με έγνοιες βασανιστικές, που κυκλοφορούν στο αίμα, που κατοικούν τους νευρώνες, χωρίς ελπίδα ν' αποβληθούν… Έτσι ξύπνησα πάλι μεσα στη νύχτα…
Σ' ένα γύρισμα πλευρού, μισάνοιξαν τα μάτια, κι' αυτό ήταν. Προσπάθησα μάταια να επιστρέψω στον ύπνο και σηκώθηκα. Το σκοτάδι μοιάζει άγνωστο όσο ποτέ. Αφήνω το δωμάτιο, ακροπατώντας, για να μην ανησυχήσω τον ύπνο της γυναίκας μου, που σήμερα φαίνεται βαθύς, αν και ξεφυσά μικρούς αναστεναγμούς. Το σπίτι κρύο κι' ήσυχο. Άλλοι δεν έχουν σπίτι, σκέφτηκα, κι' αισθάνθηκα άμεσα μια αδύναμη θερμότητα να με τυλίγει. Τα παιδιά κοιμούνται βαθιά. Ακόμη και στην ώρα τους δύσκολα ξυπνούν. Ο χώρος τους μυρίζει αγόρι, ύπνο και ξεγνοιασιά!
Θέλει τρεις ώρες ακόμη για να φέξει. Πλησιάζω στο τζάμι και νοιώθω την παγωνιά της άλλης πλευράς. Πυκνά σύννεφα φωτίζονται απ' τις ανταύγειες της ησυχασμένης πόλης. Τα δέντρα σαλεύουν άστατα. Το ψυγείο μπήκε ξανά σε λειτουργία. Το λαμπάκι του συναγερμού αναβοσβήνει. Οι σύρτες τραβηγμένοι στη θέση τους. Όλα υπάρχουν και λειτουργούν όπως «σχεδιάστηκε».
Ρίχνω στους ώμους μια κουβέρτα και πέφτω στον καναπέ. Δίπλα μου κωνική φιγούρα στο σκοτάδι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Λίγα λεπτά απόλυτης απραξίας και παντελούς απουσίας σκέψης ακολουθούνται από το αυθόρμητο κι' ακατέργαστο ερώτημα: Πόσοι να'ναι σαν εμένα, τώρα δα, στην πόλη; Στη χώρα; Στον πλανήτη;
Με δεδομένα την πρόσκαιρη μοναξιά μου, την αγρύπνια μου, το σκοτάδι, τον καναπέ, την κουβέρτα, το κρύο, τον χειμώνα και το έλατο, προσπαθώ να υπολογίσω έναν αριθμό. Υπάρχει αλήθεια αριθμός; Δεν ξέρω. Αντιλαμβάνομαι ότι ο συλλογισμός μου αυτός, ως ενήλικη επιλογή, είναι κάθε άλλο παρά συνηθισμένος και δημιουργικός. Συνειδητοποιώ το ανούσιο της προσπάθειας και αισθάνομαι σαν ανόητο παιδί. Ίσως χαμογελώ.
Ναι χαμογελώ, κοιτάζοντας προς το δέντρο και σαν συνέχεια της ασυνείδητης αυτής εσωτερικής και παράκαιρης συνδιαλλαγής, μνήμες ξετυλίγονται.
Πόσο μεγάλη, μα κι αστεία, καθρεφτιζόταν η μύτη μου στη χριστουγεννιάτικη μπάλα! Και τα μάτια και τα δόντια! σε διάφορα χρώματα. Το κίτρινο ήταν το καλύτερο. Πιο φωτεινό!
Το καλό κόκκινο βελούδινο τραπεζομάντηλο, όπου πάσχιζα να γράψω πάνω του λέξεις με το δάχτυλο και τα διαφημιστικά ποτήρια του βερμούτ, που τα έψαχνα αργότερα στην κουζίνα, μήπως κι' είχε ξεμείνει καμιά σταγόνα από το εξαίσιο αυτό ποτό των μεγάλων!
Θυμάμαι εκείνη την αξέχαστη γλυκιά μυρωδιά από τη λεπτή γούνα της κουρδιστής μαϊμούς - δώρο του ’66 - που χοροπηδούσε χτυπώντας δυο πιατίνια κι' ήταν κρίμα που το εσωτερικό της ήταν από μέταλλο. Όταν αργότερα η γούνα έλιωσε, απόμεινε ένα παγωμένο τρομακτικό λείψανο.
Κι' ήρθε αργότερα, η δέκατη θαρρώ πρωτοχρονιά μου, όταν με συντριβή πληροφορήθηκα την ανυπαρξία του κοκκινοντυμένου Αγίου. Υπήρχαν δώρα και τότε. Όμως δεν τα έφερε εκείνος. Καθώς στο βάθος της ψυχής μου ευχόμουν να είχαν κάνει επιτέλους ένα λάθος οι μεγάλοι, με προσοχή ξεγλίστρησα από την οικογένεια, με τον φόβο μήπως γελάσουν μαζί μου, για να ερευνήσω το χαλάκι της εισόδου, όπου άφηνε συνήθως τα δώρα του ο Άγιος, κρυφά αναπληρούμενος από τον μεγάλο μου αδελφό, που ήταν βέβαια κι' αυτός που χτυπούσε το κουδούνι! «Α κουδούνι! ποιος να ναι;» Κι' η ηλεκτρισμένη προσμονή μου, άγγιζε κάθε φορά το απροχώρητο!
Το χαλάκι άδειο. Έχουν οι μεγάλοι δίκιο, ή ο Άγιος για κάποιο λόγο, τους έκανε το χατίρι να μην ξανάρθει; Για πρώτη και μοναδική φορά, τότε, τον αναζήτησα, ανοίγοντας την εξώπορτα και ψάχνοντας αριστερά και δεξιά στο βάθος του δρόμου μα και τ' ουρανού, μήπως.
Κι' από τότε πια τίποτα. Τέλος. Στο εξής, μ' αυτή τη νέα γνώση, θα έπρεπε να αισθάνομαι αναγκαστικά μεγάλος.
Θυμάμαι μυρωδιές. Τις μυρίζω, θαρρώ. Τσουρέκια και δίπλες και κουραμπιέδες! Δεν μ' αρέσουν οι κουραμπιέδες. Μ' ενοχλεί το τρίξιμο της άχνης και κολλάνε στα δόντια. Προτιμώ τα μελομακάρονα!
Πεπόνια! Ο πατέρας μου φύλαγε πάντα απ' το καλοκαίρι, δυο πεπόνια κρεμασμένα από το κοτσάνι τους για να μη χαλάσουν, για το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Φαντάσου! Πεπόνια τον Γενάρη!
Και να η εικόνα. Πίσω, στο βάθος, ένα αναμμένο τζάκι. Μπροστά, ένα φορτωμένο γιορτινό τραπέζι, χωρίς ανθρώπινες παρουσίες, με γλυκά, φρούτα, φαγητά, και μια γαλοπούλα ν' αχνίζει, ανάμεσα σε δυο όμορφα κεριά. Όλα φαίνονται μέσα από ένα παράθυρο με καϊτια! Και πιο μπροστά νιφάδες. Κι ακόμη πιο μπροστά, σε πρώτο πλάνο, ένα φτωχοντυμένο ξυπόλυτο κορίτσι πάνω στο χιόνι. Κι' όλα μαζί σ' ένα πολύχρωμο δισέλιδο ριζωμένο στη μνήμη μου.
Κι' οδηγούμαι ξανά, σ' εκείνον τον ακατάληκτο παιδικό μου προβληματισμό, αν θα προτιμούσα μπαίνοντας στη θέση του κοριτσιού να ζεσταίνομαι με τα σπίρτα του ώστε να συναντήσω στο τέλος της ιστορίας την αγαπημένη μου γιαγιά στον ουρανό,νή να βρίσκομαι μπροστά στο φορτωμένο με φαγητά και γλυκά τραπέζι, που έβλεπε εκείνη από το ανοικτό παράθυρο του ζεστού ξένου σπιτιού. Ήταν τόσο ζωντανές οι εικόνες στο μεγάλο εκείνο χρωματιστό βιβλίο και συναισθηματικά αξεπέραστες!
Εκτιμούσα τότε την ουσία της φτώχειας, συνυφασμένης με την αξιοπρέπεια, ως εξόχως διαφορετική και υπέροχη, απέναντι στον πλούτο και την άνεση, παραχωρώντας της το πολύτιμο πλεονέκτημα του γνήσιου, του καθαρού και του έντιμου. Αντίθετα, γνωρίζοντας ότι δε γίνονταν ζάπλουτοι όλοι οι εργατικοί άνθρωποι, αντιλαμβανόμουν την ουσία του πλούτου και της κτήσης, ως ύποπτη και συγγενή της διαφθοράς και του κακού. Δεν λαχταρούσα τη φτώχεια, αλλά μη έχοντας μέχρι τότε συγκλονιστικά παραδείγματα ή βιώματα φτώχειας, και σαστίζοντας σαν παιδί μπροστά στο αφόρητα δύσκολο να είσαι φτωχός, ενθουσιαζόμουν και θλιβόμουν συνάμα, με την ηρωική αυτάρκεια και την υπερηφάνεια του μικρού κοριτσιού και γαλήνευα με την ύπαρξη ανθρώπων που το αγαπούσαν. Και δυσκολευόμουν, ή ίσως αρνιόμουν να αξιολογήσω, πως η γιαγιά που θα εύρισκε στον ουρανό, δεν ήταν πια ζωντανή.
Αισθάνομαι το κορμί μου κλειδωμένο κι' ακίνητο, με το βλέμμα χαμένο στην προέκταση του σκοταδιού. Λέξεις, σκέψεις, σύγχυση, Ζωή, Αγάπη, Θάνατος. Είμαι αρκετά μεγάλος πια για γονείς. Πόσο μάλλον για παππούδες και γιαγιάδες. Στο δέντρο της οικογένειας, δεν αποτελώ πια ούτε φύλλα, ούτε άνθη, ούτε καρπούς. Είμαι ο κορμός του δικού μου δέντρου. Ίσως και η ρίζα. Πιο κοντά στο χώμα...
Μέσα στη διακριτικότητα του σκοταδιού δεν επιθυμώ να συγκρατήσω μιαν αλλόκοτη συγκίνηση κι' αφήνω δάκρυα ν' αναβλύσουν λυτρωτικά. Και βλέπω, μέσα από τα μικρά υγρά πρίσματα, το λαμπάκι του συναγερμού, σαν το αναμμένο τζάκι που θα ζέσταινε το κορμί και θα έσωζε τη ζωή του κοριτσιού. Κόκκινες φλόγες να έρχονται κοντά και να φεύγουν πάλι, να μεγαλώνουν και να μικραίνουν, μέχρι που έσβησαν.
Καλήν ημέραν ααάρχοοοντεεες!... Αααν ει, αν είναι ορισμοοός σας!
Κακόφωνα αγόρια διακόπτουν τον ύπνο μου πέφτοντας πάνω μου με διάθεση πάλης! Τα αγόρια μου! Σφιχτές αγκαλιές, φιλιά και γέλια συμβαίνουν πάνω στον καναπέ!
Καλημέρα! Τι αλήθεια!
Χρόνια καλά! Τι πλούτος!
Κοίταξα έξω τον ουρανό.
Πίσω απ' τα σύννεφα βρίσκεται στα σίγουρα ο Ήλιος! Αργά η γρήγορα θα φανεί…»