Θυμάται και περιγράφει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ο Ανδρέας Φουράκης είναι ένας από τους πολύ καλούς μου φίλους. Ένας φίλος που δεν βλέπω, όμως, και δεν ακούω συχνά. Αναπνέουμε, εν τούτοις, και σκεφτόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Λίγο πολύ την ίδια τρέλα έχουμε, άλλωστε, την ίδια "ερωμένη"...
Ο Ανδρέας διατηρούσε μια επιχείρηση, με ναυτιλιακά είδη και βάρκες, στα Χανιά. Την άφησε, εδώ και κάτι χρόνια, στον γιο του Παύλο. Εργάστηκε, όμως, και σαν καθηγητής σωματικής αγωγής σε Γυμνάσιο των Χανίων και τώρα, συνταξιούχος πια, ζει αποτραβηγμένος, λίγο έξω απ' τον Πλατανιά, σε μια παλιά αγροικία, δίπλα στην εκβολή ενός ποταμού, παρέα με καλάμια, βατράχια και πάπιες.
Τον Ιανουάριο του 2003 - στο Κερατσίνι εργαζόμουν τότε - ο ταχυδρόμος μού παρέδωσε ένα μικρό δέμα που περιείχε ένα βιβλίο 117 σελίδων, διαστάσεων 0,17 Χ 0,24. Τίτλος του "Θαλασσινές ιστορίες" και συγγραφέας ο Ανδρέας Φουράκης! Αν και το σκίτσο του εξωφύλλου προδιέθετε τον αναγνώστη για πολύ γέλιο, εγώ συγκινήθηκα - δεν το κρύβω - διαβάζοντας την αφιέρωση : "Στον φίλο μου και ναύαρχο της ελληνικής θάλασσας Ιωσήφ, με την αγάπη μου και την ευχή να γράψει τις δικές του αλμυρές ιστορίες έτσι όπως αυτός ξέρει να γράφει".
Κατάπια μονορούφι εκείνο το εκπληκτικό βιβλιαράκι, κρατώντας συγχρόνως την κοιλιά μου απ' τα γέλια και σκουπίζοντας τα μάτια μου απ' τα δάκρυα. Μόνο ο Ανδρέας ήξερε να γράφει έτσι. Μόνο αυτός μπορούσε να ερμηνεύσει κατ' αυτόν τον τρόπο τον έρωτά του για Εκείνη. Μόνο αυτός θα μπορούσε να μετατρέψει, με το αστείρευτο χιούμορ του, μια παρ' ολίγον ναυτική τραγωδία σε μια ξεκαρδιστική κωμωδία.
Είναι αλήθεια πως ήταν τόσο έντονη η επιρροή του μικρού εκείνου βιβλίου επάνω μου, ώστε λίγο έλειψε να ικανοποιηθεί η επιθυμία και η ευχή του Ανδρέα να γράψω κι' εγώ ένα βιβλίο! Ξεκίνησα βέβαια να γράφω, έβαλα και τον τίτλο, αλλά μέχρι εκεί. Σταμάτησα στην 125η περίπου σελίδα γιατί οι ανάγκες της δουλειάς και η καθημερινή ρουτίνα μού στερούσαν την έμπνευση. Και χωρίς έμπνευση δεν μπορώ να γράψω. Συνέταξα ωστόσο μερικές αράδες, περιέγραψα κάποιες σκόρπιες σκέψεις και εμπειρίες, αλλά γρήγορα τα παράτησα ενδίδοντας στα "πρέπει". Στο κάτω κάτω, δεν γίνεται κανείς συγγραφέας βιβλίων από χόμπυ, όσο καλά κι' αν ξέρει να γράφει...
Να πώς άρχιζε ο πρόλογος του βιβλίου που ξεκίνησα να γράφω αλλά τόσο γρήγορα εγκατέλειψα :
"Εξω ο αέρας το γλεντούσε. Ο ήχος σφύριζε ανατριχιαστικά, καθώς περνούσε από την καμινάδα. Ήμουν ξύπνιος, από νωρίς, αλλά προσπαθούσα να κλέψω λίγα λεπτά ξεκούρασης, κρατώντας τα μάτια κλειστά. Ο βραδυνός πονοκέφαλος, μού είχε κλέψει τον ύπνο. Μετρούσα τις ώρες, λεπτό λεπτό, μέχρι το χάραμα. Εκείνη ανέπνεε ήσυχα δίπλα μου. Σηκώθηκα και βημάτισα στο διάδρομο ψάχνοντας στο μισοσκόταδο την πόρτα της τουαλέτας. Ιδια, καθημερινή, αυτιστική σχεδόν, μονότονη διαδικασία.
Καθώς εγκατέλειπα το δωμάτιο, έριξα μια τελευταία ματιά στο κρεββάτι. Εκείνη συνέχιζε να αναπνέει ήσυχα, βυθισμένη στα όνειρά της...
Μισή ώρα μού έπαιρνε κάθε μέρα να πάω με το παπί από τις παρυφές του Υμηττού στο Κερατσίνι. Έβλεπα τις ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων στα φανάρια, καθώς προσπερνούσα ανάμεσά τους, και πολύ την έβρισκα. Ενα μικρό παράθυρο στην ελευθερία ήταν εκείνο το καθημερινό σλάλομ ανάμεσα στα τετράτροχα, με το ανάλογο ρίσκο αν κάποια πόρτα ανεγκέφαλου άνοιγε ξαφνικά και χωρίς λόγο.
Εκείνο το παγωμένο πρωϊνό του Γενάρη έφτασα στην ιχθυόσκαλα με καθυστέρηση μισής ώρας. Είχε προηγηθεί μια αναγκαία επίσκεψη στην τράπεζα για την κατάθεση μιας επιταγής. Στο γραμματοκιβώτιο με περίμεναν οι “θαλασσινές ιστορίες” του Ανδρέα Φουράκη. Ο καλός φίλος απ’ τα Χανιά είχε υποσχεθεί πως θα μού στείλει ένα τεύχος από το πρώτο βιβλίο του, ελπίζοντας, μεταξύ των άλλων, πως θα με κάνει να ζηλέψω. Και τήρησε την υπόσχεσή του. Το πήρα και αναρριχήθηκα στο πατάρι του μαγαζιού που, κάτι περισσότερο από τέσσερα χρόνια, μοιράστηκε την μοναξιά και τους προβληματισμούς μου. Πήρα στα χέρια το μικρό βιβλίο και άρχισα να το ξεφυλλίζω καταβροχθίζοντας τις σελίδες του με λαιμαργία...
Σαν γεύτηκα και την τελευταία σταγόνα των αλμυρών αναμνήσεων τού φίλου μου, ένοιωσα την ανάγκη να τού γράψω μερικές λέξεις. Είχε ζητήσει άλλωστε την γνώμη μου και δεν ήθελα να του χαλάσω το χατήρι.
“Να’σαι καλά φίλε με το βιβλίο που μού’στειλες. Είμαι βέβαιος ότι δεν είχες την πρόθεση να διεκδικήσεις δάφνες βαθυστόχαστου συγγραφέα, όταν άρχισες να το γράφεις, ούτε βεβαίως να “κτυπήσεις” το Νόμπελ λογοτεχνίας. Κατάφερες να χαράξεις όμως στις σελίδες του κάποιες στιγμές από τη δική σου “συνεύρεση” με την αξέχαστη “ερωμένη” μας. Με τον ιδιαίτερο τρόπο που εσύ ξέρεις να γράφεις. Δεν ήταν λίγες οι φορές, καθώς διέτρεχα τις σελίδες τού βιβλίου σου, που αναγκάστηκα να σταματήσω, γιατί το στομάχι μου ανεβοκατέβαινε και τα μάτια μου θόλωναν από δάκρυα γέλιου. Αν εκείνη τη στιγμή έμπαινε κάποιος πελάτης στο μαγαζί θα πίστευε ότι είμαι σίγουρα τρελός.
Με κούρασε η μονότονη εικόνα των τεσσάρων τοίχων που επέλεξα εδώ και τέσσερα συναπτά έτη να μοιράζομαι μαζί τους το ένα τρίτο του χρόνου μου. Με τρομοκρατεί η κοιλίτσα που ξεχειλίζει πια από τη ζώνη του παντελονιού μου, καθώς τη σφίγγω απελπισμένα για να έχω την ψευδαίσθηση πως είμαι ακόμη ο ίδιος. Με αηδιάζει η κατάντια να είμαι καρφωμένος στην καρέκλα ενός γραφείου επί οκτώ ώρες, χωρίς θάλασσα, χωρίς δράση, χωρίς έμπνευση. Το είχα ειλικρινά ανάγκη αυτό το διάλειμμα φίλε, πίστεψέ με. Αν αυτό δεν ήταν ένα είδος ευλογίας, ένα ανέλπιστο ξέφωτο στο σκοτάδι μιας ατέλειωτης σειράς μίζερων οκτάωρων, αν αυτό δεν αποδεικνύει πως πέτυχες διάνα τον στόχο σου, τότε τι είναι;
Δεν ξέρω αν μ’ έπεισες να γράψω κι’ εγώ ένα βιβλίο. Ήταν πάντως κάτι που πάντοτε ήθελα, πάντοτε είχα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω αν μπορώ πια να το κάνω. Δεν ξέρω αν μπορώ να συναρμολογήσω τα κομμάτια τού παζλ των αναμνήσεών μου μ’Αυτήν ή χωρίς Αυτήν. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να ανακτήσω τη χαμένη μου έμπνευση. Το βιβλίο σου, πάντως, ήταν μια τονωτική ένεση στην πιο κατάλληλη ίσως στιγμή. Μια ένεση που τόσο την είχα ανάγκη.”
Δύο μόλις ημέρες αργότερα, άρχισε η πρώτη συγγραφική μου Οδύσσεια που σταμάτησε κάπου στην 125η σελίδα...
ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Του Ανδρέα Φουράκη.
Η σαγιονάρα.
Κανένας από την παρέα δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση για επιστροφή την όμορφη εκείνη μέρα που απολαμβάναμε το μπάνιο μας στα καταγάλανα νερά στον κόλπο "Μένιες" του ακρωτηρίου Σπάθα. Είχε προηγηθεί επίσκεψη στη νησίδα Θοδωρού συν κάτι λοξές βόλτες και γκαζώματα σε κόντρες με άλλα φουσκωτά, από αυτές που κάνουν την εξωλέμβια να καταβροχθίζει τη βενζίνη κι' εσένα να τραγουδάς "να μπορούσα στη θάλασσα να έχω εγώ βενζινάδικο".
Ώρα 9 μ.μ. Ανεβαίνει στο φουσκωτό μας και ο τελευταίος για αναχώρηση. Προορισμός το λιμανάκι του Πλατανιά από όπου είχαμε ξεκινήσει. Το σκάφος γλιστρά απαλά πάνω σε μια θάλασσα λάδι. Πλέουμε σε πέλαγος ευτυχίας και απολαμβάνουμε το ταξίδι ενώ η νύχτα πέφτει. Τραγουδάκια και γελάκια, ενώ ο Νίκος και ο Μανώλης κάνουν το ντεμπούτο τους στο χειριστήριο. Η Γεωργία, η Κατερίνα, ο Γιώργος, ο Αντρέας "έγια μόλα έγια λέσα". Μια ψιλοανησυχία, για το αν θα μας φτάσει η βενζίνη, περνά σαν αστραπή από το μυαλό μου, αλλά την ξεχνάω αμέσως για να τη θυμηθώ, όμως, για καλά μόλις η μηχανή σταμάτησε ξαφνικά. "Πάπαλα η βενζίνη", τους λέω χαμογελαστός και ένιωσα δέκα μάτια να με καρφώνουν από αυστηρά έως άγρια. Με την σειρά μου και εγώ καρφώνω τον Γιώργο ο οποίος υποτίθεται ότι είχε γεμίσει το ρεζερβουάρ στο βενζινάδικο του Πλατανιά.
"Δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία", τους διαβεβαιώνω με ύφος αδιάφορο και ψύχραιμο, που φαίνεται όμως πως τους εκνεύρισε ομαδικά. Δέχομαι την πρώτη επίθεση από την Κατερίνα "και το λες έτσι απλά με δύο παιδιά;". Η Γεωργία αναλαμβάνει αριστερός ψάλτης και την σεκοντάρει. Ανεύθυνος, άσχετος, επιπόλαιος, είναι τα πρώτα ναυτικά παράσημα που μου απονέμονται χωρίς καμιά διαδικαστική καθυστέρηση. Από τον εξάψαλμο δεν γλιτώνει ούτε ο Γιώργος, που σκύβει ένοχα το κεφάλι και κάνει την πάπια και την αθώα περιστερά μαζί.
Γύρω στα πέντε μίλια από την πιο κοντινή στεριά και γύρω στα οκτώ από τον τελικό προορισμό μας, χωρίς κανένα πλεούμενο να φαίνεται κοντά, χωρίς κουπιά, βεγγαλικά, σωσίβια και νύχτα, είναι η πρώτη εκτίμηση. Καταλαβαίνοντας το άγχος που απλώνεται σε όλους, αλλά κυρίως στα μικρά παιδιά, προσπαθώ να διασκεδάσω την κατάσταση. Μάταια, όμως, γιατί εκνευρίζονται περισσότερο.
Και τα παράσημα πληθαίνουν. Παίρνω φακό και στέλνω SOS προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να παίρνω απάντηση. Ξέρω ότι είμαστε ασφαλείς και στη χειρότερη περίπτωση θα πλέουμε ξυλάρμενοι μέχρι να ξημερώσει και να μας μαζέψει κάποιος.
Ο καιρός δεν φαίνεται διατεθιμένος να αλλάξει, αλλά το μεγάλο φεγγάρι που παρουσιάζεται σημαίνει ότι οι ψαράδες δεν θα βγουν απόψε. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι γνωρίζω ότι σε καμιά ώρα θα αρχίσει να φυσά ο στεριανός αέρας, μόλις η στεριά κρυώσει λίγο, και τότε θα παρασυρόμαστε στα ανοιχτά ίσως και όλη τη νύχτα. Σίγουρα το άγχος θα μεγαλώσει και αυτό δεν θα είναι καθόλου ευχάριστο, ενώ χωρίς βεγγαλικά και σωσίβια, αν ο καιρός αλλάξει η κατάσταση ίσως γίνει και αρκετά επικίνδυνη.
Τις σκέψεις αυτές, για ευνόητους λόγους, τις κρατώ για τον εαυτό μου. Αναζητώ λύση για πανί, αλίμονο όμως, με δύο σουτιέν και τέσσερα σώβρακα δεν βγαίνει πανί, πέρα του ότι θα πρέπει να μείνουμε και τσίτσιδοι, άρα περιμένεις και κάνεις σήματα.
Εντελώς ξαφνικά ο Γιώργος χώνει το χέρι του στη θάλασσα και κάνει κουπί. Με παίρνουν τα γέλια και δίνω το ερέθισμα για καινούργιο κύκλο ψαλμωδιών και νέο παράσημο αναισθησίας. Είναι ανώφελο γιατί, ακόμα και αν μπορούσαμε να κινήσουμε το σκάφος, σε λίγο θα αρχίσει ο στεριανός.
Η ώρα κυλά, πότε με απόλυτη ησυχία και πότε με έντονο διάλογο απ' όπου απουσιάζει παντελώς το χιούμορ. Ο στεριανός δεν λέει, ευτυχώς, να αρχίσει ακόμα. Η Κατερίνα δηλώνει επισήμως ότι ποτέ της δεν θα ξαναμπεί σε σκάφος, γεγονός που ανησύχησε περισσότερο και από την κατάστασή μας τα παιδιά, που ζητούν από τη μάνα τους να ανακαλέσει.
Ώρα 10.30 μ.μ. Μιάμιση ώρα ξυλάρμενοι. Στο πακέτο μου δυο τσιγάρα και το ένα σπασμένο. Χωρίς βενζίνη διατηρώ την ψυχραιμία μου, χωρίς τσιγάρα όμως σίγουρα θα με πιάσει και μένα πανικός. "Να κάνουμε κουπί με τα χέρια, με τα βατραχοπέδιλα και με τα παπούτσια μας", λέει ο Γιώργος, και η ιδέα του βρίσκει θετική ανταπόκριση από όλους αμέσως. Αποφεύγω να σχολιάσω. Θα είναι μια απασχόληση με καλές ψυχολογικές επιπτώσεις και γλιτώνω και το ψάλσιμο, σκέφτηκα, αλλά αρνούμαι να συμμετάσχω, λουφάροντας, δήθεν απασχολημένος με τον φακό να στέλνει μορς. Βαφτίζω μόνο την επιχείρηση αυτή "σαγιονάρα μαρίν".
Η Γεωργία δουλεύει το 47 νούμερο παπούτσι του Γιώργου, ο Γιώργος ένα βατραχοπέδιλο, ο Νίκος σαγιονάρα, ο Μανώλης σαγιονάρα, η Κατερίνα το άλλο 47άρι. Περισσεύει ένα βατραχοπέδιλο. Δεν λέει να με πιάσει το φιλότιμο αλλά αλλάζω γνώμη μόλις το μάτι μου παίρνει μια σπίθα από φωτεινή ψαράδικη σημαδούρα σε απροσδιόριστη, όμως, λόγω της νύχτας, απόσταση.
Ο στεριανός αέρας δεν έχει αρχίσει ακόμα. Αν φτάσουμε στη σημαδούρα θα δέσουμε πάνω στο μαζάρι του διχτυού ή του παραγαδιού και το πρωί ο ψαράς θα μας βρει, θέλει δεν θέλει. Τη σκέψη αυτή την ανακοινώνω. Ο Γιώργος τραβά το κουπί της ζωής του, η Κατερίνα το ίδιο. Η Γεωργία το παίρνει για γυμναστική και ρωτά αν πέφτουν τα παχάκια. Τα παιδιά το διασκεδάζουν. Γενικώς το ηθικό ανεβαίνει. Εμένα μου έχουν βγει τα άντερα, ίσα που κουνώ το χέρι μου για τους τύπους. Δοκιμάζω σαγιονάρα, είναι πιο ξεκούραστη.
Ώρα 1.30 π.μ. Ακούγεται μηχανή και διακρίνω τα φώτα πλεύσης ψαρόβαρκας κοντά στη σημαδούρα της οποίας τη θέση μπορώ να εκτιμήσω τώρα γύρω στο χιλιόμετρο. "Βοήθεια", φωνάζει η Κατερίνα, "βοήθεια" η Γεωργία και ο Γιώργος, "βοήθεια" τα παιδιά. Μόνο που δεν βάζω τα κλάματα για τη χαμένη μου ναυτική τιμή. Ε, όχι! Εγώ βοήθεια δεν φωνάζω, μακάρι να πνιγούμε.
Η βάρκα φεύγει και χάνεται προς την ακτή. Ξανά μουρμούρα, ξανά σαγιονάρα και ξανά βατραχοπεδιλοκουπί. Ρε μπας και έπρεπε να φωνάξω βοήθεια κι' εγώ; Μια σαγιονάρα φεύγει στη θάλασσα, ο Γιώργος θέλει να γυρίσουμε να τη μαζέψουμε. "Είναι κατακαίνουργια", λέει με πόνο. Το αίτημα απορρίπτεται παμψηφεί και πολύ το φχαριστιέμαι, για να μάθει να γεμίζει το ντεπόζιτο άλλη φορά.
Ώρα 2.30 π.μ. και ακόμα δεν φτάνουμε τη σημαδούρα. Ξαφνικά, ήχος γλυκύτερος και από άρπα αγγέλων, ο θόρυβος μηχανής και φως βάρκας. Όλοι κάνουν κουπί θυμίζοντας κομάντος σε αποστολή αλλά και σκλάβους σε κάτεργο γαλέρας. Στέλνω σήματα με τον φακό και, επιτέλους, παίρνω απάντηση. Σβήνω τον φακό. Η βάρκα πλησιάζει και ένας προβολέας μας εξετάζει έναν έναν. Πρώτα περνάει από τα δύο παιδιά που κάθονται πίσω, μετά σταματούν στην Κατερίνα που έχει σκεπάσει το κεφάλι και τα αυτιά της με ένα μαντήλι. "Πακιστανοί λαθρομετανάστες πρέπει να είναι", λέει ένας από τη βάρκα. "Έλληνες, Έλληνες", φωνάζουμε όλοι μαζί σε άπταιστα ελληνικά. "Σας άκουσα από την πρώτη φορά", μας λέει ο ψαράς, "αλλά νόμιζα πως κάνατε πλάκα". "Μωρέ πλάκα κάνουμε", του λέω, "αλλά, καλού κακού, δέσε μας". Μας δένει ρεμούλκα και του κάνω τράκα δυο τσιγάρα που τα καπνίζω απανωτά. Τώρα είναι απολύτως σίγουρος για την εθνικότητά μας.
Ώρα 3.10 π.μ.. Μπαίνουμε στο λιμανάκι του Πλατανιά. Μοναδική απώλειά μας η σαγιονάρα του Γιώργου που γι' αυτήν η περιπέτεια συνεχίζεται, ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα. Πατάμε στεριά και η διάθεση αλλάζει αμέσως. Πέφτουν οι τόνοι, χαμογελάκια και ευγένειες και, άκου να δεις, πέρασαν λέει θαυμάσια και θέλουν να ξαναπάμε! Ευχαριστούμε το ρυμουλκό μας και χωρίζουμε κουρασμένοι. Μόλις μένουν 4-5 ώρες για ύπνο και μετά, τι άλλο, θάλασσα πάλι. Πού ξέρεις, ίσως βρούμε και τη σαγιονάρα να μην κυκλοφορεί μονοσάνδαλος ο Γιώργος. Και ήταν και κατακαίνουργια...