Άλλη μια αυτοτελής απολαυστική ιστορία από το βιβλίο του Ανδρέα Φουράκη "Θαλασσινές Ιστορίες".
Σαν τον τσίρο ήταν από όταν γεννήθηκε ο Αντώνης και κρέας δεν έπιανε πάνω του με τίποτα. Η μάνα του τον τάϊζε κουρασάνι με τις χούφτες μην έχει ταινία κι' ο καημός της ήταν να τονε παχύνει. Όλη μέρα τον κυνηγούσε από πίσω με ένα πιάτο φαγητό κι' αυτός όλο της ξέφευγε γιατί ντρεπόταν εμάς να τον ταίζει η μάνα του ακόμα και την ώρα που παίζαμε. "Να τρως παιδί μου", του έλεγε, "να παχύνεις", κι' εμείς τον πειράζαμε και του είχαμε κολλήσει τη φράση αυτή σαν παρατσούκλι. Όταν παίζαμε ποδόσφαιρο τον βάζαμε τερματοφύλακα γιατί ήταν ψηλός και αντεροπόδης μα συχνά αναγκαζόμαστε να κάνουμε ημίχρονο να τον μπουκώσει η κυρα Ευανθία γιατί αλλιώς κινδυνεύαμε να φάμε και καμιά φάβα κοροϊδίστικη, να χάσουμε και το πρωτάθλημα από την άλλη γειτονιά.
Μα το μεγάλο μαρτύριο του κολλητού μας ήταν το ωμό αυγό που τον έβαζε να ρουφά πριν φύγει για το σχολείο ο φουκαράς. Κι' αυτός το ρούφαγε και το κράταγε στο στόμα του μέχρι να στρίψει τη γωνιά κι' εκεί το έφτυνε με αηδία κι' έλεγε και "άουουουου" και ανατρίχιαζε μήπως η μάνα του στη βιασύνη της τον ταίσει καμιά φορά και κανένα μποντόκο. Στο δρόμο για το σχολειό ο Αντώνης έψαχνε να βρει κανένα σκύλο να του δώσει και το τυρόψωμο που του είχε βάλει στη σάκα του να ξεγνοιάσει από φαί. Καμιά φορά της ξέφευγε, χωρίς να το ρουφήξει, μα αυτή τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών γιατί τον κυνηγούσε από πίσω και με άγρια φωνή του φώναζε από μακριά "Αντώνηηηηη, το αυγό σου!". Και κάποια μέρα που τον έκανε τσακωτό να το φτύνει, του σταμάτησε το ρουφηχτό και του ξεκίνησε ντεκότο και του το έδινε κουταλιά-κουταλιά και του έλεγε "να τρως παιδί μου να παχύνεις".
Μεγάλωσε ο Αντώνης κι' ούτε ζουρίδα δεν είχε φάει τόσα αυγά και τσίρος ήταν ακόμα κι' ο καημός της μάνας του καημός είχε μείνει. Κάποτε ο Αντώνης έφυγε στο Ανόβερο, που ήταν η μεγάλη αδελφή του καλά αποκατεστημένη. Κι' η μάνα του του έστελνε αυγά με το καλάθι και παραγγελιά στο γράμμα "να τρως παιδί μου να παχύνεις". Μα δεν τον κυνηγούσε μόνο η μάνα του γιατί κι' εγώ του έστειλα χριστουγενιάτικα πασχαλινή κάρτα,με αυγά να μην του λείψουνε.
Κάθε Αύγουστο που ερχόταν ο φίλος μας όλο παρέα μας ήταν κι' όλο τον πειράζαμε κι' αυτός γελούσε και μάλλον του άρεσε. Τρελαινόταν για τη θάλασσα και ειδικά για το ψάρεμα. Τη χρονιά εκείνη κόντευε να τελειώσει ο Σεπτέμβρης, μα δεν είχε φύγει ακόμα για το Ανόβερο γιατί η μάνα του ήταν στο νοσκοκομείο με σοβαρό πρόβλημα και χωρίς ελπίδες απ' ό,τι έλεγαν οι γιατροί.
Εγώ κι'ο Μιχάλης είχαμε ετοιμάσει εκστρατεία για ψάρεμα στα Πρασονήσια που βρίσκονται καταμεσής της θάλασσας, μεταξύ Κυθήρων και Αντικυθήρων. Τον πήραμε τηλέφωνο να έρθει μαζί μας κι' ο Αντώνης σκοτώθηκε να μας βαρά τις πόρτες ξημερώματα μη φύγουμε το πρωί και δεν τον πάρουμε.
Κατά τις 3 το μεσημέρι ξεκινήσαμε με τρία παραγάδια, ένα για τον καθένα μας κι' ένα συμβατικό φουσκωτό Zodiac ΜΚ2. Κατά τις 6 φτάσαμε στα Αντικύθηρα και κατεβήκαμε να ξεμουδιάσουμε, να δολώσουμε τα παραγάδια και να φάμε. Πήραμε να δολώνουμε ο καθένας το δικό του. Σαν τελειώσαμε, τα σκεπάσαμε μ' ένα μουσαμά, να μην τα φάνε οι γάτες, και στρογγυλοκάτσαμε στην ταβέρνα του Μύρου που ήτανε και καφενείο και μπακάλικο.
Στις 8 μου κατέβηκε η ιδέα να φύγουμε πριν νυχτώσει τελείως, να πάμε στα Πρασονήσια με το πάσο μας να σημαδέψουμε τον τόπο που θα ρίχναμε τα παραγάδια, ανάβοντας κι' αφήνοντας τέσσερις λάμπες ώστε να μην ξεπέσουμε σε λάθος μέρος το βράδυ. Πρωϊνή θα ρίχναμε, δηλαδή κατά τις 3, που το φεγγάρι χάνονταν τελείως και κατά τις 6 θα αρχίζαμε να μαζεύουμε. Μέχρι να ετοιμάσουμε μαζάρια και να κουβαλήσουμε τα παραγάδια στο σκάφος ο να τρως παιδί μου πήγε στο τηλεφωνείο να δει πώς είναι η μάνα του, μα δεν μπόρεσε να πιάσει γραμμή.
Μπήκαμε όλοι στο σκάφος και διανύσαμε τα 4-5 μίλια σιγά-σιγά να μην μπερδευτούν τα παραγάδια. Ο καιρός βορειοανατολικός 3-4, ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να έχουμε στη θάλασσα αυτής της περιοχής. Από το καραβοστάσι (καταφύγιο ψαράδων) 300 μέτρα αφήσαμε την πρώτη λάμπα και κάθε 1000 μέτρα κι' από μια άλλη. Μετά είχαμε δύο επιλογές. Ή θα περιμέναμε μέσα στο σκάφος να πάει 3 ή θα βγαίναμε έξω. Προτίμησα τη δεύτερη λύση κι' αφού βρήκαμε ένα κομμάτι προσβάσιμο αποβιβαστήκαμε και φτιάξαμε και καθιές με πέτρες να είμαστε πιο άνετα. Καφές, τσιγάρα και συζήτηση για το ψάρεμα, αλλά και τη ζωή μας γενικά.
"Μ' αρέσει πολύ έτσι", θα πει ο Αντώνης, "σα να' μαστε σαφάρι στην Αφρική". "Αλίμονό μας", του λέω, "αν είμαστε στην Αφρική!". "Γιατί;", ρωτά περίεργος ο Αντώνης. "Γιατί έχει και στρουθοκαμήλους", του λέω εγώ. "Ε, και τι πάει να πει αυτό;", ξαναλέει. "Τι πα να πει; Έχεις δει αυγό στρουθοκαμήλου ποτέ σου; Ένα κιλό ζυγίζει το καθένα! Άντε να το ρουφήξεις αν μπορείς ή να στο ταίσουνε ντεκότο!".
Γελάσαμε πολύ και η ώρα πέρασε γρήγορα ευχάριστα. Το φεγγάρι θέλει μισό μπόϊ να χαθεί και ο αέρας φυσάει διακριτικά. Παρά του ότι είμαστε καλά ντυμένοι, αρχίζουμε να κρυώνουμε. "Άντε παίδες, ξεκινούμε", λέω και κατευθύνομαι προς τη βάρκα. Θα πάμε στην πρώτη λάμπα κι' εγώ ξεκινώ τη διαδικασία για να ρίξουμε το πρώτο παραγάδι. "Για να μην ξεχνιόμαστε", τους λέω, "ό,τι ψάρια πιάσουμε το πρώτο είναι του Αντώνη, το δεύτερο δικό μου και το τρίτο του Μιχάλη. Εντάξει;". Και ήταν λίγο πονηρή αυτή η συμφωνία εκ μέρους μου γιατί ήξερα πως η περιοχή του δεύτερου παραγαδιού κρατούσε καλούς σαργούς και σκαθάρια.
Θα ρίξουμε και τα τρία παραγάδια χωρίς κανένα μπέρδεμα πολύ ρήγορα, μα θα υποφέρουμε από το κρύο έτσι ακίνητοι και κόντρα στο βοριά. Κοιτάζω το ρολόϊ. Είναι 4.05 και θα πρέπει τώρα να περιμένουμε 2 ώρες ακόμα για να τραβήξουμε τα παραγάδια και τώρα έχει πολύ κρύο, κυματάκι κι' απόλυτο σκοτάδι. "Να βγούμε πάλι έξω", τους λέω, "να ανάψουμε φωτιά να ζεσταθούμε, να πιούμε καφέ και να ψήσουμε σουβλάκια με τις καθαρισμένες γαρίδες που περίσσεψαν. Να μην πάνε και χαμένες".
Συμφωνήσαμε όλοι και αποβιβαζόμαστε ξανά κι' εγώ παίρνω το φακό να ψάξω για φρύσουλα για προσάναμμα και ξύλα για τη φωτιά. Μα το μάτι του Αντώνη είχε πάρει κοντά στις καθιές που είχαμε φτιάξει 4-5 σανίδες από το πέτσωμα κάποιου παλιού ναυαγίου. "Ωραία!", του λέω μόλις μου το είπε. "Πήγαινε να τα φέρεις".
Σε λίγο μου φωνάζει "ρε συ φέξε μου και μένα να μη σκοτωθώ". Κι' εγώ γυρίζω το φακό απάνω του. Στον ώμο του κουβαλά 4 σανίδες μακριές ίσαμε 3 μέτρα. Μα όπως του φέγγω από μακριά αρχίζει να χοροπηδά σαν ινδιάνος βροχοποιός κι' αφού πέταξε τις σανίδες από πάνω του έκανε σαν τρελός με παράξενες χειρονομίες πάνω από το κεφάλι του φωνάζοντας "Ωχ! Αχ! Αμάν! Ωχ!". "Καμιά πρόκα θα του έκατσε", σκέφτηκα γρήγορα, "ή τον έπιασε σύνδρομο στέρησης γιατί δεν έφαγε ντεκότο". "Φέξε μου, φέξε μου!", φωνάζει αυτός σπαρακτικά γιατί θέλει να τρέξει μα δε βλέπει και το μέρος είναι διάσπαρτο από τζουγκρωτά βράχια.
Τρέχω προς το μέρος του και τι να δω. Δεκάδες σφίγγες έχουν καθίσει πάνω στα μαλλιά του κι' άλλες πολλές τον πολιορκούν κυριολεκτικά. "Τρέχα!", του λέω από απόσταση ασφαλείας, φέγγοντάς του χαμηλά το δρόμο και κουνώ κι' εγώ το ελεύθερο χέρι μου γύρω από το κεφάλι μου γιατί ακούω απειλητικούς βόμβους.
Τι είχε γίνει λοιπόν; Μια τεράστια σφιγγοφωλιά ήταν κολλημένη σε ένα από τα ξύλα που κουβάλαγε στον ώμο του ο Αντώνης. Τις συνέπειες τις καταλαβαίνουμε όλοι. Ο Αντώνης βογγά κι' εγώ με το φακό διαπιστώνω ότι η κατάστασή του είναι σοβαρή έως και επικίνδυνη διότι πάνω από δεκαπέντε σφίγγες τον έχουν τσιμπήσει στα χέρια, στο λαιμό, στο πρόσωπο και ποιος ξέρει ακόμα πόσες στο τριχωτό της κεφαλής του.
"Έχεις αμμωνία στο σκάφος;", με ρωτά ο Μιχάλης. "Όχι", του απαντώ. "Τότε να τον κατουρήσουμε". "Κατούρα τον εσύ", του λέω, "γιατί εμένα δεν μου έρχεται!". Μπροστά στον κίνδυνο ο Αντώνης ζωντανεύει. "Μην τολμήσετε", μας λέει, "γιατί θα σηκωθώ και θα σας χ... εγώ!".
Κι' εγώ φεύγω γρήγορα να πάρω το σκάφος, να βρω κανένα ψαράδικο τριγύρω, να φέρω αμμωνία. Όταν γύρισα, ο Αντώνης ήταν αγνώριστος και τα μάτια του τελείως κλειστά από το πρήξιμο. Προσπαθώ να του δώσω κουράγιο, καθώς του βάζω αμμωνία. Ξέρω πως τα πράγματα είναι σοβαρά γιατί κάποτε την πάτησα κι' εγώ έτσι. "Ξέχνα τα παραγάδια προς το παρόν", λέω του Μιχάλη, "φεύγουμε για τα Αντικύθηρα".
Ξέρω πως το πρωί θα μαζευτούν κάμποσα μεγάλα ψαράδικα ν' αράξουν στον κόλπο του ποταμού κι' ανάμεσά τους ένα-δυο καστελλιανά. Πρέπει να τον πάμε στο Καστέλλι και γρήγορα στο νοσοκομείο. Τον κουβαλάμε στη βάρκα πολύ δύσκολα κι' εμένα με έχει κόψει φόβος ότι μπορεί και να πεθάνει. Θα φτάσουμε στα Αντικύθηρα στις 5.30 μα κανένα ψαράδικο δεν υπάρχει ακόμα. Γρήγορα-γρήγορα θα βγάλω έξω τα πανέρια και θα συμπληρώσω βενζίνη από το μεγάλο μπιτόνι τα δύο ντεπόζιτα του σκάφους.
"Φεύγουμε κατ' ευθείαν για Κρήτη", λέω του Μιχάλη κι' ενώ λύνω το σχοινί βλέπω μια φιγούρα μες στο σκοτάδι να πλησιάζει βιαστικά. Είναι ο Ρεθεμνιώτης Νοματάρχης που διοικεί το σταθμό. Στέκεται από πάνω μας και μας χαιρετά. Βλέπει τον ξαπλωμένο και πριν προλάβει να ρωτήσει ο,τιδήποτε του εξηγώ γρήγορα-γρήγορα τι συνέβη. Μου κάνει νόημα να βγω έξω να μου πει. "Είναι κανείς από τους δυο ο τάδε;", θα με ρωτήσει. "Ναι, ο ξαπλωμένος", του απαντώ. "Πέθανε η μάνα του χθες", μου λέει και μένω άγαλμα. "Να, πάρε το τηλέφωνο κι' έλα να ανεβούμε στο σταθμό να μιλήσεις με την αδερφή του". "Περίμενε εδώ", λέω του Μιχάλη, "και σε μισή ώρα φεύγουμε".
Από το τηλέφωνο θα μάθω πως η μάνα του Αντώνη πέθανε την προηγούμενη το βράδυ κι' ότι η κηδεία θα γινόταν στις 4 το απόγευμα. Εξήγησα στην αδελφή του και το δικό μας ατύχημα και της ζήτησα να ειδοποιήσει να υπάρχει ασθενοφόρο στο λιμάνι του Καστελιού να πάει τον Αντώνη αμέσως στο νοσοκομείο. Τώρα, εκτός των άλλων, έχω να πω και του Αντώνη τη φοβερή είδηση. Μπαίνω στη βάρκα και ψιθυριστά λέω στο Μιχάλη τα νέα.
"Αμάν", μου λέει, "και τώρα τι γίνεται;". "Τώρα φεύγουμε με χίλια και στο δρόμο του το λέμε με τρόπο".
Ταξιδεύουμε μισή ώρα και αρχίζει να χαράζει. Ο Αντώνης θυμίζει βρυκόλακα. Τα μάτια του όπως των Μογγόλων. Η μούρη του πρησμένη να σκάσει, ο λαιμός του το ίδιο, τα χείλη του σαν Παπούα και πού και πού ευτυχώς βγάζει και κανένα "ωχ, αχ" να ξέρουμε πως ζει.
Σε μια ώρα ακόμα θα πρέπει να φτάσουμε στο Καστέλι. Είναι ώρα να του πούμε τα δυσάρεστα νέα. Το περίμενε ο Αντώνης το μοιραίο, άντε όμως τώρα να του το πεις. Ξεκινά ο Μιχάλης. "Έχω ένα κακό προαίσθημα για τη μάνα σου ρε Αντώνη". Του στέλνω πέντε φάσκελα, με τρόπο, και του κάνω νόημα να μη συνεχίσει κι' ότι θα αναλάβω εγώ. Παίρνω ανάσα μα δεν κατεβάζω καμιά ιδέα. "Από πότε έχεις να φας ντεκότο ρε Αντώνη;", τον ρωτώ, ενώ με παίρνουν τα γέλια και σκέφτομαι, αν πάρω απάντηση, να του πω να μου τρυπήσει τη μύτη αν ξαναδεί ντεκότο. Τώρα εισπράττω εγώ δέκα φάσκελα από το Μιχάλη και υποβάλλουμε και οι δύο παραίτηση. Στο κάτω κάτω ας του το πουν οι συγγενείς όταν φτάσουμε.
Στις 8.30 μπαίνουμε στο λιμάνι του Καστελιού. Το νοσοκομειακό περιμένει και 2-3 συγγενείς, ανάμεσά τους και η μικρή αδελφή του Αντώνη στα μαύρα. Θα τον βγάλουμε έξω αναβαστώντας τον, μα τα μάτια του είναι κλειστά ακόμη. Η αδερφή του έρχεται να τον αγκαλιάσει και ίσα ίσα προλαβαίνω να της πω ότι δεν ξέρει ακόμα τίποτα. Τον αγκαλιάζει και ξεσπά σε λυγμούς. Ο Αντώνης νομίζει πως κλαίει γι' αυτόν και θέλοντας να την ησυχάσει κάνει μεγάλη προσπάθεια να μιλήσει. "Μην κλαίει, ζεν έχω τίποτα, κάτι φίγες με κεντώσανε", θα πει τραυλίζοντας με τα δόντια σαν νήπιο κι' όποιος μπορεί ας κρατηθεί να μη γελάσει έστω και στις τραγικές αυτές στιγμές.
Τον βάζουμε στο νοσοκομειακό κι' ο Μιχάλης του λέει: "Άντε περαστικά και κουράγιο. Εμείς πάμε να αλλάξουμε και θα σε δούμε στην κηδ...". Δεν θα προλάβει να τελειώσει τη λέξη γιατί θα φάει μια κλωτσια στο καλάμι από μένα, και το αυτοκίνητο φεύγει. Μετά θα πάρουμε ένα ταξί για Χανιά, να αλλάξουμε, και γραμμή για το χωριό του Αντώνη.
Ώρα 1.30 φτάνουμε στο σπίτι του Αντώνη που έχει γυρίσει από το νοσοκομείο από τις 12. Θα τον συλλυπηθούμε, θα καθίσουμε σε ένα καναπέ στο διάδρομο οι τρεις μας, με τον Αντώνη στη μέση. Φορά κοστούμι και γραβάτα, μα το κολάρο δεν κλείνει στο λαιμό και η γραβάτα είναι ξεσφιγμένη. Είναι ακόμα πολύ πρησμένος μα τα μάτια του τώρα είναι μισάνοιχτα και τουλάχιστον βλέπει. Απέναντί μας ακριβώς είναι η κουζίνα του σπιτιού και κάποιος συγγενής του φτιάχνει χτυπητό καφέ στο φλιτζάνι.
Μέσα στην ησυχία ο ήχος του κουταλιού και όλη η εικόνα μου θυμίζουν ντεκότο. Με παίρνουν τα γέλια και σκεπάζω τη μούρη μου με τις παλάμες να κρυφτώ. Μα και του Αντώνη, απ' ό,τι φαίνεται, του ξύπνησαν μνήμες ντεκότου, γιατί αναστενάζοντας θα πει "αχ ρε μάνα με το ντεκότο σου!". Κοιτάζω λοξά ανάμεσα από τις παλάμες μου το Μιχάλη. Έχει κάνει κι' αυτός την ίδια σκέψη και γελά κρύβοντας το πρόσωπό του μα όχι και την κοιλιά του που ανεβοκατεβαίνει.
Προσπαθώ με κάθε τρόπο να πνίξω την έκρηξη του γέλιου. Σκέφτομαι το ρεζίλεμα, μα δεν κόβεται το άτιμο. Σκέφτομαι το σκύλο που μου ψόφησε και κάτι πάει να γίνει, αλλά την ίδια σχεδόν στιγμή που τα έχω καταφέρει καταφθάνει μια θεία του Αντώνη που έχει χρόνια να τον δει. Ο Αντώνης σηκώνεται όρθιος και αγκαλιάζονται. Συλληπητήρια κ.λπ. και ξαφνικά "επάχυνες Αντώνη μου, μια χαρά είσαι τώρα". Με μιας όλος ο πεπιεσμένος αέρας, που κρατούσα με το ζόρι μέσα στα πνευμόνια μου, εκτονώθηκε από το στόμα και τη μύτη μου σε μια ανεξέλεγκτη έκρηξη γέλιου. Σπασμοί συνταράζουν και το Μιχάλη. Ευτυχώς ταυτόχρονα κάνει το ίδιο και ο Αντώνης. Και μόνο η θειά απόμεινε με ορθάνοιχτα τα μάτια από την έκπληξη βλέποντάς μας και τους τρεις ταυτόχρονα να τρέχουμε έξω από το σπίτι και σε κάποια γωνιά να προσπαθούμε να σοβαρευτούμε.
"Μετά θα μείνετε να φάμε", λέει ο Αντώνης. "Όχι μωρέ Αντώνη, θα γυρίσουμε πίσω να πάρουμε τα παραγάδια και τα ψάρια γιατί είναι αμαρτία". "Όχι, όχι! Πρώτα θα φάμε και μετά... θα έρθω κι' εγώ μαζί σας. Μα ξύλα δεν κουβαλάω, για να' μαστε εξηγημένοι".
Τελευταία φορά που είδαμε τον Αντώνη ζύγιζε τουλάχιστον 100 κιλά. Τώρα ή πολλές σφίγγες υπάρχουν στο Ανόβερο ή έπιασε τόπο η συμβουλή : "Να τρως παιδί μου να παχύνεις!".