Του Ανδρέα Φουράκη.
Δεν είναι μόνο η γλυκιά νοσταλγία για τα περασμένα που με καλεί σα σειρήνα να ιστορήσω, όπως ο ίδιος έζησα, τη ζωή ανθρώπων που έφυγαν μαζί με τέχνες, εργαλεία και λέξεις. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που πιέζει ξεθωριάζοντας τη μνήμη. Το ίδιο επιτακτικά με προστάζουν και με πνίγουν η οργή και συνάμα η θλίψη για τ' απομεινάρια του λαϊκού πολιτισμού που έχουν λησμονηθεί από Πολιτεία και λαό και, σα να μην έφτανε αυτό, ποδοπατιούνται κι' όλας βάναυσα σαν κάτι χωρίς αξία, με πατιές βάρβαρες κι αγνώμονες όμοιες με αυτές του κατακτητή που πατά ιερά μνήματα προγόνων.
Πίσω λοιπόν να σκαλίσω τις στάχτες, να βρω μια σπίθα να τη ζωντανέψω, να πάρουν φωτιά εικόνες και ήχοι που λαγοκοιμούνται κι αφού διώξουν μακριά τους σημερινούς θορύβους του πολιτισμού και τ' ασεβή κτίσματα, να ξαναδώ με τα μάτια μου, να ξανακούσω με τ΄ αυτιά, να νιώσω με τα ρουθούνια μου όπως τότε, κοντοπαντελονάς, μισό αιώνα πριν, στο νερόμυλο.
Καταμεσής του κάμπου, εκεί που άλλοτε δέσποζε το περίφημο δάσος της Πλατανίας με τις γιγάντιες αγριοκληματαριές, τις πανύψηλες νερθιές και τους αιωνόβιους πλατάνους, τετρακόσια μέτρα δυτικά του πανάρχαιου ποταμού Ιάρδανου και πεντακόσια από τη θάλασσα, χτίστηκε ο νερόμυλος. Το πότε δεν είναι ακριβώς γνωστό, ούτε κι από ποιους. Αν κρίνει όμως κανείς από τις περίτεχνες θολωτές στοές που περνούσε το νερό θα αναγνωρίσει εύκολα την περίφημη τεχνική των Ενετών. Πελεκητές αμμουδάρες χτισμένες με σαντορινιό σε αιώνιο σφιχταγκάλιασμα αντιμάχονται πεισματικά την ορμή του νερού και τη διάβρωση.
Από τους Ενετούς στους Τούρκους κι από κει με τα χρόνια ο μύλος πέρασε στους προγόνους. Ο τεράστιος μυλαύλακας με μήκος 2 περίπου χιλιομέτρων και πλάτος 4 μέτρων, το μεγάλο κτίσμα στο οποίο λειτουργούσαν ταυτοχρόνως τρία ζευγάρια μυλόπετρες και η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο φάμπρικας που μέχρι πριν τους χρόνους της κρεμμυδοεπανάστασης λειτουργούσε με ζώα και από κει και πέρα μετετράπη σε υδροκινούμενη, μαρτυρούν ότι το όλο συγκρότημα ήταν προορισμένο να εξυπηρετεί πολύ μεγάλη περιοχή έξω από τα τοπικά περιορισμένα όρια.
Μηχανικό θαύμα αποτελούσε η όλη κατασκευή και η τροφοδοσία του μύλου γιατί όποιοι τον κατασκεύασαν είχαν να λύσουν πολλά δύσκολα προβλήματα ακόμα και για τη σημερινή εποχή. Πρώτα απ’ όλα θα έπρεπε να υπάρχει τροφοδοσία με νερό το οποίο θα ερχόταν από επίπεδο με υψομετρική διαφορά τουλάχιστον 5-6 μέτρων, όση ακριβώς χρειαζόταν δηλαδή για να είναι πραγματοποιήσιμη η υδατόπτωση με ορμή στις φτερωτές του μύλου οι οποίες γύριζαν τις μυλόπετρες.
Το κατάλληλο σημείο αναζητήθηκε και βρέθηκε 1.500 μέτρα νότια του μύλου στον τροφοδότη ποταμό όπου η κοίτη του ποταμού δημιουργούσε καταρράκτη ύψους 2 περίπου μέτρων και εκεί κατασκευάστηκε το φράγμα (δέση) που θα εξέτρεπε το νερό στο μυλαύλακα ο οποίος ήταν περίπου παράλληλος (άλλοτε πλησιάζοντας και άλλοτε απομακρυνόμενος) προς το ποτάμι. Εάν προσθέσει τώρα κανείς στα 2 μέτρα της υψομετρικής διαφοράς στη δέση τη φυσιολογική κλίση του ποταμού έως το σημείο των φτερωτών, θα βγάλει το σύνολο της υψομετρικής διαφοράς των 5-6 μέτρων που προείπαμε. Με αυτόν τον τρόπο το νερό μετά την υδατόπτωση ευρίσκετο στην ίδια στάθμη με το νερό του ποταμού και ακολουθώντας πια τη φυσιολογική κλίση έρεε δια μέσου του μυλαύλακα έως τη θάλασσα διανύοντας απόσταση 500 μέτρων περίπου. Οι δε φτερωτές ευρίσκοντο 1 περίπου μέτρο πάνω από τη στάθμη του νερού.
Εύλογα θ’ αναρωτηθεί κανείς γιατί μετά την υδατόπτωση το νερό να μη φεύγει προς το ποτάμι αλλά οι κατασκευαστές να προτιμήσουν δια μέσου των αγρών τη διαφυγή προς τη θάλασσα. Και ήταν και αυτή η απορία και κρατικού μηχανικού των ημερών μας ο οποίος καιγόταν να χαρακτηρίσει το τμήμα του μυλαύλακα από το μύλο έως τη θάλασσα ως αρδευτικό αυλάκι γιατί έτσι τον βόλευε, με τη λογική ότι το νερό του μύλου θα έπρεπε να φεύγει στο ποτάμι που ήταν δίπλα στο μύλο και όχι να ακολουθεί παράλληλη διαδρομή 500 μέτρων για τη θάλασσα. Και δεν γνώριζε, ίσως, πρώτον ότι το χειμώνα η στάθμη του νερού στο ποτάμι ανέβαινε 1½ μέτρο περίπου και με το νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων οι φτερωτές θα σκεπάζονταν από το νερό και δεν θα ήταν δυνατό να κινηθούν με την υδατόπτωση και δεύτερον ότι η ροή του ποταμού στο ύψος του μύλου ευρίσκετο μέχρι το 1860 περί τα 300 μέτρα ανατολικότερα της σημερινής, δηλαδή η κοίτη διερχόταν δια μέσου των σημερινών ξενοδοχείων Απλαδά και Γερανιώτη, σχηματίζοντας μάλιστα πολύ μεγάλη λίμνη με δέλτα το οποίο ακόμη διατηρείται ως τοπωνύμιο «βατραχονήσι».
Το έτος 1865 η τουρκική διοίκηση κατασκεύασε δυτικά της όχθης αντιπλημμυρικό τείχος, το κορδόνιον (τοπωνύμιο της περιοχής), τμήμα του οποίου διασώζεται έως σήμερα. Σε αυτήν τη χρονολογία τριγύρω η κοίτη εξετράπη ώστε το κορδόνιο να βρίσκεται πλέον ανατολικά της όχθης. Για τη νέα αυτή εκτροπή κατασκευάστηκε ξύλινη γέφυρα σε λιθόκτιστη βάση που διασώζεται ακόμα κάτω από το ανατολικό άνοιγμα της σημερινής υπάρχουσας.
Το έτος 1928 δημιουργήθηκε η λίμνη της Αγιάς και το 1929 η κοίτη μετατοπίστηκε ακόμα δυτικότερα 40 περίπου μέτρα από το σπίτι. Το 1940 η γέφυρα καταστράφηκε και οι Γερμανοί έφτιαξαν μια ξύλινη 100 μέτρα βορειότερα η οποία παρέμεινε μέχρι το 1950. Το 1950 ξεκινά η κατασκευή της σημερινής γέφυρας με το σχέδιο Μάρσαλ πάνω ακριβώς από την παλιά λιθόκτιστη. Με τη συνέχιση λοιπόν του μυλαύλακου προς τη θάλασσα, αφού διέσχιζε τον καρόδρομο στον οποίο υπήρχε μικρό ξύλινο γεφύρι, λυνόταν σχεδόν το πρόβλημα του κολυμπιάσματος των φτερωτών. Και λέω σχεδόν, διότι η φυγή του νερού στη θάλασσα δεν ήταν δυνατή πάντα. Οι χειμωνιάτικες φουρτούνες μπάζωναν την εκβολή και δεν επέτρεπαν στο νερό να περάσει. Το αυλάκι ξεχείλιζε δημιουργώντας δυτικά κοντά στη θάλασσα μια μεγάλη λίμνη. Το νερό αυτό απορροφιόταν από το αμμώδες έδαφος και έρεε υπογείως προς τη θάλασσα (βύζαινε). Όταν όμως η κατάσταση αυτή κρατούσε πάνω από μήνα τότε είχαμε αντιστροφή του νερού, η στάθμη μέσα στον αύλακα ανέβαινε και πολλές φορές σταματούσε τις φτερωτές.
Τότε επιστρατεύονταν εργάτες που με γαϊδούρια και πετροκόφινα χρησιμοποιώντας φτυάρια άνοιγαν την εκβολή για να ξεχυθεί το νερό με ορμή και ν΄ αδειάσει η λίμνη και ο αύλακας να κατέβει στη φυσιολογική στάθμη. Εδώ γεννάται το ερώτημα πώς οι κατασκευαστές γνώριζαν σε ποιο ακριβώς σημείο θα είχαν σύνολο κλίσης 5-6 μέτρων από το σημείο της δέσης ώστε εκεί ακριβώς να κατασκευάσουν το μύλο και τη φτερωτή στο βάθος αυτό.
Η απάντηση είναι ότι γνώριζαν τα ακριβή υψόμετρα, πράγμα που με διαβεβαίωσε και ο συμπολίτης μας μαθηματικός Γιάννης Καλογεράκης ο οποίος και με τους μύλους της Κρήτης έχει ασχοληθεί και έχει κάνει σχετική έρευνα, αλλά και τη συγκεκριμένη τεχνική των Ενετών με βάση την τριγωνομετρία στη μέτρηση των υψομέτρων έχει παρουσιάσει στο Πανελλήνιο Συνέδριο της Μαθηματικής Εταιρείας στη Μυτιλήνη το 1989. Η παρουσίαση αυτή καταγράφεται στην έκδοση των πρακτικών του Συνεδρίου για όποιον ενδιαφερθεί επιστημονικότερα. Βασίζεται δε, η μέθοδος αυτή σε μαθηματικούς υπολογισμούς των αρχαίων Ελλήνων. Με βάση λοιπόν τη βεβαιότητα ότι γνώριζαν τα υψόμετρα με ακρίβεια μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι εργασίες κατασκευής του νερόμυλου ακολούθησαν την εξής σειρά:
Πρώτα βρήκαν το σημείο με την υψομετρική διαφορά για να εκτρέψουν μέρος του νερού του ποταμού με φράγμα (δέση) και με το σημείο αυτό σα δεδομένο μετρώντας από κει τα υψόμετρα βρήκαν ακριβώς το σημείο όπου χτίζοντας το μύλο θα είχαν την επιθυμητή για τη λειτουργία του υψομετρική διαφορά για την απαιτούμενη υδατόπτωση.Πιθανόν μάλιστα να κατασκεύασαν πρώτα το τμήμα του τροφοδότη μυλαύλακα από δέση έως τοποθεσία μύλου και κατόπιν το μύλο και τον αύλακα διαφυγής χωρίς να αποκλείεται και η ταυτόχρονη κατασκευή.
Τι ακριβώς ήταν η δέση; Η δέση ήταν κάθετο φράγμα εγκάρσια στην κοίτη και είχε κατασκευαστεί από κατακόρυφα καρφωμένους κορμούς δέντρων (μπάλοι) στη βάση του καταρράχτη ύψους περίπου 3 μέτρων και σε απόσταση 2 περίπου μέτρων ο ένας από τον άλλον. Έτσι, με δεδομένο ότι το νερό την περίοδο του καλοκαιριού είχε βάθος περίπου μισό μέτρο, οι μπάλοι μόλις προεξείχαν από την επιφάνεια. Τα κενά ανάμεσα στους μπάλους κάλυπταν καλάμια και κλαδιά νερθιάς τα οποία ελάχιστη ποσότητα νερού εμπόδιζαν να εκτραπεί. Κι αυτό ήταν σκόπιμο γιατί αν το φράγμα ήταν πυκνότερο οι αντιστάσεις του νερού θα το κατέστρεφαν. Ακόμα κάθε μπάλος στηριζόταν στη βάση του καταρράκτη με άλλον ένα λοξό αντερειστικό μπάλο. Το χαμηλό ύψος της δέσης επέτρεπε το χειμώνα να περνούν κορμοί και δέντρα ξεριζωμένα χωρίς να καταστρέφεται ο σκελετός του φράγματος, η δε, εγκάρσια διάταξή του και όχι λοξή όπως θα περίμενε κανείς βοηθούσε στο να μη μπαίνουν στο μυλαύλακα ξένα αντικείμενα.
Ο ίδιος ο μυλαύλακας σίγουρα αποτελούσε ένα μεγάλο έργο στον καιρό του γιατί αν αναλογιστεί κανείς τα μέσα εκείνης της εποχής θα πρέπει να υποθέσει ότι η διάνοιξη και μόνο θα απασχόλησε 100 περίπου άτομα και 30-40 ζώα για 4-5 χρόνια επί 5-6 μήνες το χρόνο. Σαν οδηγός θα χρησιμοποιήθηκε ασφαλώς η στάθμη του νερού που διοχέτευαν μέσα στο αυλάκι κατά καιρούς και προχωρούσαν πότε επιχωματώνοντας κοιλότητες, πότε κόβοντας μικρούς λόφους και ασφαλώς παρακάμπτοντας τεράστια δέντρα που δεν ήταν δυνατόν να κοπούν και να ξεριζωθούν. Το μαλακό χώμα της περιοχής (κλήρη) και η έλλειψη σκληρών πετρωμάτων διευκόλυναν τη διάνοιξη που γινόταν αποκλειστικά με σκαλίδες και φτυάρια.
Μουλάρια και γαϊδούρια φορτωμένα με πετροκόφινα που ο πάτος τους άνοιγε όταν ξεφόρτωναν αλλά και βαστάζοι με σωμαροκόφινα και τζιμπίλια κουβαλούσαν τα χώματα έξω από το χάντακα δημιουργώντας τα πρανή. Κι ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη αυτή η κατασκευή διότι η όλη λειτουργία του μύλου εξαρτιόταν από τον αύλακα αυτό, πραγματικότητα που και η λαϊκή μούσα κατέγραψε με την παροιμία «όλοι κλαιν’ τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι του» .
Φτάνοντας στο μύλο ο μυλαύλακας έκλεινε με λιθόκτιστο εγκάρσιο φράγμα στο οποίο υπήρχαν 3 ανοίγματα πλάτους 50 εκατοστών και τα οποία έκλειναν κι άνοιγαν με ξύλινες πόρτες που ανέβαιναν και κατέβαιναν, τα παναύλια. Μ’ αυτόν τον τρόπο ρυθμιζόταν απόλυτα η ποσότητα του νερού που επιθυμούσε ο μυλωνάς να ελευθερώνει προς τις φτερωτές του μύλου κάθε φορά (τα ζουριά)
Από κάθε παναύλι ξεκινούσε ξύλινος αγωγός μέσω του οποίου το νερό κατρακυλούσε με φόρα και με γωνία 40 περίπου μοιρών στις υπόγειες καμάρες του μύλου όπου βρίσκονταν οι φτερωτές και χτυπώντας τις με ορμή στην περιφέρεια τις ανάγκαζε να γυρίζουν. Ήταν δε η φτερωτή όπως ακριβώς μια μεγάλη ρόδα κάρου από ξύλο που στην περιφέρεια ήταν δεμένη με σιδερένιο στεφάνι. Ενώ η ρόδα του κάρου όμως είχε 13 ακτίνες, η φτερωτή είχε 16 οι οποίες σχημάτιζαν κοιλότητα ώστε το νερό να βρίσκει μεγαλύτερη αντίσταση. Ο σκελετός της φτερωτής φτιαχνόταν συνήθως από πεύκο, δρυγιά ή καστανιά αλλά οι ακτίνες ή αλλιώς τα φτερά από μαλακό ξύλο κυρίως πλατάνου.
Φανταστείτε λοιπόν τη φτερωτή σα μια ρόδα σε οριζόντια προς το έδαφος θέση την οποία διαπερνούσε χοντρός σιδερένιος άξονας που στο κάτω άκρο του στηριζόταν στο έδαφος ενώ το άνω άκρο του αφού διαπερνούσε το πάτωμα του μύλου πάνω από τη στοά και την κάτω πέτρα του μύλου την οποία δεν κινούσε κατέληγε σφηνωμένος στο κέντρο της πάνω πέτρας μεταδίδοντας σε αυτήν την κίνηση της φτερωτής. Ήταν δε η σφήνα αυτή σε σχήμα σταυρού που άφηνε κενά για να πέφτει ο καρπός που θα αλεθόταν. Και ήταν αυτό το βυζαντινό σύστημα λειτουργίας του μύλου που πέρασε και διατηρήθηκε και στους Ενετούς σαν πιο πετυχημένο. 3-4 σκαπέτια νερό ήταν η ελάχιστη ποσότητα νερού που μπορούσε να κινήσει τη μυλόπετρα που είχε διάμετρο 1,30 μέτρα και πάχος 25 έως 30 εκατοστά. Το βάρος της ήταν περίπου 250-300 οκάδες και τα κατάλληλα πετρώματα για την κατασκευή της ήταν αυτά του ψαμμόλιθου, γρανίτη, χαλαζία, βασάλτη, πορφυρίτη ή τραχίτη.
Περίφημες ήταν οι μυλόπετρες της νήσου Μήλου από γρανιτικό τραχίτη που συνήθως έφερναν καΐκια ημιακατέργαστες για να τις σκαλίσουν κατόπιν ντόπιοι πελεκάνοι. Δεν έλειπαν όμως και μυλόπετρες χυτές, μικρότερης αντοχής από τρίμματα των πετρωμάτων που αναφέραμε και συνδετική ύλη σαντορινιό (θηραϊκή γη) με ασβέστη. Οι πέτρες αυτές κατασκευάζονταν επιτόπου όπου ήταν αδύνατη η μεταφορά συμπαγούς πετρώματος και για να ενισχυθεί η στερεότητα τους δένονταν περιφερειακά με σιδερένιο δαχτυλίδι της ίδιας διαμέτρου που για ν’ αγκαλιάσει την πέτρα έπρεπε να πυρωθεί με κάρβουνα, να διασταλεί το μέταλλο και μετά με σιδερένιες λαβίδες να δαχτυλιδώσει τη μυλόπετρα πριν κρυώσει. Έτσι μετά τη συστολή ήταν πια ένα σώμα με τη μυλόπετρα. Οι πέτρες αυτές όμως δεν είχαν την αντοχή των συμπαγών γιατί υπήρχε η ανομοιογένεια στη σύσταση τους και στη σκληρότητα τους με αποτέλεσμα να φθείρονται εύκολα και να παράγουν αλεύρι όχι πολύ καθαρό αφού ήταν φυσικό να περιέχει τρίμματα.
Τόσο η απανώπετρα στην οποία μεταδιδόταν η κίνηση όσο κι η κατώπετρα η οποία ήταν πάντα ακίνητη είχαν στο κέντρο τους μια τρύπα. Η μεν κατώπετρα με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη του άξονα που τη διαπερνούσε, η δε απανώπετρα με διάμετρο αρκετά μεγαλύτερη από τον άξονα, στηριζόταν δε με αυτόν με σφήνα από σίδερο σε σχήμα σταυρού, από δε τα ενδιάμεσα κενά έπεφτε ο καρπός στο κέντρο της μυλόπετρας.
Τις δύο μυλόπετρες έκλεινε περιμετρικά προφυλακτήρας από ξύλο, το οποίο σχεδόν εφαπτόταν, έχοντας μόνο ένα μικρό άνοιγμα 30 περίπου εκατοστών, το στόμα ή μπούκα απ’ όπου το αλεύρι έβγαινε κι έπεφτε μέσα στην κάσα η οποία ήταν ένα ξύλινο κιβώτιο σα μια κασέλα χωρίς σκέπασμα που μπορούσε να χωρέσει 150-200 οκάδες αλεύρι. Πάνω απ’ τις μυλόπετρες και στηριγμένη σε 4 πόδια υπήρχε η κοφινίδα σε σχήμα αντεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας από ξύλο, όπου άδειαζε ο μυλωνάς τον καρπό για να αλεστεί. Το άνοιγμα που είχε από κάτω ήταν περίπου 10 εκατοστά αλλά η ποσότητα του καρπού που μπορούσε να διαφύγει δεν ήταν ανάλογη του ανοίγματος και τούτο διότι την ελεύθερη ροή εμπόδιζε η σέσολα, μια ξύλινη, τριγωνική κατασκευή η οποία ευρίσκετο προσδεδεμένη δεξιά κι αριστερά στο άνοιγμα της κοφινίδας με λεπτό σκοινί πάνω στο οποίο βρισκόταν η πέρδικα. Η πέρδικα ήταν ένα κομμάτι ξύλου πελεκημένο σε σχήμα αστεριού και μ’ αυτό ο μυλωνάς ρύθμιζε την ποσότητα του σταριού που θα ‘πεφτε μέσα στο μύλο.
Αυτό επιτυγχανόταν με τον παρακάτω τρόπο: Στρίβοντας την πέρδικα ο μυλωνάς έστριβε και το σκοινί με αποτέλεσμα να κονταίνει και να πλησιάζει τη σέσολα ν’ ακουμπάει πάνω στον άξονα ο οποίος περιστρεφόταν και που στο σημείο εκείνο της επαφής δεν ήταν στρογγυλός αλλά τετράγωνος. Δημιουργούσε λοιπόν ο άξονας μικρά αλλεπάλληλα χτυπήματα στη σέσολα και σε κάθε χτύπημα ξέφευγε και λίγο στάρι απ’ αυτήν μέσα στην τρύπα της απανώπετρας για ν’ αλεστεί. Όσο έστριβε κανείς την πέρδικα τόσο το σκοινί κόνταινε, τόσο μεγάλωνε η επαφή σέσολας-άξονα, τόσο τα χτυπήματα δυνατότερα, τόσο περισσότερος καρπός έπεφτε. Δίπλα στη μυλόπετρα υπήρχε μια ρόδα σιδερένια σε σχήμα τιμονιού που αποτελούσε τη ρέγουλα του μύλου. Στρίβοντας τη, ένα σύστημα με κοχλίες έδινε τη δυνατότητα στην κατώπετρα να ανέβει ή να κατέβει ελάχιστα χιλιοστά και μ’ αυτή τη ρέγουλα ο μυλωνάς είχε τη δυνατότητα να βγάλει αλεύρι ψιλότερο ή χοντρύτερο.
Ακόμα δίπλα στις μυλόπετρες υπήρχε το φρένο που αποτελείτο από μια μακριά σιδερόβεργα που διαπερνούσε το πάτωμα του μύλου, φθάνοντας ως τα ζουριά και ήταν συνδεδεμένη με μια σανίδα πλάτους μισού περίπου μέτρου και μήκους 1 μέτρου. Δύο τρόποι υπήρχαν για να σταματήσει η μυλόπετρα να γυρίζει. Ο πρώτος ήταν να κλείσει κανείς από την πίσω μεριά του μύλου το παναύλι διακόπτοντας τη ροή του νερού και ο δεύτερος να βάλει σε λειτουργία το φρένο ή κόφτη σπρώχνοντας μέσα από το μύλο τη σιδερόβεργα η οποία παρενέβαλε τη σανίδα μεταξύ της ροής του νερού και της φτερωτής εξοστρακίζοντας το νερό που δεν μπορούσε πια να χτυπήσει τη φτερωτή. 50 σκαπέτια νερό κατέβαζε κάθε παναύλι στα ζουριά στα καλά του μυλαύλακα και πάλι περίσσευε.
Για να μην ξεχειλίζει το αυλάκι όταν δεν υπήρχαν αλέσματα, ο μυλωνάς άνοιγε 1-2 σκαπέτια κάθε πόρτα να φεύγει το νερό, να κατεβαίνει η στάθμη χωρίς να κινούνται οι μυλόπετρες , μα το χειμώνα το νερό ήταν τόσο πολύ που ο τρόπος αυτός δεν αρκούσε για να μη ξεχειλίσει το αυλάκι. Τότε άνοιγε και τα 3 παναύλια εντελώς και ακινητοποιούσε τις φτερωτές με τα φρένα. Υπήρχε ακόμα σαν ασφάλεια ένα παραύλακο 40 μέτρα πριν τις φτερωτές που όταν το νερό ανέβαινε πολύ να φεύγει το περισσευούμενο και να πηγαίνει κατευθείαν στο ποτάμι. Με κανένα τρόπο οι μυλόπετρες δεν έπρεπε να περιστρέφονται χωρίς να πέφτει καρπός μέσα ο οποίος άμβλυνε την τριβή μεταξύ τους. Σε αντίθετη περίπτωση η φθορά τους ήταν σχεδόν άμεση και χρειάζονταν επισκευή και νέα χάραξη με το μυλοκόπο, ένα βαρύ αποπεπλατυσμένο σφυρί με δόντια που αλλιώς λεγόταν και τσαπέτα ή χτένι.
Πώς λειτουργούσαν όμως οι μυλόπετρες; Η πρώτη εντύπωση που παίρνει κάποιος είναι ότι εφάπτονται η επάνω με την κάτω σ’ όλη την επιφάνεια τους, δεν ήταν όμως έτσι. Στην πραγματικότητα πλήρη επαφή είχανε μόνο στην περιφέρεια και σε πλάτος 25-30 εκατοστά. Κατόπιν η επαφή γινόταν όλο και πιο λίγη για να καταλήξει στο κεντρικό τμήμα να μην εφάπτονται καθόλου. Και ήταν σκόπιμο το κούφωμα αυτό που σχημάτιζαν οι δύο πέτρες γιατί σκοπός τους ήταν να συνθλίψουν αρχικά τον καρπό και όχι να τον αλέσουν. Γι’ αυτό προς το κέντρο της μυλόπετρας υπήρχαν πελεκητές αυλακώσεις του μισού εκατοστού που όσο προχωρούσαν προς την περιφέρεια γίνονταν πιο ρηχές. Μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε σπυρί καρπού συνθλιβόταν αρχικά σε 2-3 κομμάτια και προοδευτικά κατόπιν σε 5-6 , 10-20 για να φτάσει στην περιφέρεια όπου γινόταν πια σκόνη και με τη φυγόκεντρο της περιστροφής να πεταχτεί έξω το αλεύρι από το άνοιγμα στην κάσα, καυτό από την τριβή. Μπορούσε να είναι δε τόσο ψιλό που ο φλοιός του σταριού να μη διακρίνεται καθόλου.
Το είδος του αλευριού που έβγαζε ο μύλος καθόριζε ο πελάτης κατά τα γούστα του. Άλλος το παράγγελνε χοντρό κι άλλος ψιλό, άλλος παράγγελνε ν’ αλεστεί και λίγο καλαμπόκι μαζί με το στάρι, να ξανθύνει το ψωμί κι άλλος παράγγελνε του μυλωνά να του βγάλει τα πίτερα (φλοιός καρπού) μετά την άλεση για να κάνει χάσικο ψωμί. Τότε ο μυλωνάς κοσκίνιζε το αλεσμένο αλεύρι μ’ ένα πολύ λεπτό κόσκινο, την κνισάρα και σ’ ένα μικρό βουργιάλι μάζευε τα πίτερα τα οποία παρέδιδε μαζί με το υπόλοιπο αλεύρι σαν τροφή για τα ζωντανά.
Τρία είδη καρπού άλεθε κυρίως ο μύλος σιτάρι, κριθάρι και ξενικόσταρο (καλαμπόκι). Μα σε καιρούς κακούς καμιά φορά και ρεβίθια, κουκιά και χαρούπια. Τα κριθάρι και το καλαμπόκι άλεθε αποκλειστικά ο ένας μύλος ενώ ο άλλος παρέμενε καθαρός μόνο για σιτάρι. Αυτό γινόταν γιατί όταν η κοφινίδα άδειαζε από καρπό κι ο μυλωνάς σταμάταγε τη λειτουργία της πέτρας μια ποσότητα αλέσματος, η φύρα, έμενε πάντα στα μικρά λακκουβάκια μεταξύ των δοντιών των πετρών αλλά και μια μεγαλύτερη ποσότητα ίσαμε 5 οκάδες στριμωχνότανε από τη φυγόκεντρο γύρω γύρω περιφερειακά του μύλου ανάμεσα στις πέτρες και στον προφυλακτήρα των πετρών, το γυράλευρο. Για να μην ανακατεύεται λοιπόν το ένα είδος αλευριού που προοριζόταν για ψωμί με το άλλο που προοριζόταν για ζώα γινόταν αυτός ο διαχωρισμός.
Τα γυράλευρα από σιτάρι επειδή μπορούσαν να είναι και πολύ παλιά διότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αφαιρεθούν παρά μόνο όταν ο μυλωνάς έβγαζε τον περιμετρικό προφυλακτήρα από τις μυλόπετρες κι αυτό γινόταν 1-2 φορές το χρόνο, όταν ακόνιζε (τσαπέτιαζε) τις μυλόπετρες, δεν χρησιμοποιούνταν για ψωμί αλλά μόνο σα ζωοτροφή και ήταν κελεπίρι του μυλωνά. «Με δυο φιλιά του πλέρωσα του μυλωνά τ’ αξάι, μα μου ‘δωκε γυράλευρα γιατί δε μ’ αγαπάει».
Πριν όμως περιγράψω τη ζωή και τα πρόσωπα του αμύλου ας δούμε ποια ήταν η διαδικασία στα αλέσματα. Κάθε που ερχόταν στο μύλο ένα γομάρι (φόρτωμα ζώου) άλεσμα, η πρώτη δουλειά ήταν να ξεφορτωθεί στην πλάστιγγα και να ζυγιαστεί παρουσία του απαλέτη. Μετά ο μυλωνάς βουτούσε ένα ξύλο σε μια κούπα με διαλυμένο λουλάκι και με μπλε γράμματα έγραφε απάνω στο σακί «οκάδες 60 κλπ…». Κατόπιν άνοιγε το τσουβάλι κι έπαιρνε τ’ αξάϊ δηλαδή το δικαίωμα του μύλου η αλλιώς τα αλεστικά. Από δεκάξι ένα ήταν το δικαίωμα του μύλου στις μέρες που έφτασα εγώ κι απ’ αυτό, από τρία ένα του μυλωνά. Σε ποσοστά δηλαδή 6% του μύλου και από αυτό το 1/3, δηλαδή 2% επί του συνολικού καρπού του μυλωνά.
Τα αλεστικά ήταν πάντα σε καρπό ο οποίος έμπαινε σε μια μεγάλη γούρνα που τη λέγανε μεγάλη μέση και ήταν να πούμε η τράπεζα του μύλου που εναποθήκευε τα δικαιώματα των ιδιοκτητών και του μυλωνά. «Σα θα καούνε τα σπαρτά και θε να σπάσει η δέση, εμείς θα κάνουμε ψωμί από τη μεγάλη μέση». Μετά ο μυλωνάς βούταγε μια χριγιά μέσα στο σακί κι έβγαινε έξω στο φως, γιατί εσωτερικά στο μύλο βασίλευε μισοσκόταδο ακόμα και τη μέρα, να εξετάσει τον καρπό, να δει αν έχει μέσα πέτρες, κάγκανα, βίκο κλπ. Αν αυτό συνέβαινε, παρά την παροιμία «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει», θα περνούσε όλο τον καρπό από μια μεγάλη κνισάρα που δούλευε με μανιβέλα και που έβγαζε όλα τα ξένα σώματα που αποτελούσαν είδος πρώτης τροφής κυρίως για τα πουλερικά κι ονομάζονταν σκύβαλα.
Κάθε άλεσμα είχε και τα σκύβαλά του που κι αυτά ζυγιάζονταν στο τέλος και παραδίνονταν στον ιδιοκτήτη. Μετά το τσουβάλι του καρπού σημαδευόταν με το όνομα του ιδιοκτήτη και μεταφερόταν από την πλάστιγγα στην κοφινίδα του μύλου για ν’ αλεστεί. 100 οκάδες καρπός με 20 σκαπέτια νερό στο παναύλι έπαιρνε περίπου 3,5 ώρες για να αλεστεί. Μετά ο μυλωνάς σάκιαζε το αλεύρι μέσα από την κάσα με μια σέσολα και ξανά ζύγιασμα και γράψιμο με λουλάκι «τόσος καρπός, τόσο αλεύρι, τόσα αλεστικά, τόσα σκύβαλα». Κι η γραφή με το λουλάκι γινόταν επειδή όταν το σακί πλυνόταν το λουλάκι έφευγε.
Παλιές παραδόσεις θέλανε τους μυλωνάδες γυναικάδες και πονηρούς στο ζύγι και στ’ αλεστικά. «Λόγια Επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Όμως οι μυλωνάδες που γνώρισα εγώ δεν είχαν καμιά σχέση με τα παραπάνω. Ο πρώτος από τους δύο που γνώρισα ήταν ο Γιάννος. Μπάρμπα-Γιάννο τον φώναζαν όλοι λόγω της ηλικίας του. Πάνω από τα 90 ήταν όταν τον γνώρισα εγώ, μα δεν ήταν ο μυλωνάς του μύλου γιατί ήταν μυλωνάς σε άλλο μύλο αλλά εκείνο τον καιρό δούλεψε περιστασιακά για κάποιο διάστημα στο μύλο μας. Ο επίσημος μυλωνάς μας ήταν ο Λευτέρης ο Φυντίκης που έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του που κι αυτός ήταν μυλωνάς στο μύλο μας.
Πρόσφυγας του ξεριζωμένου Ελληνισμού ο μπάρμπα-Γιάννος που μέχρι τα βαθιά γεράματα δεν κατάφερε να μάθει τα ελληνικά αλλά μιλούσε μια ανακατεμένη γλώσσα, σαν τα συμπεθεριά που μαγείρευε που ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς έλεγε. Όπως π.χ. «εγκώ κάνει τη κουμάντα τη μύλο». Ψηλός, ξερακιανός και πάντα αεικίνητος, περιπλανώμενος στην περιοχή του μύλου πάνω σ’ ένα κυπραίϊκο, ασυνήθιστα μεγάλο, γέρικο γάϊδαρο, καμπούρη σαν καμήλα. Μα δεν ήταν ο γάϊδαρος αυτός γάϊδαρος μύλου, αλλά το προσωπικό του ζώο για τη μεταφορά του, γιατί ο γάϊδαρος του μύλου έπρεπε να ‘ναι μικρόσωμος και κοντός για να μπορεί να φορτώνεται εύκολα. Ούτε ο μπάρμπα-Γιάννος ούτε ο γάϊδαρος του είχαν δόντια και τώρα που σκαλίζω τη μνήμη μου βρίσκω να έμοιαζε το ζυμπραγό αυτό απόλυτα σ’ αυτό του Δον Κιχώτη.
Δυο αδυναμίες είχε ο μπάρμπα-Γιάννος, το κρασί και το υπαίθριο μαγείρεμα. Στα σκαρβέλια του παλιοσώμαρου του γαϊδάρου του κρεμόταν πάντα ένα φλασκί κρασί που σαν του τέλειωνε δε στενοχωριόταν καθόλου γιατί δεν υπήρχε δέτης, καταπότης και πλατανοδροσιός στην περιοχή, που ο μπάρμπα-Γιάννος να μην είχε κρυμμένο ένα φλασκί κρασί κι ένα τσικάλι ή κάποιον ντενεκέ.
Και ήταν άξιο θαυμασμού σε πόση ώρα έστηνε πυρομάχι και τσικάλι, πότε εδώ, πότε εκεί και πριν το νερό βράσει είχε μαζέψει και τα χρειαζούμενα για το συμπεθεριό , πέντε-έξι σκαλιστούς χοχλιούς, δυο καβρούς, δυο ντομάτες, ένα σποριασμένο κολοκύθι, κρεμμύδια, φασόλες, ένα χέλι, καμιά πατάτα κι ο,τιδήποτε άλλο τρωγόταν.
Κάποτε τον είδα ο ίδιος να μαγειρεύει σ’ ένα ντενεκέ δυο βατραχοφάδες και μια φόλεγα που του είχε δώσει ένας κυνηγός. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν ικανός να φάει ακόμα και νερόφιδες και κουρκούτσες που πιάνονταν στ’ αγκίστρια που καζίκωνε στο μυλαύλακο και στον ποταμό. Μετά καθόταν κατάχαμα διπλοπόδι και τρώγοντας άδειαζε κι ένα φλασκί κρασί κοιτάζοντας τριγύρω μ’ ευχαρίστηση. Σα σουρούπωνε έσερνε ζαλισμένος το γάιδαρο από το χαλινάρι κι έψαχνε να βρει κανένα στραλίκι ν’ ανεβεί να τον καβαλήσει, γιατί αλλιώς δεν έφτανε και μετά τραβούσε για το σπίτι του, μια ώρα δρόμο στο διπλανό χωριό, τσιγλίζοντας με ένα σαρακάκι το γάιδαρο στα καπούλια. Ο ίδιος έλεγε με τη δικιά του γλώσσα «τη στάρια που εγκώ έχει αλέσει ντεν χωράει το τάλασσα». Και πράγματι σχεδόν έναν αιώνα μυλωνάς φαίνεται πως ήξερε πολλά γιατί όπου ζημιά σε μύλο, του Γιάννου τη συμβουλή ζητάγανε. «Έτσι τα κάνεις το μυλόπετρα, έτσι το ρέγουλα, έτσι τη φτερό».
Βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου θα μείνει ένα πρωινό που η θεια μου η Χρυσώ με πληροφόρησε θλιμμένη πως από κάποιο περαστικό έμαθε πως ο Γιάννος πέθανε. «Πρέπει να πας στην κηδεία παιδί μου, τουλάχιστον εσύ, γιατί είναι ντροπή να τον έχουμε τόσα χρόνια στο μύλο και να μην πάει κανείς και μένα δε μ’ ακούει.» Έτσι εγώ ετοιμάστηκα να πάω στην κηδεία. Μα άλλαξα γνώμη και κρυφά από τη Χρυσώ μπήκα στο μυλαύλακο και προχωρώντας κατά μήκος κυνηγούσα με τα λάστιχα τα πουλιά. Σαν τούνελ ήταν τότε το μυλαύλακο σκεπασμένο από πάνω με κισσούς και βάτα, ενώ οι όχθες του είχαν τόσο πυκνή βλάστηση που ήταν αδύνατο να περάσει ακόμα και σκύλος. Έπρεπε λοιπόν ή να γύριζα πίσω ή να έφτανα μέχρι τη δέση απ’ όπου θα μπορούσα να βγω έξω.
Ξαφνικά σε μια στροφή τι να δω μπροστά μου; Το Γιάννο πάνω στο γάϊδαρο να έρχεται προς το μέρος μου αντίθετα από μένα μέσα στο μυλαύλακο. Τα πόδια μου κόπηκαν κι ανατρίχιασα ολόκληρος στη θέα του φαντάσματος. Σκέφτηκα πως θα με φάει που δεν πήγα στην κηδεία του. Έκανα στροφή και το ‘βαλα στα πόδια με όση δύναμη είχα. Τι είχε συμβεί; Δεν ήταν ο Γιάννος που είχε πεθάνει μα κάποιος συγχωριανός του συνομήλικος και είχε δοθεί λάθος πληροφορία στη Χρυσώ που μου ‘λεγε μετά «Παρθένα Παναγία μου και πως δε σου ΄ρθε κόλπος παιδί μου!».
Ο Λευτέρης ήταν αυτός που στον καιρό μου εγώ έζησα σα μυλωνά του μύλου. Κουμπάρο με φώναζε κι εγώ καμάρωνα που παιδί πράμα είχα κουμπάρο το μυλωνά κι όλο στα πόδια του τριγυρνούσα. Καλοκάγαθος, νοικοκύρης και λιγομίλητος, βουτηγμένος στις έγνοιες του ήταν ο κουμπάρος ο Λευτέρης. Ούτε έπινε, ούτε κάπνιζε. Κοντός αλλά γεροδεμένος λες κι η φύση τον είχε προορίσει για μυλωνά. Το σπίτι του ήταν στο διπλανό χωριό , όπου έμενε με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του, ένα γιο και μια κόρη, μα τον περισσότερο καιρό κοιμόταν στο μύλο, ειδικά τα καλοκαίρια γιατί τ’ αλέσματα ήταν περισσότερα, αλλά και τη νύχτα το νερό ήταν πιο πολύ κι ο μύλος δούλευε ασταμάτητα.
Ποτέ δεν καθόταν ο μυλωνάς. Πότε θα σάκιαζε αλεύρι, πότε θα κοσκίνιζε καρπό, πότε θα ζύγιαζε, πότε θα κουβάλαγε κι αν καμιά φορά δεν είχε τι να κάνει μ’ ένα κοφτερό σουγιά που είχε μαζί του θα σκάλιζε καμιά πέρδικα να την έχει ρεζέρβα ή θα σκεπάρνιαζε κανένα πλατανόξυλο να ‘χει περισσευούμενο φτερό σα σπάσει κανένα τη φτερωτή. Αν ζούσε σε άλλη εποχή σίγουρα θα' χε διαπρέψει στην άρση βαρών γιατί ήταν θαυμαστός ο τρόπος που σήκωνε ένα δίλουρο σακί, ίσαμε 80 οκάδες πάνω στα γόνατα και μετά αγκαλιάζοντας το με το δεξί χέρι το τίναζε χρησιμοποιώντας και τα πόδια του ψηλά να το βολέψει στο δεξί λαγόνι του.
Μετά, γέρνοντας το κορμί του αριστερά να ισορροπήσει το φόρτο, το πήγαινε στην κοφινίδα. «Άνοιξε μου, κουμπάρε σε παρακαλώ, το μεσιανό παναύλι 10 σκαπέτια νερό μα πρόσεχε τα ζουριά» κι εγώ έτρεχα γιατί ήταν σαν παιχνίδι να ελευθερώσω το νερό, να το βλέπω να κατρακυλά στην τσουλήθρα, να χάνεται με ορμή στο βάθος της στοάς με τη φτερωτή. Και το άλεσμα άρχιζε.
Στην αρχή αργά-αργά η μυλόπετρα άρχιζε να περιστρέφεται και προοδευτικά επιτάχυνε την περιστροφή. Κι έπρεπε να περάσουν ένα δυο λεπτά για ν’ αρχίσει να βγαίνει το αλεύρι από το άνοιγμα. Τότε έβαζε το χέρι του μπροστά στο άνοιγμα, να γεμίσει η χούφτα του αλεύρι, μετά έσφιγγε την παλάμη του και το έτριβε με τον αντίχειρα και το δείκτη να δει πόσο χοντρό είναι. Ανάλογα μετά κανόνιζε τη ρέγουλα και μετά ίδια δουλειά, να σφίξει την πέρδικα ή να τη λασκάρει, να ρυθμίσει την ποσότητα του καρπού που θα έπεφτε. Κι ήταν ανάλογη η ποσότητα που έπρεπε να πέφτει της ταχύτητας περιστροφής της μυλόπετρας, που κι αυτή ήταν με τη σειρά της ανάλογη της ποσότητας του νερού που κατέβαινε στα ζουριά.
Με λίγα λόγια αν η περιστροφή της πέτρας λόγω έλλειψης νερού ήταν πιο αργή είχαμε και πιο μικρή φυγόκεντρο , άρα έπρεπε να τροφοδοτεί η σέσολα τη μπούκα της πέτρας με πιο λίγο καρπό γιατί σε αντίθετη περίπτωση οι πέτρες θα μπούκωναν κι όταν οι πέτρες μπούκωναν γύριζαν χωρίς ν’ ακούγονται σχεδόν καθόλου γιατί τρίβονταν πάνω σ’ ένα παχύ στρώμα αλευριού και τίποτα δεν έβγαινε από το στόμα στην κάσα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο μυλωνάς διέκοπτε τελείως την παροχή καρπού με το χέρι του μέχρι να ξεμπουκώσουν οι πέτρες. Κι εκεί στο μισοσκόταδο τρεις ήχοι βασίλευαν μέρα-νύχτα O ήχος του νερού στη φτερωτή σαν απόηχος μακρινού καταρράχτη και κάπως σα δυνατή βροχή, ο ήχος της μυλόπετρας που δεν ξέρω γιατί μου προκαλούσε ένα δέος και ήταν σαν να έρχεται από τα έγκατα γλυκός σαν η μάνα γη να τρίβει στις δυο παλάμες στοργικά τον καρπό της και τέλος ο ήχος του άξονα που σαν τάλαντο καλογέρικου χτυπούσε πάντα στον ίδιο ρυθμό το ξύλο της σέσολας σαν να ‘λεγε «εδώ είναι η καρδιά του μύλου». Τουκ-τουκ-Τακ, Τουκ-τουκ-Τακ και το εξασκημένο αυτί του μυλωνά μπορούσε και μακριά από τις μυλόπετρες να ξεχωρίσει από τον ήχο αυτό αν το νερό λιγόστευε ή πλήσιενε κι ακόμα αν ο καρπός στην κοφινίδα είχε μπιτίσει, να σταματήσει την πέτρα ή να ρίξει άλλο καρπό.
Με δυο τρόπους φτάνανε τ’ αλέσματα στο μυλωνά, ή με γομάρι που έφερναν οι ίδιοι οι χωρικοί στο μύλο ή με πλερωτικά αγώγια που τα ξεφόρτωναν στο σπίτι μας, το μοναδικό σπίτι της περιοχής, 200 μέτρα από το μύλο, τα κάρα και οι σούστες γιατί από μπροστά του περνούσε καρόδρομος. Γι’ αυτό κάθε πρωί με το χάραμα ο μυλωνάς περίμενε εκεί να παραλάβει τ’ αλέσματα και να πάρει τα μηνύματα που του ‘στελναν οι μουστερήδες. Πότε π.χ. θα είναι έτοιμο για επιστροφή, ποια μέρα και ώρα θα περάσει η σούστα να το πάρει κλπ. Κι ήταν αυτές οι συνομιλίες, μαζί με τις φωνές της θειας μου της Χρυσώς που έκραζε πάπιες και κότες να τις ταΐσει και το παρατεταμένο μουγκανητό των αγελάδων από το στάβλο που ήταν κάτω από το σπίτι, οι ήχοι που με ξύπναγαν κάθε πρωί, σα να μου ‘λεγαν «σήκω, η ζωή ξαναρχίζει». Και ήταν το σπίτι αυτό το βασίλειο μου. Χτισμένο για «μαγαζείον», ως έλεγε και το συμβόλαιο του παππού μου, ήταν προορισμένο να λειτουργεί σα χάνι του μύλου και της φάμπρικας.
Μα αργότερα μαζί με όλους τους χώρους του, σπίτι, εργαστήρι, αποθήκη, στάβλος και μαγειρείο αποτέλεσε την καρδιά ενός ολοκληρωμένου αγροκτήματος 50 στρεμμάτων γης με πολλές καλλιέργειες και πλήθος ζώων και πουλιών που ξεπερνούσαν τα 15 είδη. Κι ήταν σαν την κιβωτό του Νώε το σπίτι αυτό στην ερημιά, δίπλα στο ποτάμι κι έσφυζε από ζωή. Κι εγώ μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο δεν έχανα την ευκαιρία να ρουφώ κυριολεκτικά από το πρωί μέχρι το βράδυ αλλεπάλληλες εμπειρίες, πότε ψαρεύοντας και κυνηγώντας, πότε στο μύλο, πότε στο άρμεγμα, στο θερισμό και το μπαλιάρισμα του τριφυλλιού, στο πότισμα των μποστανιών, στο φούρνισμα του ψωμιού, στο πάτημα των σταφυλιών, στο ζευγάρισμα και στ’ αλώνισμα. Κι εκλιπαρούσα τον κηπουρό μας να με ξυπνήσει στις τρεις τη νύχτα , να πάω μαζί του με τη σούστα στα Χανιά τα κηπευτικά και να κρατώ εγώ τα γκέμια του αλόγου.
Κι όταν το σχολειό άρχιζε εγώ είχα γίνει αράπης από τους ήλιους κι έβλεπε και πάθαινε ο πατέρας μου να με πάρει στα Χανιά και πέρναγε πολύς καιρός να συνηθίσω τη ζωή της πολιτείας και πάντα ο νους μου σ’ αυτό το σπίτι ήταν και είναι κι ακόμα τώρα. Μέχρι τις οκτώ κράταγε η αναμονή για την παραλαβή του καρπού αλλά και την παράδοση των αλεσμάτων. Μέχρι κείνη την ώρα είχε περάσει κι ο πιο καθυστερημένος αγωγιάτης ή αραμπατζής όπως λεγόταν. Κι ο μυλωνάς τους ήξερε όλους με τ’ όνομα τους κι έλαμπε από ευχαρίστηση σαν τα σακιά πλήθαιναν κι εγώ χαιρόμουν μαζί του.
Μετά σαμάρωνε το γάιδαρο του μύλου ν' αρχίσει να κουβαλά τ’ αλέσματα. Ένα-ένα τα φόρτωνε μεσοσώμαρα κι αναβαστώντας λίγο το σακί ξεκινούσε το κουβαλητό, μπροστά ο γάιδαρος, λίγο πιο πίσω από τη μέση αυτός. Όσα σακιά τόσοι δρόμοι. Καμιά φορά και δυο σακιά μαζί αλλά και τρία, δύο πλαϊνά κι ένα μικρότερο μεσοσώμαρα. Και τα φόρτωνε μόνος του με βοηθό το φορφωτήρα. Ένα γερό ραβδί σαν ενάμισι μέτρο που κατέληγε σε διχάλα. Πρώτα έβαζε το σακί που σήκωνε ν’ ακουμπά το μισό πάνω στο σαμάρι και μετά το έδενε με σκοινί από το πίσω σκαρβέλι στο μπροστινό. Μετά περνούσε το σκοινί κάτω απ’ το σακί να πατά ο πάτος και σταύρωνε με μια σερταρά τα δυο σκοινιά που σε σχήμα μισού σταυρού σχημάτιζαν θήκη να κρατούν το σακί. Μετά το ίσιωνε να φύγει απ’ το σαμάρι, να στέκει όρθιο στα σκοινιά στο πλάι του σαμαριού. Για να μη ξεσωμαρίσει ο γάιδαρος μέχρι να μπει αντίβαρο το άλλο σακί από την άλλη μπάντα τοποθετούσε το φορφωτήρα στο πλάι του φορτωμένου σακιού σκαλώνοντας τη διχάλα στο σκοινί. Μα αν ο γάϊδαρος αποφάσιζε να κουνήσει λίγο μπροστά ή πίσω το δεκανίκι έφευγε και το ξεσωμάριασμα ήταν αναπόφευκτο.
Καμιά φορά δεν είχε αλέσματα και τότε ο μυλωνάς φανερά στενοχωρημένος έσερνε το γάϊδαρο χωρίς να τον καβαλήσει για το μύλο και σαν να μου φαινόταν πως άνθρωπος και ζώο είχαν σκυμμένο κεφάλι σαν να γύριζαν από μάχη που είχαν χάσει. Υπήρχε και τότε συνορισιό μεταξύ μύλων. Ποιος βγάζει καλύτερο αλεύρι, ποιος αλέθει πιο γρήγορα , ποιος με μικρότερο αξάι. Γι’ αυτό ο μυλωνάς καλλιεργούσε διπλωματικές σχέσεις και με τους αραμπατζήδες που μπορούσαν να πάνε τ’ αλέσματα σε άλλο μύλο αλλά και με τους χωρικούς από τον καιρό του αλωνίσματος.
Ο κουμπάρος ο Λευτέρης δε μαγείρευε στο μύλο. Τη φροντίδα αυτή την είχε η γυναίκα του η κυρά-Δέσποινα που κάθε μεσημέρι ερχόταν με τα πόδια από το χωριό τους γύρω στις δώδεκα κρατώντας μαγειρευτό φαγητό. Κι εγώ παρακάτσευα το μακρύ δρόμο μέχρι που έφτανε το μάτι μου γιατί αγωνιούσα να δω αν μαζί της ήταν κι ο γιος της ο Μιχάλης, της ηλικίας μου κι αυτός και μοναδικός μου φίλος. Κι όταν τον έβλεπα να έρχεται η χαρά μου ήταν μεγάλη γιατί θα περνούσα καλά όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί του μέχρι το σούρουπο που θα ξανάφευγε.
Και περνούσαμε καλά οι δυο μας, σκαλίζοντας κρυφά απ’ τον πατέρα του τις πέτρες στα θεμέλια του μύλου για καβρούς, που τους πιάναμε χώνοντας τα χέρια μας βαθιά στις τρύπες ή βάζοντας ένα βούρλο μέσα να το δαγκάσει ο καβρός να τον σύρουμε έξω. Μετά κάναμε αναγνώριση του γένους, μυτερή κοιλιά ο αρσενικός, στρογγυλή ο θηλυκός. Και συνεχίζαμε με απαγορευμένα παιχνίδια όπως να περνάμε μέσα από τις καμάρες στις φτερωτές ή να σκαρφαλώνουμε πάνω στην τεράστια σιδερένια ρόδα που άλλοτε κινούσε το ελαιοτριβείο κι απ’ αυτήν μέσω ενός μικρού ανοίγματος στον τοίχο να περνούμε μέσα στο μύλο. Και το κάναμε αυτό σαν ανδραγάθημα δοκιμάζοντας τα νεύρα μας και κρατώντας κρυφό το φόβο που κι οι δυο νοιώθαμε γνωρίζοντας ότι το 1923 ένας άνθρωπος του μύλου βρήκε σ’ αυτόν τον τροχό τραγικό θάνατο όταν μπλέχτηκαν τα ρούχα του ενώ προσπαθούσε να τον λαδώσει εν κινήσει.
Ακόμα φτιάχναμε καραβάκια από καλαμόφυλλα και ξεκουφισμένα κολοκύθια και τ’ αμολούσαμε να πάρουν τον κατήφορο απ’ τα παναύλια στα ζουριά, να γίνουν κομμάτια στις φτερωτές. Κι ένα άλλο αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να κυνηγάμε νυχτερίδες με καλάμια σ’ ένα κατασκότεινο δωμάτιο του μύλου που πιο παλιά ήταν φούρνος και καζάνι της φάμπρικας. Άλλη φορά πάλι δέναμε κοκκινομπούμπουρες που τους πιάναμε στο νερό με κλωστές σαν κομπολόι αφού πρώτα τους αφαιρούσαμε έντεχνα το κεντρί κι όποιος μας έβλεπε με τους μπουμπούρους κρεμασμένους στους λαιμούς μας μας πέρναγε για φακίρηδες ή για τρελούς κι έκανε το σταυρό του.
Κι εμείς γελάγαμε και παίζαμε με τις καλαμένιες μαντούρες που μας είχε μάθει να θιάχνουμε ο κουμπάρος ο Λευτέρης, όμοιες με αυτές που είχαν οι βλεπέδες χωρίς τρύπες μα και φιαμπόλια με 3 και 4 τρύπες. Σε δυο επίπεδα ήταν χτισμένος ο μύλος, με χαμηλότερο αυτό που είχε τις καμάρες. Τρεις πόρτες, μια μεγάλη και μια μικρή στο βοριά, μια μικρή ανατολικά κι ένα παράθυρο μικρό στο βορινό τοίχο απέναντι απ’ τις μυλόπετρες να βλέπει ο μυλωνάς το νερό του αυλακιού. Ένα άλλο μικρό άνοιγμα έβλεπε μέσα από το μύλο στην πίσω μεριά τα ζουριά και τα παναύλια.
Ο μύλος ήταν σκεπασμένος με χοντρά ξύλα κι απάνω τους κεραμίδια. Μέσα βασίλευε μισοσκόταδο ακόμα και τη μέρα και μια έντονη μυρωδιά μούχλας κι υγρασίας ανακατεμένη με τη μυρωδιά του αλευριού σου χτύπαγε τη μύτη μόλις έμπαινες μέσα. Απ’ έξω από το μύλο στη μέση του προαυλίου ένας πεντακοσοχρονίτης πλάτανος που η θέση του έδειχνε ότι δεν ήταν αυτοφυής μα φυτεμένος ξαργουντού. Εκεί έδεναν τα ζωντανά τους οι απαλέτες που περίμεναν ν’ αλέσουν. Και κάτω απ’ αυτόν τον πλάτανο άπλωνε ο μυλωνάς παλέτσες σαν του φέρνανε κανένα γομάρι ψειριασμένο. Πάνω στις παλέτσες άπλωνε τον καρπό και μόλις η σταρόψειρα ένιωθε τον αέρα ή τη χτυπούσε λίγο το φως του ήλιου έφευγε. Κι η θεια μου η Χρυσώ μου ‘λεγε πως σ’ αυτόν τον πλάτανο από κάτω γίνονταν παλιότερα μεγάλα γλέντια από τους απαλέτες, μα εγώ στις μέρες μου δεν τα πρόφτασα.
Είκοσι μέτρα από τον πλάτανο ο μυλωνάς φρόντιζε ένα μικρό κήπο που όλο το καλοκαίρι του ‘δινε φρέσκιες ντομάτες, αμπελοφάσουλα, ατζούρια , κολοκύθια, μελιτζάνες, όλα από λίγα. Μποστάνια ήταν γεμάτος ο τόπος κι οι καρπούζες δεν έλειπαν από το μύλο. Κι ήταν τόσο κρύο το νερό του αυλακιού που όταν τις βάζαμε μέσα να κρυώσουν έσκαγαν. Τον Αύγουστο πλησιάζοντας στο θερισμό ο μύλος έμπαινε σε περίοδο ακμής. Μετά το αλώνισμα οι χωρικοί αποθήκευαν τον καρπό στα σπίτια τους μέσα σε πυθάρια και άλεθαν κάθε φορά όσο χρειάζονταν για ψωμί ενός ή δυο μηνών. Κανείς δεν άλεθε τον καρπό μαζεμένο γιατί το στάρι φυλασσόταν και διατηρούταν καλύτερα απ’ τ’ αλεύρι. «Όπου κι αν πάει τ’ άλεσμα στο μύλο θα γυρίσει».
Για την περίοδο αυτή έπρεπε να γίνουν ανάλογες προετοιμασίες στο μύλο , γιατί οι ζημιές δεν έλειπαν κι όπως λέει ο λαός «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε». Ο μυλωνάς έμπαινε στις στοές να επιθεωρήσει τις φτερωτές. Συχνά το νερό σάπιζε τα ξύλα αλλά και αν κανένα χοντρό κούτσουρο είχε περάσει τα παναύλια μπορεί να είχε κουρέψει ένα δύο ή και περισσότερα φτερά. Τα σαπισμένα ή σπασμένα φτερά αλλάζονταν καμιά φορά χωρίς να βγει η φτερωτή. Μα αν υπήρχε ζημιά στον περιφερειακό σκελετό έπρεπε να κατέβει όλη η φτερωτή να φτιαχτεί. Δουλειά δύσκολη και χρονοβόρα που γινόταν στο κέντρο της στοάς που είχε μήκος 5-6 μέτρα με νερό σχεδόν μέχρι το γόνατο.
Μετά ο μυλωνάς έπρεπε να φροντίσει τις μυλόπετρες. Τα μικρά οδοντωτά αυλάκια των πετρών είχαν φαγωθεί από το συνεχές τρίψιμο, ο μύλος δεν άλεθε όπως έπρεπε και συχνά μπούκωνε. «Θα ‘χουμε τραβάγιες» έλεγε ο μυλωνάς. Πρώτα απ’ όλα αφαιρούσε την κοφινίδα με τη βάση της και τα τέσσερα ποδάρια που τη στήριζαν πάνω από τις μυλόπετρες, μαζί με τη σέσολα και την πέρδικα. Μετά έβγαζε τον περιμετρικό προφυλακτήρα και με μία μικρή σκούπα κι ένα φαράσι μάζευε με προσοχή τα γυράλευρα. Σειρά έπαιρναν μετά οι λοστοί και τα αντισκάρια που θα έκαναν τα υπομόχλια. Σιγά-σιγά, πόντο-πόντο ο μυλωνάς σήκωνε την απανώπετρα κι έβαζε ντάκους μέχρι να τη στέξει όρθια. Μετά την καθάριζε καλά-καλά με το σκουπάκι. Το ίδιο καθάρισμα έκανε και στην κατώπετρα. Όταν το καθάρισμα τέλειωνε έπαιρνε τους μυλοκόπους, ένα με μεγάλα δόντια κι ένα με μικρά και κάθιζε σε εδραία θέση πάνω στην κατώπετρα. Απ’ αυτήν τη θέση άρχιζε να χαράζει σιγά-σιγά στην πέτρα ανάμεσα στα πόδια του καινούργια δόντια κι αυλάκια καθαρίζοντας σιγά-σιγά τα χτυπημένα μέρη με το σκουπάκι να φεύγουν τα τρίμματα να βλέπει καλύτερα.
Μετά ίδια δουλειά στην απανώπετρα. Και ήταν αυτή μια δουλειά, η πιο τεχνική και η μεγαλύτερης σημασίας απ’ όλες τις υπόλοιπες. Μια μέρα δουλειά ήθελε το τσαπέτιασμα κάθε πέτρας και υπήρχαν 6 στο μύλο. Μα κάποτε όλα έμπαιναν στη θέση τους. Οι ετοιμασίες όμως δεν τέλειωναν ακόμα. Στα ζουριά έπρεπε ν’ αλλαχτούν κάποιες σανίδες, να μη χάνεται νερό. Να μπουν νέα στηρίγματα και μετά σειρά του μυλαύλακα. Από τα παναύλια ξεκινούσε ο μυλωνάς με το βατοκόπο κι ένα μανάρι περασμένο στη ζώνη πίσω στη μέση του και προχωρούσε προς τη δέση. Τσαλαβουτώντας στο νερό έκοβε βάτους και καλάμια που είχαν απλωθεί μέσα στο μυλαύλακα και τ’ απομάκρυνε. Αν απ’ τη δέση είχε περάσει κανένα χοντρό κλαδί ή κορμός μέσα στ’ αυλάκι έβγαζε το μανάρι να το κατακόψει.
Τον Αύγουστο το νερό στο ποτάμι αλλά και στ’ αυλάκι ήταν στην κατώτερη στάθμη του χρόνου. Η δέση έπρεπε να ενισχυθεί, να κατέβει πιο πολύ νερό στο μύλο. Εδώ γινόταν ολόκληρη εκστρατεία. Μπροστά πήγαινε το ιππικό με δυο πετροκόφινα, φτυάρια, βατοκόπους, σάρακα και τσεκούρια και ξοπίσω του επιστρατευμένο όλο το ανθρώπινο δυναμικό του μύλου, ο μυλωνάς, η θεια Χρυσώ, ο Μιχάλης κι εγώ. Μαζί μας φαγητό στο τσιμπίλι για το μεσημέρι.
Τα οικονομικά του μύλου δεν ήταν τόσο ανθηρά ώστε να επιτρέπουν την πρόσληψη εργατών τον καιρό εκείνο κι ο μυλωνάς μας δεν ένοιωθε ιδιαίτερα ευτυχής με το συνεργείο αυτό, γιατί κοιτάζοντας μας κουνούσε το κεφάλι μ’ απελπισία. Τι να περίμενε εξάλλου από μια γριά γυναίκα που πρόλαβε τους Τούρκους και δυο κοπέλια με χαρχάλες στις τσέπες τους που σκαρνεύνονταν μεταξύ τους σα χρονιάρικα κατσίκια. Όταν φτάναμε στη δέση ο μυλωνάς έκανε μια γρήγορη εκτίμηση κι έδινε εντολές. Η Χρυσώ έκοβε καλάμια με το σαρακάκι, ο Μιχάλης κι εγώ κόβαμε φούντες νερθιάς και τις δεματιάζαμε κι αυτός καθάριζε τον πόρο του αυλακιού από τα χαλίκια με το φτυάρι και γέμιζε τα πετροκόφινα. Μετά δεματιάζαμε τα καλάμια δέκα-δέκα και τα βάζαμε οριζόντια στους μπάλους κι από πάνω δεματιές από φούντες νερθιάς. Ο κουμπάρος ο Λευτέρης ξεφόρτωνε τα χαλίκια στη βάση του φράγματος κι η δουλειά προχωρούσε σιγά-σιγά μέχρι το μεσημέρι που κολατσίζαμε κατάχαμα. Μετά πάλι δουλειά και το απογευματάκι πίσω στο μύλο. Έτσι τέλειωνε κι η δέση.
Δεν έμενε πια τίποτε άλλο παρά κάποιες ετοιμασίες μέσα στο μύλο και κάποιες ιδιαίτερες φροντίδες για τα νυχτέρια που θ’ ακολουθούσαν. Η μεγάλη μέση άδειαζε και μοιραζόταν ο καρπός. Απ’ αυτόν η θεια Χρυσώ διάλεγε τον καλύτερο για την αρτοπλασία του πανηγυριού του Αϊ-Γιάννη, προστάτη του μύλου, που τον γλίτωσε από τόσες πλημμύρες μα πιο πολύ απ’ αυτή του 1910. Τότε όλος ο μύλος σκεπάστηκε από νερό. Περιουσίες χάθηκαν κι ολόκληρο το ποτάμι άλλαξε κοίτη σε μια απόσταση 500 μέτρα από τη θάλασσα πλησιάζοντας το μύλο και το σπίτι 40-50 μέτρα πιο κοντά. 250 δέντρα περβόλι πίσω από το σπίτι έγιναν ποταμός και μόνο δυο λεμονιές πρόφταξα εγώ που είχαν απομείνει ακριβώς στη μέση του δυτικού ανοίγματος της γέφυρας που υπάρχει σήμερα, να θυμίζουν το γεγονός. Και κάθε που η Χρυσώ μ’ έστελνε να της κόψω ένα λεμόνι θυμόταν το περβόλι κι αναστέναζε.
Πάνω από τη γούρνα της μεγάλης μέσης σε ύψος που δεν έφτανε κανείς κρεμόταν ένα μικρό εικόνισμα του Αϊ-Γιάννη κατάμαυρο σα σκοτάδι. Μα κάποτε θέλοντας να το καθαρίσω διαλύθηκε στα χέρια μου σα σκόνη και το ‘χω κρίμα μου ακόμα που τ’ άγγιξα. Για χάρη του Αγίου χτίστηκε το εκκλησάκι κοντά στη δέση κι εγώ περίμενα πως και πως να ‘ρθει η μέρα που θα μου φόρτωναν το γάϊδαρο του μύλου με τους άρτους, τις ελιές και τα κουκιά να τα πάω στο πανηγύρι και καμάρωνα καθισμένος μεσοσώμαρα που είχα τέτοια ευθύνη κι ας τα ‘χα κάνει θάλασσα δυο-τρεις φορές όταν μεσόστρατα μπλέχτηκα χωρίς να θέλω σε γαϊδουρομαχίες.
Κάθε σούρουπο ο μυλωνάς λάδωνε τους λύχνους αφού πρώτα τους ξεφτίλιζε, πετρελαίωνε τις λάμπες και καθάριζε τα λαμπόγυαλα από την κάπνα περιστρέφοντας μέσα τους αδρά πλατανόφυλλα με μια βέργα. Έτσι τέλειωνε ο Θεριστής. Σε λίγο καιρό ο μύλος θα γνώριζε δόξες, τα παναύλια θα ήταν ανοιχτά συνέχεια κι οι μυλόπετρες θα δούλευαν νύχτα-μέρα πάση δυνάμει. Ο μύλος θα γέμιζε χαρούμενες φωνές κι η μεγάλη μέση θα γέμιζε και θ’ άδειαζε μια, δυο, τρεις φορές ίσως. Κι η θεια Χρυσώ θα έκανε το σταυρό της, «Άγιε μου Γιάννη, βοήθα να μην έχουμε ζημιές» και δώστου να του τάζει. Κι ο Άγιος της έκανε το χατίρι τις περισσότερες φορές και δε γινότανε ζημιές, μα τα προβλήματα δεν εξέλειπαν ποτέ.
Καμιά φορά το κατακαλόκαιρο ιδίως τα τελευταία χρόνια υπήρχε ανυδριά κι ενώ υπήρχαν πολλά αλέσματα δεν υπήρχε νερό. Τότε ο μυλωνάς χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα. Έκλεινε για 5-6 ώρες τα παναύλια και το νερό στ’ αυλάκι στέρνιαζε. Το μεγάλο μήκος του μυλαύλακα μάζευε σ’ αυτό το διάστημα ικανή ποσότητα νερού για ν’ αλέσει ο μύλος μια τρακοσαριά οκάδες καρπό όταν τ’ άνοιγε. Άλλο τέχνασμα ήταν να ρυθμίσει τη ρέγουλα των πετρών στην ελάχιστη τριβή ν’ αλαφρώνουν οι μυλόπετρες να μπορούν να γυρίσουν με λιγότερο νερό. Μα το αλεύρι έτσι έβγαινε αναγκαστικά πολύ χοντρό.
Όμως ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, ό,τι έχει ακμή έχει και παρακμή. Γύρω στο 1955 μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να σκεπάζουν το μύλο. Όλο και περισσότερα νερά του ποταμού δεσμεύονταν και το μυλαύλακο είχε επικίνδυνα χαμηλή στάθμη. Στο δρόμο άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο συχνά κάποια αυτοκίνητα. Σούστες και κάρα λιγόστευαν κάθε μέρα. Τώρα οι χωρικοί μπορούσαν να στέλνουν τ’ αλέσματα μακριά στη χώρα. Πολύ λίγοι φύτευαν σπαρτά πια αφού στα χωριά θιάχτηκαν φούρνοι κι ο καθένας μπορούσε να έχει φρέσκο ψωμί κάθε μέρα χωρίς να ζυμώνει. Κι ένα θεριό στη χώρα που το ‘πανε Κυλινδρόμυλο μπορούσε λέει ν’ αλέθει μέρα-νύχτα χωρίς φτερωτές και νερό, χωρίς πέτρες και μυλωνά 1.000 οκάδες καρπό, ώσπου να πεις κύμινο. Μάλιστα έστελνες τον καρπό και στο άψε-σβήσε πριν τον αλέσει σου ‘διναν το ανάλογο αλεύρι. Κι ο μύλος μας έπεσε να ψυχομαχεί. Κι ήταν ένα ψυχομαχητό αργό, γεμάτο πόνο κι αγωνία. Η μεγάλη μέση δε γέμιζε πια κι ο μυλωνάς κι η Χρυσώ είχαν μεγάλη στενοχώρια.
Δέκα χρόνια σχεδόν κράτησε αυτό το ψυχομαχητό κι απ’ τις τρεις μυλόπετρες δούλευε μόνο μία κι αυτή αραιά και που. Το 1964, μετά από αιώνες ζωής, ο μύλος σταμάτησε οριστικά. Ο μυλωνάς μας ο Λευτέρης βρήκε άλλη δουλειά κι η Χρυσώ έμεινε να ελπίζει πως μια μέρα ίσως αλλάξουν τα πράγματα. Μα δεν θ’ αλλάξει τίποτα και κανείς πια δε θα φτιάξει τη σπασμένη δέση, κανείς δε θα καθαρίσει το μυλαύλακο. Για μια ακόμα φορά η παράδοση θα γονατίσει υποτακτικά μπροστά στην εξέλιξη και στο χρόνο.
Σήμερα μπαίνω νυχοπατώντας στο σκοτεινό μύλο. Κάτω απ’ τα πόδια μου συνθλίβονται λυκωμένα κεραμίδια και σαπισμένα ξύλα της σκεπής. Κισσοί και βάτοι ανεβοκατεβαίνουν στους τοίχους, στερνό στόλισμα, μα ακόμα στο χώρο πλανάται η χαρακτηριστική μυρωδιά. Κάσες και κοφινίδες έχουν σωριαστεί άμορφος σωρός κάτω , λιωμένα λείψανα περασμένων μεγαλείων. Και μόνο οι πέτρες μένουν εκεί ακίνητες κι άφθαρτες απ’ το χρόνο να κρατούν με ινάτι σφιχτά μέσα τους το αλεύρι απ’ το τελευταίο άλεσμα. Πάει και το μυλαύλακο κι η δέση και τα παναύλια και τα ζουριά κι οι φτερωτές ποιος ξέρει αν υπάρχουν ακόμα κάτω στις στοές. Στο βάθος αριστερά θλιβερό απομεινάρι το μεγάλο κυλινδρικό κόσκινο με τη μανιβέλα σκεπασμένο με συντρίμμια κι αράχνες.
Να κι η ρόδα που σκαρφάλωνα με το Μιχάλη και το σκοτεινό δωματιάκι με τις νυχτερίδες. Και η στέρνα της μεγάλης μέσης άδεια σαν στόμα που χάσκει και ψηλά από πάνω της ακόμα στον τοίχο το σημάδι από το θρουλισμένο εικόνισμα του Αϊ-Γιάννη. Απόλυτη σιγή. Ούτε νερά ακούγονται , ούτε η σέσολα στον άξονα. Νοιώθω παράξενα, σχεδόν φοβάμαι. Νοιώθω σαν τυμβωρύχος που πρώτη φορά μπαίνει και ταράζει τη σιωπή ασύλητου βασιλικού τάφου. Πισωγυρίζω αργά, αθόρυβα προς την πόρτα και ρίχνω μια τελευταία ματιά στο βάθος του μύλου. Δεν ξέρω, μα θαρρώ πως λίγο ακόμα να κάτσω θα δω την αγαπημένη μου Χρυσώ να τριγυρνά στα χαλάσματα κι εκεί κάτω δίπλα στο φως της λάμπας που ακουμπά στην κάσα τον κουμπάρο το Λευτέρη το Φυντίκη γονατιστό στο δεξί γόνατο να σακιάζει τ’ αλεύρι και θ’ ακούσω και τη φωνή του: "Κουμπάρε, άνοιξε μου το μισό παναύλι, να χαρείς, μα πρόσεξε μην πέσεις στα ζουριά".