Τηλεφώνησα με αγωνία στην υποδοχή της "City Clinic", όπου είχα πάει την προηγούμενη μέρα για να κάνω το ετήσιο check up με την "EΥ Club", σε μια προσπάθεια να εξαντλήσω και τις τελευταίες μου ελπίδες πως θα μπορούσε να είχε βρεθεί εκεί το μικρό μαύρο πορτοφόλι με τις τελευταίες οικονομίες που φύλαγα σαν κόρη οφθαλμού μέχρι να πάρω τα χρήματα της σύνταξης.
"Καλέστε αργότερα που θα έχει έρθει η διευθύντρια", μου απάντησε η τηλεφωνήτρια.
Πέρασαν άλλες τρεις ώρες μέχρι να έρθει η κυρία Ανδριανή Καστρινάκη, η διευθύντρια της "City Clinic", κι' εγώ τις μέτρησα όλες, λεπτό προς λεπτό.
"Κυρία Καστρινάκη γεια σας. Πρέπει να άφησα ή να μου έπεσε το προτοφόλι μου χθες που βρισκόμουν στην κλινική σας. Μήπως βρέθηκε;"
"Γεια σας κ. Παπαδόπουλε. Μπορείτε να μου περιγράψετε το πορτοφόλι σας και τι χρήματα είχε μέσα;".
"Είναι ένα μικρό μαύρο υφασμάτινο πορτοφόλι, με την απεικόνιση της σημαίας της Αυστραλίας στη μία πλευρά, καμμιά εικοσαριά πενηντάευρα, ένα εικοσάευρο και ένα δεκάευρο".
"Βρέθηκε! Το βρήκε μια κοπέλλα, που εργάζεται στην καφετέρια που είναι απέναντι από την κλινική, και μας το παρέδωσε! Δεν βγάλαμε ανακοίνωση γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία σας και φοβηθήκαμε πως θα παρουσιάζονταν πολλοί μνηστήρες να το πάρουν! Έτσι το κρατήσαμε εδώ, περιμένοντας ότι αυτός που το έχασε θα μας τηλεφωνήσει".
Λίγο έλειψε να μου φύγει το ακουστικό απ' τη χαρά της ανέλπιστης είδησης. Τόσο για την κίνηση της κοπέλλας να παραδώσει το πορτοφόλι, όσο και για την σοφή σκέψη της κυρίας Καστρινάκη να μην το ανακοινώσει δημοσίως, αλλά και γιατί δεν θα αναγκαζόμουν να πάρω δανεικά για να περάσω μέχρι την ημέρα που θα έπαιρνα τη σύνταξη. Θαρρείς σπρωγμένη από μια περίεργη αόρατη δύναμη βγήκε κι' αυτή μετά από λίγες ημέρες! Επτακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ, δηλαδή, μη φανατασθείτε τίποτε τρομερό, αλλά από τα ολότελα...
"Σας ευχαριστώ πολύ. Επειδή βρίσκομαι εκτός Αθηνών, θα έρθει ο γιος μου να το πάρει. Εγώ θα έρθω να σας βρω μόλις επιστρέψω", απάντησα στην κυρία Καστρινάκη, και έκλεισα, ήσυχος πια, το τηλέφωνο. Μου φάνηκε ξαφνικά πολύ όμορφη η πορτάρα της Νάξου, γιατί μπροστά της βρισκόμουν κατά την διάρκεια εκείνου του τηλεφωνήματος...
Θα πρέπει να ομολογήσω πάντως ότι δεν συμπαθώ τους ξένους μετανάστες. Όχι βεβαίως ότι δεν τους συμπάθησα ποτέ. Και ο δικός μου πατέρας, άλλωστε, μετανάστης ήταν. Έλληνας πρόσφυγας, έστω, ήταν όμως μετανάστης αφού ήρθε με τους γονείς του κυνηγημένος από την Κωνσταντινούπολη το '22. Τα τελευταία χρόνια όμως το μεταναστευτικό ρεύμα έφερε στην Ελλάδα κάθε είδος ανθρώπων, μαζί και τις εγκληματικές διαθέσεις πολλών εξ αυτών, με αποτέλεσμα να ξεχάσουμε το ελεύθερο camping στα αντίσκηνα, να κλειδαμπαρώσουμε τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών μας, να σφίγγουμε τις τσάντες στις μασχάλες μας, να μην περπατάμε τα βράδυα σε γωνιές της Αθήνας, όπως συνηθίζαμε άλλοτε.
Θα μου πείτε πού κολλάνε όλα αυτά με το πορτοφόλι που έχασα. Θα σας πω. Το προτοφόλι μου το βρήκε μια κοπέλλα, πρόσφυγας από τον Πόντο, η Μαρία Κοτανίδου, που εργάζεται στην καφετέρια απέναντι από την "City Clinic". Για να αποδειχθεί πως δεν είναι όλοι οι μετανάστες ή πρόσφυγες ίδιοι, όπως δεν είναι ίδια και όλα τα δάκτυλα του χεριού.
"Σ' ευχαριστώ πολύ Μαρία. Αν ήξερες τι σήμαινε αυτό το πορτοφόλι για μένα...".
"Δεν μπορούσα, δεν έπρεπε να το κρατήσω. Δεν θα μπορούσα να χαρώ αυτά τα χρήματα που μπορεί να προορίζονταν για κάποια εγχείρηση. Βρήκα το πορτοφόλι σας στα σκαλιά που οδηγούν στο υπόγειο της κλινικής και το παρέδωσα στη διεύθυνση γιατί δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο για να σας ειδοποιήσω".
Με δυσκολία πήρε η κοπέλλα με το φωτεινό πρόσωπο το συμβολικό ποσό που της έδωσα κι' εγώ έφυγα με πολλές και αντικρουόμενες σκέψεις και ερωτήματα. Θα σας εξομολογηθώ ποιο ήταν το σημαντικότερο από τα ερωτήματα που με βασάνισε εκείνη την ημέρα : Εγώ τι θα έκανα σε μια τέτοια περίπτωση, ιδίως μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου, με κάρτα ανεργίας από τον Μάρτη του '12 και χωρίς σύνταξη, που και το ένα ακόμη ευρώ έχει μεγάλη αξία; Ειλικρινά, δεν μπορώ να σας απαντήσω, κι' ας είμαι γηγενής και μεγαλωμένος με Αρχές και Αξίες...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος