Ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος θυμάται και περιγράφει την μαύρη σελίδα του ημερολογίου της θαλασσινής του περιπλάνησης...
Το υγιές παρελθόν είναι ο φάρος που φωτίζει τον ορίζοντα του μέλλοντος. Όταν όμως το παρελθόν είναι τραυματικό, τότε μπορεί οι Ερινύες να διαλύσουν αυτόν που το τραυμάτισε. Εκτός κι' αν ο ίδιος βρει τον τρόπο να επουλώσει τις πληγές θάβοντας το "εγώ" του...
Το καλοκαίρι του '89 με βρήκε πρόεδρο του νεοσύστατου "Ομίλου Φουσκωτών Σκαφών Ελλάδος", με μεγάλες και επιτυχημένες εκδηλώσεις στο ενεργητικό μου, αναμνήσεις και "περγαμηνές" από μεγάλα θαλασσινά ταξίδια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το υγιές παρελθόν που έλεγα...
Το διεθνές ναυτικό σαλόνι της Γένοβας άνοιγε εκείνη τη χρονιά τις πύλες του γύρω στα μέσα Οκτωβρίου. Είχα τότε μόλις αποκτήσει το καινούργιο μου φουσκωτό, ένα "Joker" 5.20 με μια μηχανή "Mercury" 115 ίππων. "Κάρμα" είχα ονομάσει εκείνο το σκάφος. Καθόλου τυχαίο όνομα, αφού συνδέθηκε, κατά ένα περίεργο τρόπο, με μια απ' τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου. "Κάρμα". Κάτι σαν εξόφληση παλιών λογαριασμών, που είχα αφήσει απλήρωτους σε μια προηγούμενη ζωή...
Δεν ήθελε πολύ να μου μπει η ιδέα να πάω στη Γένοβα μ' εκείνο το φουσκωτό. Μπροστά στο ταξίδι του Γιβραλτάρ, όπου είχαμε φθάσει πριν από τρία χρόνια με ένα "Olympic" 5.60, το ταξίδι της Γένοβας έμοιαζε σχεδόν με... "ακτοπλοία"! Άρχισα λοιπόν να κάνω τις επαφές μου, με πρώτο μέλημα να βρω συγκυβερνήτη πρόθυμο και, κυρίως ικανό να ακολουθήσει. Καθόλου εύκολη δουλειά να βρεις τον κατάλληλο συγκυβερνήτη, και ιδίως για ένα τέτοιο ταξίδι.
Ήμουνα στο συνεργείο του Γιώργου Μανδηλαρά, όταν ο Βασίλης Φραγκουλίδης άκουσε τι είχα στο μυαλό μου και μου είπε : "Με θέλεις μαζί σου Ιωσήφ"; "Για να ρωτάς σημαίνει ότι θέλεις" του απάντησα, "μπορείς όμως"; "Έλα ρε συ, και βέβαια μπορώ"! Καλό παιδί ήταν ο Βασίλης, φίλος, ήξερε από θάλασσα, δώσαμε τα χέρια...
Μετά πήγα στον Ευσταθίου, ο οποίος με άκουσε με προσοχή και συμφώνησε να συνδράμει στα έξοδα του ταξιδιού με 150.000 δραχμές. Ανάλογη ήταν η ανταπόκριση και του David Πεσσάχ, του αντιπροσώπου της Joker στην Ελλάδα. Μόνο που εκείνος δεν μπορούσε να μου δώσει χρήματα, αφού του χρώσταγα ακόμη κάτι "ψιλά" για το σκάφος που είχα αγοράσει. Συμφωνήσαμε λοιπόν να "πατσίσουμε" το ποσό των 150.000 δραχμών, που υπολόγιζα ότι χρειαζόμουν ακόμη για τα έξοδα του ταξιδιού, με μια αντίστοιχη έκπτωση στην τιμή της αγοράς του σκάφους. Μου έδωσε άλλες 80.000 δραχμές και ο αντιπρόσωπος της "Tag Heuer" κι' έτσι ο προϋπολογισμός του ταξιδιού σχεδόν καλύφθηκε...
Έμενε να βρω τον τρόπο να προβάλλω τους τρεις χορηγούς μου πάνω στο σκάφος, και την λύση, όπως πάντα, έδωσε ο καλός μου φίλος Μάκης Παυλάτος, που ταξιδεύει πια εδώ και τρία σχεδόν χρόνια στις θάλασσες του ουρανού. Πήρε ο Μάκης τα μέτρα από το ρολ μπαρ της κονσόλας μέχρι την πλώρη και έραψε μια τέντα πλεύσης αριστούργημα! Η μεγάλη λευκή επιφάνεια φιλοξένησε τα λογότυπα των τριων χορηγών, συν την περιγραφή του ταξιδιού που επρόκειτο να επιχειρήσουμε, με τρεις λέξεις : "Pireo - Genova - Pireo". Μεσολάβησε μια επίσκεψη των μελών του Ο.Φ.Σ.Ε. στο πλοίο της "Greenpeace", που είχε έρθει τότε στο λιμάνι του Πειραιά, κι' εμείς δεν χάσαμε την ευκαιρία να κάνουμε με τον Φραγκουλίδη μια ακόμη δοκιμαστική πλεύση με το Joker και την καινούργια τέντα πλεύσης.
Ήταν η εποχή των νοτιάδων στο Ιόνιο και την Αδριατική. Έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να αποφύγω το μεγάλο πέρασμα από την Κεφαλλονιά μέχρι την Καλαβρία, με τα καύσιμα να είναι οριακά και τον γαρμπή να ωρύεται στη μάσκα μας. Σκέφτηκα λοιπόν να μακρύνω λίγο την απόσταση, μικραίνοντας όμως συγχρόνως το πέρασμα από την Ελλάδα στην Ιταλία και κάνοντας το ταξίδι ευκολότερο και ασφαλέστερο. Τρεις ημέρες αργότερα, αφού τακτοποιήσαμε στο σκάφος όλα όσα θα χρειαζόμασταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, πήραμε τα διαβατήρια, κάναμε συνάλλαγμα, κοτσάραμε με τον Φραγκουλίδη το τρέϊλερ στον κοτσαδόρο της "κλούβας" μου και δρόμο για την Ηγουμενίτσα.
Φτάσαμε στο Ρίο και τρομάξαμε να περάσουμε απέναντι με την παντόφλα! Ο νοτιάς λύσσαγε και το Joker βράχηκε με θάλασσα, προτού ακόμη το τρέϊλερ πέσει στο νερό! "Ελπίζω να είναι καλύτερα τα πράγματα στην Ηγουμενίτσα" είπα, μονολογώντας φωναχτά και φανερά προβληματισμένος. Τα πράγματα όμως ήταν χειρότερα στην Ηγουμενίτσα! Αέρας να ξεριζώνει δένδρα, βροχή να θέλει να τρυπήσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου κι' εμείς να καθόμαστε περίλυποι στην κλούβα και να μην τολμάμε να βγούμε έξω! "Τι κάνουμε τώρα ρε συ"; με ρώτησε ο Φραγκουλίδης. "Τι να σου πω ρε Βασίλη, απλώς περιμένουμε να δούμε πού θα πάει..."
Και μας πήγε όντως και μας σήκωσε! Είχαμε ξεκοτσάρει το τρέϊλερ και λίγο έλειψε, θυμάμαι, να το ρίξει ο αέρας, μαζί με το φουσκωτό, στη θάλασσα! Το είδαμε να τσουλάει προς την άκρη του προβλήτα, και μόλις που προλάβαμε να πεταχτούμε έξω απ' το φορτηγάκι και να το συγκρατήσουμε την τελευταία στιγμή!
Η πρόγνωση της Μετεωρολογικής για τα επόμενα εικοσιτετράωρα ήταν άκρως απαισιόδοξη! Δεύτερη μέρα στην Ηγουμενίτσα και ο καιρός αντί να βελτιώνεται, "έδινε τα ρέστα" του! Είμασταν εγκλωβισμένοι στο αυτοκίνητο και κοιτούσαμε την βροχή και τον αέρα που δεν έλεγαν να κοπάσουν. Δύο από τα δένδρα της παραλίας είχαν παραδοθεί στη μανία του αέρα και είχαν ξαπλώσει στο χώμα! Και μετά σου λέει ότι τα δένδρα πεθαίνουν όρθια...
Κάποια στιγμή ο Βασίλης μου είπε : "Ιωσήφ νομίζω ότι δεν θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε. Δεν προλαβαίνουμε άλλωστε χρονικά ρε φίλε. Εσύ πρέπει να επιστρέψεις εγκαίρως στην Αθήνα, γιατί έχεις την γενική συνέλευση, κι' εγώ άφησα στη μέση κάποιες εκκρεμότητες για να έρθω μαζί σου". "Και τι προτείνεις Βασίλη"; τον ρώτησα. "Αν δεν θέλεις να επιστρέψουμε μαζί στην Αθήνα, εγώ πρέπει να φύγω, γιατί αν χαθεί και άλλη μέρα θα έχω πρόβλημα..." απάντησε εκείνος. Τόμπολα! Δεν μπορούσα όμως να του πω τίποτε ούτε να τον υποχρεώσω να μοιραστεί τις δικές μου σκέψεις και τους προβληματισμούς. Και ο Βασίλης μπήκε εκείνο το μεσημέρι στο λεωφορείο της γραμμής και επέστρεψε στην Αθήνα, αφήνοντάς με μόνο μου στην Ηγουμενίτσα να κοιτάζω περίλυπος τη βροχή και τον αέρα να μαστιγώνουν τη θάλασσα...
Μόλις έφυγε ο Βασίλης σκέφτηκα ότι, μπορεί μεν να έμεινα μόνος, δεν είχα όμως την έννοια και την ευθύνη ενός συγκυβερνήτη ο οποίος θα είχε τους δικούς του ίσως προβληματισμούς, τις δικές του σκέψεις και ανασφάλειες, τις οποίες θα μετέφερε, αναγκαστικώς, επάνω μου. Και πήρα την μεγάλη απόφαση! Κατάφερα να κοτσάρω και πάλι το τρέϊλερ στο φορτηγάκι και να το ρίξω στη θάλασσα, ενώ η ψαράδικη νιτσεράδα που φορούσα απεδείχθη πολύ μικρή για να αντέξει όλους εκείνους τους κουβάδες που έπεφταν απ' τον ουρανό και κάτι μου έλεγαν... Εγώ όμως δεν άκουγα...
Ασφάλισα κάπου το τρέϊλερ, μπήκα στο φουσκωτό και κατάφερα με τα πολλά να φτάσω στην Κέρκυρα και να τρυπώσω στη μαρίνα του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου κάτω απ' το Κάστρο. Τηλεφώνησα στον καλό φίλο Κώστα Μπούμπουκα κι' εκείνος έφτασε λίγη ώρα αργότερα έχοντας μείνει κατάπληκτος από την απόφασή μου να ταξιδεύσω μ' εκείνο τον καιρό. "Πού πας ωρέ καπετάνιο μ' αυτόν τον καιρό"; με χαιρέτησε εγκάρδια, μ' εκείνη την χαρακτηριστική Κερκυραϊκή προφορά του. "Λέω να πεταχτώ μέχρι τη Γένοβα" απάντησα, κρεμώντας ένα πικρό χαμόγελο αυτοσαρκασμού στο πρόσωπό μου. "Ποια Γένοβα ωρέ, τρελλάθηκες; Πάμε σπίτι να ανάψουμε το τζάκι, να τηλεφωνήσουμε και στην γυναίκα σου να μην ανησυχεί, κι' άστηνε τη Γένοβα! Έχω κάτι κάστανα, μούρλια"!
Περάσαμε ένα αξέχαστο απόγευμα στο σπίτι των Κερκυραίων φίλων μου. Μια μονοκατοικία στο πουθενά, χαμένη μέσα στο δάσος και περιτριγυρισμένη από τις μυρωδιές του χώματος και του ξύλου, κι' εμείς γύρω απ' το τζάκι, που έκαψε ούτε κι' εγώ ξέρω πόσα κούτσουρα εκείνο το βράδυ, να μιλάμε για ταξίδια και θαλασσινές περιπέτειες. "Κώστα πρέπει να φύγω οπωσδήποτε αύριο το πρωί", είπα κάποια στιγμή στον φίλο μου. "Δεν ξέρω αν θα τραβήξω προς Γένοβα ή προς Ηγουμενίτσα, αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει να φύγω, γιατί ο χρόνος περνάει και πρέπει να είμαι οπωσδήποτε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου για την γενική συνέλευση του Ομίλου". "Αν θέλεις να μ' ακούσεις, γύρισε στην Αθήνα τώρα, γιατί ο καιρός αυτός κρατάει σ' αυτή την περιοχή αρκετές ημέρες και με τέτοιο οστριογάρμπη δεν μπορείς να τα βάλεις, όσο καλός καπετάνιος κι' αν είσαι", είπε ο Κώστας λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος...
Το άλλο πρωί κατεβήκαμε στη μαρίνα και, αφού χαιρέτησα τον Μπούμπουκα, μπήκα στο φουσκωτό αποφασισμένος να επιχειρήσω το πέρασμα της Αδριατικής."Θα γυρίσεις", φώναξε πίσω μου ο Κώστας, "δεν μπορεί παρά να γυρίσεις"! Του έριξα μια τελευταία ματιά, ανταπέδωσα τον χαιρετισμό του και έβαλα πλώρη για τον βορειοδυτικό κάβο της Κέρκυρας...
Στο επόμενο η συνέχεια και το τέλος...