Ένα αξέχαστο ταξίδι 6.500 ν. μιλίων με φουσκωτό, από τον Πειραιά μέχρι το βορειότερο άκρο της Μεγ. Βρεττανίας.
Θυμάται και περιγράφει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ήταν τέλη του '90, αρχές του '91. Η προκήρυξη του αγώνα με τον τίτλο «The Highlands and Islands R.I.B. Race» είχε φθάσει στα χέρια μου μέσω των ενημερωτικών εντύπων που μου έστελνε κάθε χρόνο η Βρεττανική B.I.B.O.A. (British Inflatable Boat Owners Association) της οποίας ήμουνα μέλος. Ξεσηκώθηκα αμέσως στην ιδέα, και από κείνη τη στιγμή κοιμόμουν και ξυπνούσα με τη σκέψη μου να τριγυρνά διαρκώς στους καταπράσινους λόφους, τα κάστρα, τις λίμνες και τα ποτάμια της Σκωτίας! Άρχισα λοιπόν να ψάχνω απελπισμένα για χορηγούς. Είχα υπολογίσει το συνολικό κόστος καυσίμων και κάποιων παρελκομένων, γύρω στα δύο εκατομμύρια δραχμές. Ποσό όχι υπερβολικό για ένα τέτοιο ταξίδι, αλλά σίγουρα όχι και τόσο εύκολο να βρεθεί. Την εποχή εκείνη είχα ένα φουσκωτό "Olympic" 7.40 με μηχανή έσω έξω πετρελαίου "Volvo Penta" duo prop 200 h.p. Έκανα λοιπόν δύο αυτονόητες επισκέψεις. Μία στην "Olympic Hellas" και μία στον Σαρακάκη.
Ο Βρεττός της "Olympic" βρήκε καλή την ιδέα μου να λάβω μέρος σ’ εκείνο τον αγώνα της Σκωτίας, ακόμη δε περισσότερο γιατί είχα αποφασίσει να πάω εν πλω ως εκεί με σκάφος της εταιρείας του! Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι περισσότερο απ' το να μου χαρίσει τα τελευταία γραμμάτια του σκάφους. Χρήματα στα χέρια μου δεν πήρα, αλλά κάτι ήταν κι’ αυτό.
Στη συνέχεια κτύπησα την πόρτα του Σαρακάκη. Έδειξαν κι’ αυτοί ενδιαφέρον, αλλά το χέρι στην τσέπη δεν το έβαλαν. Αντ’ αυτού μου υποσχέθηκαν ότι θα επικοινωνήσουν με όλα τα κατά τόπους εξουσιοδοτημένα συνεργεία της "Volvo Penta" στην Ευρώπη, ώστε να μας παρασχεθεί τεχνική υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας. Κι' αυτό ευπρόσδεκτο.
Την τεχνική υποστήριξη λοιπόν την είχα εξασφαλίσει, μια έκπτωση στην αγορά του σκάφους επίσης, ρευστό όμως για τα καύσιμα δεν υπήρχε. Όποια πόρτα κι’ αν χτύπησα, δεν άνοιξε. Και πάνω που είχα αρχίσει να απελπίζομαι, ένας καλός πελάτης και φίλος, ο Σπύρος Δημουλάς, που με είχε ακούσει να μιλώ για εκείνο το ταξίδι, με φώναξε μια μέρα στο γραφείο του και μου είπε : «Ιωσηφάκο θα σου δώσω εγώ τα λεφτά να πας στη Σκωτία αφού το θέλεις τόσο»! Ήταν απ’ τ’ άγραφα! Το μόνο που δεν περίμενα ήταν να έχω χορηγό αλιευτική εταιρεία! Εδώ είναι Βαλκάνια όμως και όλα είναι δυνατά...
Μου έδωσε λοιπόν μια επιταγή 10.000 δολλαρίων ο καλός μου φίλος και πελάτης (η ισοτιμία ήταν τότε 1 δολλάριο = 180 δρχ.) κι’ εγώ του έδωσα την υπόσχεση ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να διαφημίσω τις εταιρείες του πάνω στην τέντα πλεύσης του σκάφους. Εξαργύρωσα τα χρήματα στην τράπεζα και άρχισα να προετοιμάζομαι πυρετωδώς...
Ανάμεσα στα άλλα τρεξίματα ήταν και μια επίσκεψη στον τηλεοπτικό σταθμό του ΑΝΤ1. Τους περιέγραψα το σχέδιό μου κι' αυτοί υποσχέθηκαν ότι θα προβάλουν το ταξίδι μου, τόσο με απ' ευθείας ανταποκρίσεις κατά την αναχώρηση και την επιστροφή μας, όσο και με στιγμιότυπα από τη συμμετοχή μας στον αγώνα της Σκωτίας μέσω των ανταποκριτών τους στη Μεγ. Βρεττανία. Τήρησαν την υπόσχεσή τους, κατά το ήμιση όμως μόνο. Κάλυψαν τον απόπλου και την επιστροφή μας στη μαρίνα της Ζέας με την καλή συνάδελφο και φίλη Κανέλλα Δημάκου, αλλά δεν είδαμε κανέναν ανταποκριτή τους στη Σκωτία...
Ο καλός μου φίλος Μάκης Παυλάτος, εν τω μεταξύ, έραψε μια τέντα πλεύσης για το 7.40, με συνεχόμενο πρυμιό δωμάτιο, αν και ήταν έκδηλη η στενοχώρια του που δεν μπορούσε να έρθει μαζί, αφού ήταν περίοδος αιχμής και δεν μπορούσε να λείψει απ’ τη δουλειά του. Φυσούσε, ξεφυσούσε, και συνεχώς μονολογούσε : «Σε ζηλεύω ρε Ιωσήφ, αλλά τι να κάνω με την παλιοδουλειά που δεν μ’ αφήνει να ξεκολλήσω από δω»! Έκανε πάντως μια τέντα εκπληκτική! Όταν ολοκληρώθηκε, δεν χόρταινα να τη βλέπω! Με μεταλλικές αψίδες στο πλωριό τμήμα, για μεγαλύτερη αντοχή, και θερμοκόλληση του μουσαμά, αντί για γαζί, ώστε να είναι απολύτως στεγανή, μιας και είχα αποφασίσει ότι το "Olympic" θα μας κοίμιζε και τους τέσσερις στην αγκαλιά του καθ' όλη την διάρκεια του ταξιδιού!
Εκτός από μένα φυσικά, στο σκάφος θα επέβαιναν δύο καλοί μου φίλοι. Ο Γιάννης Παραδεισιάδης ο οποίος, σαν μηχανικός αυτοκινήτων που ήταν, θα αναλάμβανε την επίβλεψη του κινητήρα, και ο Θανάσης Γλάρος, ο οποίος θα εκτελούσε χρέη μάγειρα και φωτογράφου. Την τετραμελή σύνθεση του πληρώματος συμπλήρωνε ο δεκάχρονος τότε γιος μου Γιάννης, η μασκώτ του ταξιδιού μας! Έδωσα όμως πραγματική μάχη για να πείσω την καπετάνισα να τον πάρω μαζί. «Είσαι θεότρελλος» μου έλεγε συνεχώς. «Δέκα χρόνων παιδί είναι, πού θα το πας»;
Ο νεαρός βεβαίως είχε φτιαχτεί με την ιδέα, και ούτε να σκεφτεί δεν ήθελε ότι θα έμενε πίσω. Είχε άλλωστε κυριολεκτικώς γεννηθεί μέσα στα φουσκωτά! Έπρεπε όμως να πείσω και τον δάσκαλό του, μια και η σχολική χρονιά δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη και ο Γιάννης θα έχανε τα μαθήματα του τελευταίου μήνα.Ο δάσκαλος, νέο και ανοιχτόμυαλο παιδί, με άκουσε με προσοχή και στο τέλος μου είπε : «Ο Γιάννης είναι καλός μαθητής. Μπορείτε να τον πάρετε μαζί σας. Αυτά που θα μάθει σ’ αυτό το ταξίδι είναι πολύ περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να μάθει σε δύο τάξεις σχολείου! Το μόνο που θα του ζητήσω είναι να γράψει τις εμπειρίες του και να τις διαβάσει του χρόνου στους συμμαθητές του».
Είχαμε μπει πια στην αντίστροφη μέτρηση. Ετοίμαζα με προσοχή το σκάφος που θα ήταν το μεταφορικό μέσον, το ξενοδοχείο και το εστιατόριό μας μαζί, για τους επόμενους δύο τουλάχιστον μήνες, σε ένα ταξίδι 6.500 περίπου ναυτικών μιλίων, μέχρι το βόρειο άκρο του Ηνωμένου Βασιλείου και πίσω...
Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/memo/288-2010-03-07-18-33-06.html