Κείμενο - Φωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ο μικρός οικισμός, που ξαπλώνει στα πόδια της Ολόμαυρης Ράχης, άρχισε να ξεμακραίνει πίσω μας, καθώς τραβήξαμε ανατολικά. Έριξα μια ματιά σ’εκείνο τον γεμάτο θετικό μαγνητισμό τόπο και συγχρόνως έδωσα για άλλη μια φορά την υπόσχεση στον εαυτό μου ότι δεν θα είναι η τελευταία φορά που τον επισκέπτομαι. Πρώτα ο Θεός κι’ Εκείνη βεβαίως...
Ο μεγάλος ορεινός όγκος της βόρειας Χίου καθοδηγούσε την πλώρη του Barracuda, δίνοντας σε δύο ασήμαντους επιβάτες ενός εξάμετρου φουσκωτού τη δυνατότητα να σνομπάρουν επιδεικτικά την πυξίδα και τον ηλεκτρονικό «τυφλοσούρτη». Ο επίμονος Σοροκολεβάντες όλων εκείνων των ημερών συνέχιζε το παιγνίδι του με τη θάλασσα και έπαιζε χαστουκίζοντας την πλώρη και τη δεξιά μάσκα του Barracuda.
Μέχρι τον κάβο Κορακιά της Χίου η κατάσταση δεν ξέφυγε απ’ τα όρια και κυμάνθηκε σε φυσιολογικά επίπεδα, με ένα τεσσάρι ξεψυχισμένο να προσπαθεί να μας φοβερίσει. Παραπλεύσαμε τις βόρειες ακτές της Χίου, σε απόλυτη σχεδόν μπουνάτσα, με τον αέρα να κατρακυλάει απ’ τις κορφές των βουνών και να χαϊδεύει τις όμορφες παραλίες και τους οικισμούς. Μόλις όμως καβατζάραμε την τραμουντάνα και μπήκαμε στον αστερισμό του Σορόκου, έχοντας απέναντί μας τις Οινούσσες, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Μόνο το Barracuda, που με εξέπληξε ευχάριστα με την επιθετική και απολύτως προβλέψιμη πλεύση του, δεν φάνηκε να πτοείται.
Το σκάφος ανταποκρινόταν εξαιρετικά, ιδίως στα όρτσα, αγνοώντας κύματα ύψους δύο μέτρων, και διατηρούσε πάντοτε την πλώρη του χαμηλά, χωρίς επώδυνους κραδασμούς, flaps και άλλα «καλούδια». Στα «συν» η απόλυτη απουσία ανεπιθύμητων ήχων από ταμπούκια που τρίζουν ή ανοίγουν, μαξιλάρια που πετάνε, βίδες που τρέχουν να... αποδράσουν. Κρατιόμουν απ’ το στιβαρό ρολ μπαρ της κονσόλας, ενώ ο Μπάμπης είχε αφήσει τη μανέτα στις 4.000 στροφές, με την ένδειξη του g.p.s. να μην πέφτει κάτω απ’ τους 25 κόμβους, ενώ στο πρόσωπό μου ένοιωθα πως είχε απλωθεί ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα εξάμετρο φουσκωτό που καλπάζει σε ένα γεμάτο πεντάρι (πολλοί θα τολμούσαν να το πουν «οκταράκι»), με τις αφρισμένες κορφές των κυμάτων να υποκλίνονται στην πλώρη του, με τον αέρα και τις αλμυρές ριπές να αφήνουν τα σημάδια τους στα πρόσωπά μας; Στιγμές που δεν μπορούν να περιγραφούν εύκολα με λόγια και εικόνες.
Φτάσαμε γρήγορα σε παράλλαξη με τις Οινούσσες και τρυπώσαμε ανορθόδοξα στη μαρίνα, απ’ τη ρηχοπατιά, τη δυτική δηλαδή είσοδο. Συνιστάται πάντως, σε όσους δεν είναι «πράτιγοι», να μπουν στη μαρίνα από την ανατολική, την «κανονική» είσοδο, ιδίως αν τύχει και είναι βράδυ, γιατί κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε με κάποια στραβή προπέλλα ή, το χειρότερο, με κάποιο πόδι ή άξονα στο γύψο!
Καθώς εισχωρούσαμε στην καλά προστατευμένη μαρίνα, αναζητώντας έναν ελεύθερο χώρο αγκυροβολίου, μας υποδέχτηκε στα δεξιά μας το Πατερόνησο. Το ένα από τα μικρά νησιά που σχηματίζουν ένα φυσικό λιμενοβραχίονα και προστατεύουν τη μαρίνα απ’ την Όστρια και τους «συγγενείς» της, τον Γαρμπή και τον Σορόκο. Με τον πέτρινο φράχτη στην κορυφογραμμή του νησιού να θυμίζει καράβι που ταξιδεύει στη στεριά, αφιερωμένο σε έναν από τους πολλούς πλοιοκτήτες των Οινουσσών. Ανθρώπινη ματαιοδοξία; Δεν ξέρω, αλλά αυτή την εντύπωση σχημάτισα στις Οινούσσες μετρώντας τους αδριάντες, τις πλατείες, τα μνημεία, το Ναυτικό μουσείο, τα ονόματα των δρόμων!
Δέσαμε ανάμεσα σε δύο Αιγνουσιώτικες βάρκες και βγάλαμε από πάνω μας τις νιτσεράδες. Επόμενη κίνηση, τι άλλο; Παγωμένη μπύρα και μεζές. Ό,τι υπήρχε δηλαδή στο ψυγείο. Τυρί, ψωμί, ντομάτες, σαλάμι, και για επιδόρπιο μερικά σοκολατάκια που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Γιατί η φτώχεια θέλει καλοπέραση, είπαμε κι’ οι δυο μ’ ένα στόμα, και δεν ήταν καθόλου ειρωνικό ή σαρκαστικό το σχόλιο αυτό.
Τρώγοντας και πίνοντας, απλώσαμε το βλέμμα στον οικισμό, που ονομάζεται Μανδράκι, σφιχταγκαλιάζει τη μαρίνα και σκαρφαλώνει στις γύρω πλαγιές. Αφού ξεγελάσαμε το στομάχι μας κι’ έφυγε η αλμύρα απ’ το στόμα, ο Μπάμπης σκέπασε τη "Μπουμπού" του και ξάπλωσε ο ίδιος στην πλωριά «κρεββατοκάμαρα», ενώ εγώ έβαλα παραμάσχαλα τη φωτογραφική και πήρα τους δρόμους σε αναζήτηση θεμάτων. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πάταγα το πόδι μου εδώ, όμως πάντοτε υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψει κανείς. Την τελευταία φορά οι Οινούσσες έπεσαν στη ρότα μας καθώς αποπλέοντας απ’ τον Άγιο Κων/νο, περάσαμε απ’τη Στενή Βάλα στον Άη Στράτη, τη Λήμνο, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Λέσβο, τη Χίο κι’ από κει στην Ικαρία, την Αστυπάλαια και την Κάσο. Για να ακολουθήσει στο τελείωμα των διακοπών μια ακόμη αλησμόνητη Αιγαίου ανάβαση μέχρι την Ανάβυσσο, μέσω Σαντορίνης και δυτικών Κυκλάδων. Όμορφες και αξέχαστες περιπλανήσεις και εμπειρίες...
Μικρό σύμπλεγμα νησιών οι Οινούσσες, που πήραν το όνομά τους απ’ το μεγάλο νησί, το οποίο ήταν γνωστό από την αρχαιότητα για τα κρασιά του. Από αυτό άλλωστε το προϊόν πήραν οι Οινούσσες το όνομά τους. Με έκταση 14 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το κυρίως νησί κατοικήθηκε περί τα μέσα του 17ου αιώνα από βοσκούς που ήρθαν απ’ τα Καρδάμυλλα της Χίου. Νωρίτερα έπεσε διαδοχικώς στα χέρια των Γενοβέζων, των Τούρκων, των Βενετών και των Σαρακηνών πειρατών. Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Οινουσσιώτες στρέφονται προς τη θάλασσα και με την πάροδο των χρόνων καταφέρνουν να αναδείξουν το μικρό νησί τους σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί δρόμοι, πλατείες, αγάλματα και μνημεία φέρουν τα ονόματα γνωστών εφοπλιστικών οικογενειών της Οινούσσας, όπως του Λεμού, του Πατέρα και του Λιβανού.
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών του μεγάλου, σε σύγκριση με το μέγεθος του νησιού, οικισμού, προβάλλεται στις πολυτελείς εφοπλιστικές επαύλεις και τα διώροφα καπετανόσπιτα που απλώνονται στους γύρω καταπράσινους λόφους. Δεν λείπουν όμως τα ερειπωμένα κτίρια με τα παράθυρα, τις πόρτες και τις οροφές να χάσκουν και να μαρτυρούν μέρες δόξας και χλιδής.
Εντύπωση προκαλεί η προσεγμένη και καλά προστατευμένη απ’ τους καιρούς μαρίνα, με την εκπληκτική ράμπα για την καθέλκυση και ανέλκυση σκαφών. Ανάλογη δεν θα βρει αν ψάξει κανείς σ’ ολόκληρη την Αττική! Πρατήριο καυσίμων υπάρχει σε απόσταση δύο περίπου χιλομέτρων απ’ τη μαρίνα, μολονότι μπορεί να προμηθευτεί κανείς καύσιμα ευκολότερα, αν προσεγγίσει στο μικρό αλιευτικό καταφύγιο της Πούντας, μια γκαζιά δρόμο ανατολικώς της μαρίνας. Το πρατήριο βρίσκεται ακριβώς απέναντι, στο βάθος του μικρού όρμου.
Είναι ξεχωριστή εμπειρία η αναρρίχηση μέχρι την κορυφογραμμή του λόφου πάνω απ’ τον οικισμό και το αγνάντεμα από κει της θάλασσας και του οικισμού, με τις κόκκικες κεραμοσκεπές να ξετυλίγονται μέχρι εκεί που σκάει το κύμα. Το περπάτημα στη συνέχεια στο περιμετρικό δρομάκι που κυκλώνει τα σπίτια του οικισμού και διασχίζει το πευκοδάσος, είναι η ολοκλήρωση μιας βόλτας που θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό για πάντα.
Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Οινουσσών αποτελείται, κυρίως, απ’ το μεγάλο νησί, που οι ντόπιοι το αποκαλούν Αιγνούσα (προφανώς από το αρχαίο όνομα της λυγαριάς «άγνος», που αφθονεί στο νησί), και τα μικρονήσια Παναγιά, Γαϊδουρόνησο, Βάτο, Ποντικόνησο, Αρχοντόνησο, Πασάς, Άγιος Παντελεήμων, Πατερόνησο και Πρασονήσια. Το σύμπλεγμα των μικρών αυτών νησιών εκτείνεται ανατολικά, σαν μια φυσική προέκταση, θα έλεγε κανείς, της Χίου προς την απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας, με την οποία φαίνεται πως στο μακρινό παρελθόν ήταν ενωμένη.
Το 1954 άρχισε να λειτουργεί στο Μανδράκι το πρώτο Ελληνικό Ναυτικό Γυμνάσιο, ενώ το 1965 ιδρύεται και Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 στο νησί ζουν 2.500 περίπου κάτοικοι. Ο πληθυσμός όμως έκτοτε συνεχώς συρρικνώνεται και ακολουθεί τη φθίνουσα πορεία των υπολοίπων μικρών νησιών του Αιγαίου, εξ αιτίας, κυρίως, της Κρατικής αδιαφορίας και της έλλειψης νησιωτικής πολιτικής. Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 600.
Στο νησί υπάρχει πρόβλημα ύδρευσης, το οποίο αντιμετωπιζόταν παλαιότερα με πηγάδια και στέρνες συλλογής βρόχινου νερού, ενώ σήμερα υπάρχει λιμνοδεξαμενή και είναι σε εξέλιξη η κατασκευή εργοστασίου αφαλάτωσης. Ένα κατ’ εξοχήν ναυτικό νησί με την παράδοση της Αιγνούσσας δεν θα μπορούσε να μην έχει μουσείο, και μάλιστα ναυτικό. Στεγάζεται στο κέντρο του οικισμού πάνω στον παραλιακό δρόμο, σε οίκημα που προσέφερε η οικογένεια Παντελή Λεμού, και έχει σαν εκθέματα μινιατούρες πλοίων των Ναπολεόντειων χρόνων, που κατασκεύασαν Γάλλοι αιχμάλωτοι στις φυλακές της Αγγλίας, συλλογή από όπλα ταξιδιωτών και πολεμικά από τις μάχες του 18ου και 19ου αιώνα, πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν Αιγνουσσιώτικα καράβια και συλλογή από μοντέλλα πλοίων από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα.
Στο βορειοδυτικό τμήμα της Αιγνούσας, απέναντι απ’ τις ακτές της Χίου, λειτουργεί το γυναικείο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Κτίστηκε από την οικογένεια Πανάγου και Κατίγκως Πατέρα, εγκαινιάστηκε στις 10 Αυγούστου του 1965 και γιορτάζει στις 25 Μαρτίου και στις 15 Αυγούστου. Οι μοναχές ασχολούνται με την αγιογραφία, το κέντημα και το πλέξιμο. Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές από τις αγιογραφίες του ναού έχουν φιλοτεχνηθεί από τον αγιογράφο Φώτη Κόντογλου.
Πρέπει πάντως να κάνετε τον περίπλου του νησιού με σκάφος. Θα ανακαλύψετε απόμερα λιμανάκια και όρμους και θα κολυμπήσετε σε όμορφες παραλίες. Μπορείτε να επιλέξετε ανάμεσα σ’ αυτές που έχουν άμμο ή βότσαλο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι ακρογιαλιές Ζέπαγα, Κάστρο, Φάρκερο, Μπιλάλη και Χατζηαλή. Η περιπλάνηση στα μικρονήσια που απαρτίζουν το σύμπλεγμα των Οινουσσών είναι κάτι που επίσης πρέπει να επιχειρήσετε προτού αφήσετε πίσω σας την όμορφη αυτή γωνιά του Αιγαίου.
Αυτό που μας εντυπωσίασε πάντως στις Οινούσσες ήταν ότι ο κόσμος που κυκλοφορούσε στους δρόμους του μοναδικού οικισμού κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν ελάχιστος. Το σούρουπο όμως η κατάσταση άλλαξε άρδην! Οικογένειες με παιδιά, κυρίως αλλοδαπών μεταναστών, βολτάριζαν πάνω κάτω στην παραλία και έδιναν μια ξεχωριστή νότα. Είναι γνωστό ότι οι Αιγνουσιώτες δεν στηρίχτηκαν μέχρι τώρα στον τουρισμό για να τα βγάλουν πέρα. Όπως είναι επίσης οφθαλμοφανής η προσπάθεια που καταβάλλουν τα τελευταία χρόνια για να ανακάμψουν σ’ αυτόν τον τομέα και να συμπληρώσουν έτσι τις απώλειες εισοδήματος που έφερε μαζί της η παγκόσμια οικονομική κρίση και στη ναυτιλία.
Παρ’ όλο τον φόβο μήπως... χαλάσει το προξενειό, βγήκαμε φεύγοντας απ’ την ανατολική είσοδο της μαρίνας και αποχαιρετήσαμε το χάλκινο άγαλμα της Αιγνουσιώτισας γοργόνας που στέκεται εκεί, στη μέση της θάλασσας, φορώντας στέμμα στα μαλλιά και κρατώντας ένα ιστιοφόρο στο χέρι. Καθοριστικός Συμβολισμός για το νησί αυτό της ναυτιλίας, των καπετανέων και των καραβοκύρηδων.