Του Νίκου Γ. Μαστροπαύλου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Ιουνίου 2014.
Διασχίζουμε την Ελλάδα με κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά: από το Πωγώνι της Ηπείρου ως την Κάσο στην αγκαλιά του Καρπάθιου πελάγους, με ενδιάμεσες στάσεις στην ενδοχώρα, στα νησιά και στα παράλιαΠάνω στη διαγώνιο του ελληνικού καλοκαιριού.
Η ουσία βρίσκεται στις άκρες. Και αυτή, η πιο μακριά γραμμή πάνω στο σώμα της ελληνικής επικράτειας, που ξεκινά από το Πωγώνι, διατρέχει σαν ερωτικό σκίρτημα τη ραχοκοκαλιά της, την Πίνδο, και βγαίνει στον Σαρωνικό, τις Κυκλάδες, την έρημο του Νότιου Αιγαίου μετά την Ανάφη και φτάνει μέχρι την απόμερη Κάσο, συνδέει δύο εντελώς διαφορετικά άκρα, δύο αισθαντικές όψεις του ελληνικού καλοκαιριού. Γιατί το καλοκαίρι πάει και στα βουνά. Εξάλλου, τα βουνά είναι το τέλος ή η αρχή - όπως θέλει να το δει κανείς - της θάλασσας. «Τα θεμέλιά μου στα βουνά (...) Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω» λέει στο «Αξιον εστί» ο Ελύτης, ο ποιητής που μας εισήγαγε όσο κανείς άλλος στον χώρο του Αιγαίου.
Πανηγύρι με βαρύ πωγωνίσιο.
Ψηλά, όμως, πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, το λένε αλλιώς. Αφουγκράσου το τραγούδι τους. Δεν είναι παραπονεμένα λόγια, αλλά αισθαντικά: «Γλυκοχαράζουν τα βουνά και οι όμορφες κοιμούνται / τα παλικάρια τα καλά στα ξένα τυραννιούνται»... Ο βαρύς πωγωνίσιος ηχεί διαφορετικά το μεσοκαλόκαιρο στα ψηλά βουνά. Δες τα κλώσματα του χορού πώς αλλάζουν τον Δεκαπενταύγουστο. Στην πλατεία της Καστάνιανης, στο πανηγύρι, δεν κοιμούνται οι όμορφες καθώς γλυκοχαράζουν τα βουνά και δεν τυραννιούνται στα ξένα τα παλικάρια τα καλά.
Χορεύουν, χαμογελούν και συνωμοτούν για το καλό της ζωής. Είναι μια ιεροτελεστία αναβάπτισης στους παλμούς της πωγωνίσιας ρίζας. Πάντα επιστρέφουν για τις διακοπές τους εδώ, ακριβώς για να μη διακόψουν το νήμα της ζωής τους. Και είναι αυτό ένα μυστήριο του καλοκαιριού, σε κάθε σημείο της διαγωνίου, από όπου περνά, σε στεριές ή θάλασσες.
Το παράπονο του κλαρίνου ηχεί παντού στις πλατείες των χωριών. Ολη η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πανηγύρι τούτη την ακριβή ημέρα. Είναι αυτό που λεν οι «Χαΐνηδες» στην άλλη άκρη της διαγωνίου του ελληνικού καλοκαιριού, που ξεκινά από εδώ: «Θε μου, πόσο παράξενοι είν' οι δικοί μας τόποι / θλιμμένα τα τραγούδια μας και γελαστοί οι ανθρώποι». Είναι παντοδύναμοι οι τόποι που στην ατμόσφαιρά τους πλανώνται σε όμοιες αναλογίες η ομορφιά και ο καημός, η χαρά και το παράπονο. Δεν είναι αφημένοι στη μοίρα τους. Εκείνοι την κτίζουν περίτεχνα, όπως ήξεραν να κάνουν πάντα για τα τοξωτά γεφύρια, τα καλντερίμια, τις βρύσες, τα σπίτια τους. Από ενδημική πέτρα, σκληρή και ανθεκτική σαν σίδερο, θραύσμα των ψηλών βουνών. Ετσι μοιάζουν και οι άνθρωποι, ψηφίδες του μωσαϊκού των ψηλών βουνών.
Πώς γίνεται αυτό το σκληρό τοπίο να αποπνέει τόση ευαισθησία; Και αυτή η πέτρινη αψίδα στο Θεογέφυρο της Ζίτσας λες και γεφυρώνει τη σκληράδα με την ηρεμία. Τώρα αρχίζει να ηρεμεί και το ποτάμι που περνά από κάτω της. Ολον τον χειμώνα χτυπούσαν δυνατά οι φλέβες του νερού που έστελνε η καρδιά των βουνών. Τώρα είναι μια ήρεμη, δροσερή νότα, από τα πιο ωραία θερινά τοπία που μπορεί να συναντήσεις στη μεγάλη στεριά. Ολα χρωματισμένα από την ευαισθησία του λόρδου Βύρωνα - έχουμε ανάγκη τον ρομαντισμό του - που τραγουδούσε σιγανά στο «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ»:
«Ω Ζίτσα, από τον σύδεντρο και φουντωτό σου λόφο
χαριτωμένο και ιερό προβάλλει μοναστήρι.
Εκείθε όπου κι αν ρίξουμε το βλέμμα, επάνω, κάτω,
τριγύρω μας, τι χρώματα κάθε λογής, τι τόποι
με θέλγητρα μαγευτικά ξανοίγονται μπροστά μας!
Βράχοι, ποτάμια και βουνά και δάση, απ' όλα πλήθος,
και ένας γαλάζιος ουρανός δίνει αρμονία σ' όλα».
Ο Αχέροντας του επάνω κόσμου.
Τα γεφύρια πάνω από τα ποτάμια μάς κρατούν δεμένους με τη διαδρομή μας, που τώρα περνάει πάνω από το τρίτοξο γεφύρι του Καλουτά για να καταλήξει στη Μονή Βυσικού για το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Ο Αχέροντας ήταν πάλι ένα άλλο, συμβολικό, γεφύρι που συνέδεε τον Επάνω με τον Κάτω Κόσμο. Τώρα, όμως, είναι ένα σύμβολο του καλοκαιριού στη στεριά, εδώ στις Πηγές του, στη Γλυκή της Θεσπρωτίας. Τα πόδια σου μουδιάζουν γλυκά από το κρύο νερό που αναβλύζει από τη Σπηλιά του Στοιχειού.
Το κρυστάλλινο, υδάτινο μονοπάτι οδηγεί όλο και πιο βαθιά στην ομορφιά. Κατάφυτες ορθοπλαγιές κατεβαίνουν ως τα άσπρα χαλίκια και συνεχώς στενεύει το πέρασμα που αφήνουν στο ποτάμι να περάσει. Στα πιο στενά σημεία ορθώνονται γκρίζοι βράχοι, με ελάχιστη βλάστηση, που κρύβουν τον ήλιο ακόμη και το μεσημέρι. Αυτό το τοπίο έπεισε ίσως τους αρχαίους να τοποθετήσουν εδώ τις πύλες του Αδη. Λάθος τους. Αν και το τοπίο είναι τόσο επιβλητικό, σε καμία περίπτωση δεν πείθει τον σημερινό επισκέπτη ότι μπορεί να αποτελεί είσοδο στον κόσμο του ερέβους και της λύπης. Μάλλον της χαράς, που προσωποποιείται στα τρία κορίτσια που «καλπάζουν» ενθουσιασμένα σηκώνοντας ένα ολόκληρο σύννεφο δροσοσταλίδες η καθεμία, που την περιβάλλει σαν φωτοστέφανο. Και μετά ακούγεται ο καλπασμός των αλόγων που τρέχουν στην κοίτη και τον αισθάνεσαι καθώς περνούν από κοντά σου και σε ραίνουν με μυριάδες μόρια του ποταμού.
Οσο προχωρείς, τόσο απολαμβάνεις τα νερά που αναβλύζουν από παντού, από κάθε σημείο των βράχων, σαν σιντριβάνια, τα φωτεινά γαλάζια χρώματα του νερού στα πιο βαθιά σημεία και όλες τις διαβαθμίσεις του πράσινου στις όχθες του φαραγγιού, ως το σημείο, το μοναδικό, όπου πρέπει να μπεις ως τον λαιμό στο νερό, για να συνεχίσεις ως το γεφύρι του Ντάλα. Εκεί οι Πηγές του Αχέροντα διασταυρώνονται με τη Σκάλα της Τζαβέλαινας, που ως τώρα παρακολουθούσε τον ρου του ποταμού από λίγο πιο ψηλά, που ανηφορίζει για το πολύ ατμοσφαιρικό για χίλιους λόγους Σούλι και τα βουνά του.
Της Τριχωνίδας το πέλαγος.
Ποιος είπε ότι η Στερεά δεν έχει πέλαγος, μια «θάλασσα» πλατιά στην αγκαλιά των βουνών; Ετσι έλεγαν παλιά την Τριχωνίδα, Πέλαγος. «Πάει στο Πέλαγος» έλεγαν. Το ίδιο κάνεις και εσύ. Κάθεσαι στην όχθη, στο Ντουγρί, και βλέπεις τους σκιέρ να αυλακώνουν δυναμικά τον απέραντο καθρέφτη. Εσύ, όμως, αράζεις στα τραπεζάκια πάνω στο γρασίδι, κάτω από τα πλατάνια, και απολαμβάνεις τσίπουρο με τηγανητή αθερίνα που, άγνωστο πώς, μετακόμισε από τη θάλασσα στη λίμνη και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γεύσης της. Κολυμπά σε γλυκό νερό μόνο εδώ και σε μια άλλη λίμνη στη Γαλλία. Συνήθιζαν εδώ να αλευρώνουν αυτά τα μικρά ψαράκια με δικό τους αλεύρι από τους νερόμυλους, να τα περνούν δέκα δέκα στο ριγανόξυλο και να τα τηγανίζουν έτσι, μια αρμαθιά. Στη Μυρτιά είναι αραγμένο το θαλασσινό τρεχαντήρι με το οποίο ψαρεύουν με πυροφάνι και δίχτυ την αθερίνα. Και είναι αυτή μία από τις ξεχωριστές εικόνες της λίμνης, το λιόγερμα μέσα από το χρυσαφί «παράθυρο» των αιωνόβιων πλατανιών ή το βράδυ με τις φωτεινές χαρακιές του πυροφανιού να λικνίζονται στα ήρεμα νερά. Πρόγευση Αιγαίου.
Ο Ερως της Υδρας.
Δεν βιαζόμαστε να βγούμε στο Αιγαίο πέλαγος, αλλά η πέτρινη Υδρα, σκαλοπάτι στον Σαρωνικό, είναι η θαλασσινή ηχώ των ορέων και πάνω στις πλαγιές της είναι χαραγμένα με πλακόστρωτα σκαλοπάτια τα ίχνη των ηπειρωτών γητευτών των σκληρών υλικών. Το πιο ψηλό βουνό της το λένε Ερως και φυσικά σε ελκύει να ανέβεις όσο πιο ψηλά μπορείς σε αυτό. Και, όπως συμβαίνει πάντα με τον έρωτα, όσο ανεβαίνεις, τόσο γεμίζουν τα μάτια σου εικόνες, χρώματα και αρώματα. Και εδώ, όσο ανεβαίνεις προς το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, λίγο πιο κάτω από την ψηλότερη κορυφή του νησιού, οι εικόνες της πολιτείας - άνθος της πέτρας και αυτή - μέσα στη μικρή αγκαλιά των βράχων, με τη θάλασσα να μοιάζει με αυλή της, είναι θεαματικές.
Αλλά και από κοντά, ο λαβύρινθος των σοκακιών και των σκαλοπατιών σε μαγεύει. Ολα, μα όλα, οδηγούν στην απόλαυση της Υδρας. Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας χρωμάτισε στους πίνακές του τα μυστήρια του νησιού των καραβοκύρηδων. Τίποτε δεν έχει προκαλέσει τους ζωγράφους περισσότερο από τα αρχοντικά σπίτια, τις εκκλησιές, τα καμπαναριά, τις μάντρες, τα καλντερίμια της Υδρας που βγάζουν σε χαραμάδες θέας του λιμανιού με τις αραγμένες ψαρόβαρκες.
Αλλά αυτό που κυριολεκτικά σε συναρπάζει είναι το υδάτινο μονοπάτι που χαράζουν και αφήνουν πίσω τους σαν μίτο της Αριάδνης τα κάθε λογής σκάφη που πηγαινοέρχονται ή εισβάλλουν στο απίθανο σκηνικό της Υδρας. Μπαίνουν δυναμικά στη ζωή σου στο νησί, ιδιαιτέρως όταν διατρέχεις το δομημένο ή φυσικό μέτωπό του την ώρα του ηλιοβασιλέματος, από τα Κανόνια μέχρι το Καμίνι, το λιμανάκι που, κατά τον εραστή του ζωγράφο Χρίστο Καρά, μεταφέρει στους μοντέρνους καιρούς μας την ατμόσφαιρα της παλιάς Υδρας. Του νησιού που πέρασε μπροστά από τα μάτια της Σοφίας Λόρεν και των έκπληκτων θεατών της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι».
Πορεία σε Κλήμα Μήλου.
Πλεούμενα πηγαινοέρχονταν εδώ ήδη από τη Μεσολιθική εποχή, κάπου δέκα χιλιάδες χρόνια πριν. Οι κάτοικοι του σπηλαίου Φράγχθι της Ερμιονίδας ανοίγονταν στην ανοιχτή θάλασσα για να πιάσουν μεγάλα, πελαγίσια ψάρια ή να προμηθευτούν τον μαύρο «χρυσό» της εποχής, τις πέτρες του οψιανού της Μήλου, για να φτιάξουν κοφτερά τέχνεργα. Αυτό το ιδιαίτερο σώμα του νησιού καθόρισε και τη φυσιογνωμία του. Οι πρώτοι πρωταγωνιστές των γαλάζιων ιστοριών του Αιγαίου έμπαιναν θριαμβευτικά στον κόλπο του Αδάμαντα για να αράξουν μπροστά στα Νύχια, ένα από τα δύο ορυχεία οψιανού στη Μήλο. Οπως μπαίνουν και σήμερα οι ταξιδιώτες με τα σύγχρονα, γρήγορα καράβια, τα άτια του μέλανος πόντου. Αφήνουν τις Αρκούδες, των βράχων τα αγάλματα, που λάξευσαν στην πέτρα η αρμύρα και ο αγέρας, και περνούν μπροστά από το Κλήμα, την πιο ωραία ζωγραφιά της Μήλου.
Το Κλήμα είναι ένα τσαλίμι της γης που είχε το προνόμιο να κρατήσει στην αγκαλιά της την Αφροδίτη της Μήλου, την πιο όμορφη γυναίκα που περπάτησε πάνω στον πλανήτη, αλλά και τις κατακόμβες, και τα γλυπτά του Παπάφραγκα και τη θερμή αμμουδιά στο Παλαιοχώρι, την καλύτερη για πολλούς παραλία του νησιού. Το κύμα χτυπά τις πολύχρωμες πόρτες των υπόσκαφων σπιτιών στο Κλήμα. Δεν ήταν πάντα θερινές κατοικίες όπως είναι τώρα, νεώρια. Τα έσκαψαν στο μαλακό σώμα της Μήλου για να ασφαλίζουν μέσα τις βάρκες τους. Αυτή η μέγιστη οικειότητα με τη θάλασσα τα κάνει τόσο γοητευτικά. Και βεβαίως τα χρώματα των θυρών τους, κόκκινο, θαλασσί, κίτρινο, πράσινο, παλέτα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου. Η πιο πολύχρωμη εντύπωση από τη Μήλο.
Σαντορίνη, αέναη έκρηξη.
Στην παγκόσμια πασαρέλα των νησιών του κόσμου, τις εντυπώσεις κερδίζει πάντα η Σαντορίνη. Θυμάμαι πάντα έναν αλχημιστή των χρωμάτων, τον Αλέκο Φασιανό, να λέει ότι οι άνθρωποι της εποχής του χαλκού που ζούσαν στο Ακρωτήρι, πρέπει να ήταν πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που ξυπνούσαν αντικρίζοντας τις υπέροχες τοιχογραφίες που γέμιζαν τους τοίχους των σπιτιών τους - οι Κροκοσυλλέκτριες, τα Παγκράτια, η Γυμνόστηθη Γυναίκα, η Νεαρή Ιέρεια, ο Ψαράς, οι παραστάσεις κοντά στη Δεξαμενή Καθαρμών. Οντως, αυτή η συγκλονιστική Καλντέρα είναι μια απέραντη δεξαμενή καθαρμών της ματιάς σου. Δεν υπάρχει παρόμοιο τοπίο πάνω στη Γη. Και όπως συμβαίνει και με τα παντοδύναμα έργα τέχνης, συγκλονίζουν τον καθένα που θα σταθεί απέναντί τους, για τους δικούς του, ιδιαίτερους, λόγους. Κοιτάζεις σιωπηλός και όλο σου το είναι, η ιδεολογία σου, οι αξίες σου, ο πολιτισμός σου, βγαίνουν από μέσα σου και προβάλλονται πάνω τους. Φαντάσου τώρα να πλανάται στον γαλάζιο αιθέρα πάνω από την Καλντέρα η ενέργεια χιλιάδων ανθρώπων που στέκονται εκστατικοί απέναντί της. Αέναη έκρηξη ηφαιστείου...
Ολες οι αισθήσεις είναι τεταμένες καθώς βαδίζεις επάνω στο σώμα της Θήρας. Στο συγκλονιστικό μονοπάτι που διατρέχει το «φρύδι» της Καλντέρας - Φηρά, Φηροστεφάνι, Ημεροβίγλι, Οία - απολαμβάνεις την εικόνα της. Κάθετη γη κομμένη με μαχαίρι στο χρώμα του σιδήρου μέχρι κάτω τον μπλάβο από τα μεγάλα βάθη πόντο, και πάνω τους κρεμασμένα σαν τάματα κρουαζιερόπλοια, καμπυλόγραμμα κτίσματα που ισορροπούν στο χείλος της αβύσσου, δοξαστικά καμπαναριά και τρούλοι εκκλησιών. Το ρεύμα πηγαίνει προς την άκρη της Οίας, απέναντι στον ήλιο που πάει να βασιλέψει. Η γεύση, όμως, και η ευωδιά της Σαντορίνης πλανώνται και αποπλανούν στην πίσω μεριά της Καλντέρας, στην ηφαιστειακή γη των αμπελιών, του κρασιού, των χωραφιών με τη φάβα, τη συμπυκνωμένη ουσία της ντομάτας σε έναν μικροσκοπικό καρπό, τις λευκές μελιτζάνες. Α, και τα παγκράτια, τα κρινάκια της άμμου, που συνθέτουν ολόκληρα λιβάδια στην παραλία του Κολούμπου. Ισως από εκεί να τα αντέγραψε και ο ζωγράφος του Ακρωτηρίου που φιλοτέχνησε αυτή τη σύνθεση.
Τα μονοπάτια των ταξιδιών.
Από την Εξω Γωνιά βλέπεις την Ανάφη να αναδύεται απέναντι, το όριο των νήσων γύρω από τη Δήλο και την πύλη της ερήμου του Νότιου Αιγαίου. Είχα την ευτυχία να ακούω τον σεβαστό καθηγητή Χρήστο Ντούμα να λέει: «Για πολλές από τις κατακτήσεις του ανθρώπινου μυαλού, τις οποίες πολλούς αιώνες αργότερα συστηματοποίησαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι της Ιωνίας, οι αρχές πρέπει να αναζητηθούν στους πρώιμους ναυτικούς, στους νησιώτες». Οι άνθρωποι των νησιών μοιάζουν σαν κοχύλια κολλημένα στα βουνά. Είναι, όμως, πάντα έτοιμοι να φύγουν αλλά και να επιστρέψουν. Οπως και οι άνθρωποι των βουνών. Εξάλλου, και τα νησιά κορυφές ποντισμένων βουνών είναι. Να, ο Κάλαμος στην άκρη της Ανάφης είναι η άγρια κορυφή ενός βουνού. Είναι το ψηλότερο μονόπετρο της Μεσογείου μετά τον βράχο του Γιβραλτάρ. Ανεφάνη με θεϊκή εντολή του Απόλλωνα μέσα από το τρικυμισμένο πέλαγος για να βρουν λιμάνι οι Αργοναύτες που κινδύνευαν. Και σώθηκαν και πήρε από αυτό το ανέφαμα το όνομά της η Ανάφη. Και πάντα σε αυτά τα ιερά κορυφής λάτρευαν κάποιον θεό, παλιά τον Αναφαίο Απόλλωνα, τώρα την Παναγία του Καλάμου. Στη χάρη της, τον Δεκαπενταύγουστο, ξενυχτούν και πανηγυρίζουν εκεί ψηλά στο παλιό εκκλησάκι της, σαν μοναχικός αιγαιόγλαρος, μέχρι να ανατείλει ο ήλιος από τα βάθη της μεγαλύτερης ερήμου του Αιγαίου.
Μετά τον Κάλαμο δεν αναφαίνεται τίποτε. Μόνο η ερημιά και η πελαγίσια σιωπή. Τώρα είναι η στιγμή να βρεθείς ενώπιος ενωπίω με τη θάλασσα. Αυτό το αισθαντικό τετ α τετ είναι αυστηρώς προσωπικό και δεν αφήνει πίσω του κανένα ίχνος, εκτός από το αφρισμένο αυλάκι της πρύμνης του «Πρέβελης» της ΑΝΕΚ Lines, του μοναδικού που κάνει αυτή τη γραμμή. Τη στενή επαφή με το πέλαγος διακόπτουν μόνο δύο σημάδια στεριάς, δύο ερημονήσια, τα Διβούνια και η Χαμηλή. Αυτοί οι ερημίτες είναι η άκρη του πολύνησου της Κάσου, στο οποίο ανήκουν και τα Αρμάθια, που σε προϋπαντούν στο κατοικημένο σύμπαν του πολύ ιδιαίτερου Καρπάθιου πελάγους, στην πιο αυθεντική γωνιά του Αιγαίου.
Μια Αρμαθιά ιστορίες.
Τα Αρμάθια είναι το χαϊδεμένο νησί του μελτεμιού, του μπονέντη όπως λένε εδώ τον καλό θερινό άνεμο που κίνησε τα μινωικά καράβια προς τα εδώ, προς ανατολάς. Το νησί τώρα είναι ακατοίκητο, αλλά κάποτε κίνησε και αυτό με τον τρόπο του έναν ολόκληρο εμπορικό στόλο, ίσα και με 100 ιστιοφόρα, που διέθετε η Κάσος. Τα καράβια φόρτωναν γύψο από τα ορυχεία που λειτουργούσαν εδώ και τον πουλούσαν στην Οδησσό, εξασφαλίζοντας έτσι έναν ανέξοδο πλου προς αναζήτηση ναύλου. Ξημεροβραδιάζονταν εδώ οι εργάτες των ορυχείων, τα πληρώματα των καραβιών και των σφουγγαράδικων καϊκιών από την Κάλυμνο, οι ξωμάχοι που είχαν εδώ τα χωράφια και τους στάβλους τους. Ισως όλα αυτά να μην είχαν καμιά σημασία για τον επισκέπτη, αν η αύρα τους δεν πλανιόταν πάνω από αυτόν τον παράδεισο της μοναξιάς, της ηρεμίας, του καθαρού θαλασσί, της άμμου και του καταιγιστικού φωτός. Οι δύο αμμουδιές του, τα εκτεταμένα Μάρμαρα και το μικρότερο Καραβοστάσι, είναι από τις ωραιότερες που μπορεί να λουστεί ο περιηγητής στη μεγάλη θάλασσα των πολιτισμών. Ερχεται από το μεγάλο νησί με το ωραίο σκάφος «Πριγκίπισσα της Κάσου».
Πανηγύρι στην Αγονη Γραμμή.
Εδώ η πορεία είναι πάνω στο τόξο της λύρας. «Τ' άστρα δεν βασιλεύουνε, μα η μέρα τα σκεπάζει / ποιος έχει πόνο στην καρδιά και δεν αναστενάζει» τραγούδησε κάποια στιγμή ο γερο-Σάββας. Κι εδώ ο πόνος είναι πάλι της ξενιτιάς, αφού οι Κασιώτες μεγαλώνουν απέναντι στη γραμμή του ορίζοντα με ανοιχτή την πρόσκληση των ταξιδιών. Αυτοί έρχονται και ξαναέρχονται εδώ για να πάρουν την ευλογία της μικρής πατρίδας για να φύγουν ξανά. Στο μεταξύ, επισημοποιούν τελετουργικά το ετήσιο προσκύνημά τους στο πανηγύρι της Πέρα Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο.
Τα πανηγύρια και οι γάμοι στην Κάσο είναι ό,τι πιο αυθεντικό μπορεί να ζήσει κανείς στη συλλογική ζωή μιας παραδοσιακής ομάδας περίκλειστης από τη θάλασσα. Τρώνε όλοι μαζί, οι ιθαγενείς και οι ελάχιστοι ξένοι επισκέπτες, αυτά που μαγειρεύουν μόνον άνδρες στα ξύλα σε μεγάλα καζάνια, που τυροκομούν οι βοσκοί και επίσης σερβίρουν άνδρες που φορούν άσπρες ποδιές. Oμως τα φημισμένα μικροσκοπικά ντολμαδάκια τα τυλίγουν, ειδικά στο πολυάνθρωπο πανηγύρι της Παναγίας, δεκάδες γυναίκες αποβραδίς. Τα ντολμαδάκια είναι ένα από τα τέσσερα μέρη του παραδοσιακού πιάτου των δημόσιων συμποσίων. Τα άλλα είναι το επίσης φημισμένο κασιώτικο πιλάφι με την κανέλα, που είναι αξιοθέατο και όταν το μαγειρεύουν, το κρέας ρολό ή κοκκινιστό και οι τηγανητές πατάτες με χοντρό θαλασσινό αλάτι από τα Αρμάθια. Μετά γλεντούν, συνομιλούν με μαντινάδες που συντείνουν στο υψηλότερο σημείο του κεφιού και χορεύουν αέρινη σούστα και αισθαντικό ζερβό χορό.
Τα γλέντια ξεσπούν συχνά στο θερινό μέτωπο στο Φρυ, από το πολύ γραφικό λιμανάκι της Μπούκας όπου αρχίζουν και τελειώνουν οι ημέρες και οι νύχτες του καλοκαιριού, μέχρι το παλιό λιμάνι του Εμπορειού, όπου υπάρχει η μοναδική μικρή παραλία μέσα στον οικισμό. Εκεί συχνά το μεσημεριανό φαγητό μετά το μπάνιο καταλήγει σε γλέντι και καθώς ο ήλιος χρωματίζει τα νησιά απέναντι, τη Μακρά, τα Αρμάθια, τη Λύτρα, οι γλεντιστές με το αλάτι του Καρπάθιου ακόμη πάνω τους, φέρνουν στο τραπέζι και άλλους καημούς εκτός από εκείνον της ξενιτιάς: «Μπαρμπούνι μου της θάλασσας κι ολόχρυσό μου ψάρι / αφού εγώ σε αγαπώ, ποιος άλλος θα σε πάρει;». Ερχονται κι αυτοί που πήγαν στην ωραία παραλία της Χελάτρου στον Νότο ή στα δύο μοναστήρια, τον Αγιο Μάμα και τον Αϊ-Γιώργη, τον χαϊδεμένο άγιο των Κασιωτών, ή έκαναν βόλτα στα ατμοσφαιρικά σοκάκια της Αγίας Μαρίνας, και το γλέντι στο τέρμα της Αγονης Γραμμής καλά κρατεί...