Μέρος τέταρτο. Το πέρασμα από την Σαρδηνία στις Βαλεαρίδες και το Γιβραλτάρ.
Ξημέρωνε, κι’ εγώ ένοιωσα βαρύς καθώς ξύπνησα και στριφογύρισα μέσα στον υπνόσακκο. Ήμουν μάλλον απρόθυμος να σηκωθώ αμέσως. Το βάρος που ένοιωθα το εντόπιζα στο κεφάλι μου, αλλά δεν πονούσα. Ήταν ο μάλλινος σκούφος, που ζύγιζε ήδη πάνω από ένα κιλό, καθώς ήταν ποτισμένος μέχρι την τελευταία του ίνα από την βραδυνή υγρασία! Κάθισα οκλαδόν, και ενώ έστιβα το μάλλινο σκουφί να φύγει το νερό, έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω μου. Η βάρκα ήταν στη θέση της, το ίδιο και η άκρη του σχοινιού που είχα δέσει στο πόδι μου! Η παραλία εκτεινόταν σε μεγάλη απόσταση, δεξιά και αριστερά μας, και πίσω διακρίνονταν οι εγκαταστάσεις κάποιου ξενοδοχειακού συγκροτήματος. «Άντε μάγκες», ακούστηκε η βραχνή φωνή του Τάσου. «Σηκωθείτε να του δίνουμε, γιατί έχουμε πολύ δρόμο ακόμη»...
Τα συρτάρια ενός παλιού και "χαμένου" αρχείου που έπρεπε κάποτε να ανοίξουν...
Η ζωή μας είναι ένα μαυρόασπρο παζλ. Ένα παζλ που αποτελείται από χιλιάδες λευκούς και μαύρους μικρούς κύβους, χιλιάδες όμορφες και άσχημες ή δυσάρεστες στιγμές και εμπειρίες. Κάποιες απ' αυτές σημαδεύουν το μυαλό και την ψυχή μας με ανεξίτηλα χρώματα. Και αν οι υπηρεσίες που μας προσφέρουν οι όμορφες στιγμές είναι η ψυχική υγεία, η ευεξία του σώματος και οι ευτυχισμένες αναδρομές του μυαλού στο παρελθόν, οι άσχημες στιγμές μας πονούν, μας απογοητεύουν, ενίοτε μας εξοργίζουν, αλλά και μας δίνουν πολύτιμα μαθήματα για το μέλλον...
Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Φωτογραφίες : Αρχείο Zodiac.
Ο Pierre Debroutelle υπήρξε μηχανικός της "Zodiac" και απόμαχος πιλότος, με πείρα κυρίως στα αερόστατα. Κάποια καρδιακά όμως προβλήματα τον ανάγκασαν, από κάποια στιγμή και μετά, να καθηλωθεί στο έδαφος. Η "Zodiac", που ιδρύθηκε το 1896, ειδικευόταν στην κατασκευή υπερελαφρών αεροσκαφών και αερόστατων. Η ιδέα για την κατασκευή της πρώτης φουσκωτής βάρκας ρίχνεται το 1934. Απώτερος σκοπός η μεταφορά εκρηκτικών υλών και πολεμοφοδίων από τις παραλίες στα υδροπλάνα, μεταφορά που γινόταν μέχρι τότε με τις μεταλλικές βάρκες εκείνης της εποχής και εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους. Η πρόταση υποβάλλεται από ένα Γάλλο αξιωματικό του στρατού στον Debroutelle και εκείνος αποδέχεται την πρόκληση.
Ο κ. Κωνσταντίνος Καραμάνης έριξε στο "γραμματοκιβώτιο" του "Rib and Sea" την ακόλουθη επιστολή :
Καλημέρα Ιωσήφ.
Θα ήθελα να σε συγχαρώ για τις "Αναμνήσεις" σου! Εκπληκτική εμπειρία η γνωριμία με τη θάλασσα, πέρα από φρου-φρου κι' αρώματα! Αυτά τα χρονογραφήματα μου αρέσουν πάρα πολύ! Ψάχνω εδώ και καιρό να βρω στα Αγγλικά το βιβλίο Heretique του Alain Bombard (είναι αυτός με τα φουσκωτά, που τα έχει τώρα η Zodiac).
Προβληματίζεται και σχολιάζει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Μας μιλούν, δεν ακούμε. Μιλάμε, δεν μας ακούν. Φωνές που χάνονται σε μια Βαβέλ που εκπέμπει παράφωνα. Ένας κόσμος που μοιάζει να τρέχει πίσω από χίμμαιρες. Ένας κόσμος που αδιαφορεί για τους συνταξιδιώτες του σ' αυτόν τον πλανήτη, σ' αυτή τη ζωή. Και μολύνει την ατμόσφαιρα, αδιαφορώντας για τον αφανισμό της γης που τον φιλοξενεί. Και ρυπαίνει την θάλασσα, αδιαφορώντας αν ο θάνατός της θα σημάνει και το δικό του τέλος. Και αδιαφορεί για το δάκρυ της φάλαινας, που χάνεται, καθώς είναι ανήμπορη να κατανοήσει την παράξενη αυτή "υπεροχή" του ανθρώπου και την επιλογή του να καταστρέφει και να αυτοκαταστρέφεται...
Μέρος τρίτο. Το πέρασμα από την Σικελία στη Σαρδηνία.
Αφήσαμε πίσω μας το στενό της Μεσσήνας και ακολουθήσαμε την ακτογραμμή της βόρειας Σικελίας, έχοντας ένα φρέσκο γραιγολεβάντε να σπρώχνει την πρύμνη μας. Θέλαμε να μικρύνουμε το άνοιγμα που μας χώριζε από το νότιο άκρο της Σαρδηνίας, που ήταν και ο επόμενος σταθμός μας. Έτσι αποφασίσαμε να πιάσουμε για λίγο στο Παλέρμο, ώστε και οι ακτές της Σαρδηνίας να «έρθουν» πιο κοντά, και να μην είμαστε συνεχώς στο όριο με τα καύσιμα.
Μέρος δεύτερο. Ο απόπλους και το ταξίδι μέχρι την Σικελία.
Την Κυριακή 15 Ιουνίου του 1986, ο Τάσος και ο Σίμος έριξαν το "Ολύμπικ" στο Καλαμάκι και, προτού φθάσουν στο προκαθορισμένο σημείο απόπλου, πέρασαν από την άκρη του λιμενοβραχίονα της μαρίνας Ζέας για να πάρουν και μένα, αφού μέχρι τότε κατοικούσα στον Πειραιά. Στη Ζέα περίμεναν οι φίλοι και συγγενείς μας, ένα τηλεοπτικό συνεργείο, ο Δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Παπασπύρου, ο δημοσιογράφος Κωστής Χαιρόπουλος, σαν συνεργάτης του περιοδικού «Εικόνες», οι Μιχάλης Γκιόλμαν και Τάσος Καραγεώργης, σαν δύο από τους χορηγούς του εγχειρήματος, και βέβαια σύσσωμη η «Ολύμπικ», με τους Μίλτο Βρεττό, Γιάννη Παπαπαναγιώτου, Μπάμπη Μπουζάκη, τους αείμνηστους Γιάννη Παππά και Παναγιώτη Πουλόπουλο, και τον Παύλο Καρρά, σημερινό κατασκευαστή των φουσκωτών σκαφών "Evripus". Ήταν όλοι επιβάτες ή χειριστές σε συμβατικά φουσκωτά σκάφη της «Ολύμπικ».
Ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος σκαλίζει το παρελθόν...
Μέρος πρώτο. Η προετοιμασία.
Σωτήριο έτος 1986. Διένυα τότε το 34ο έτος της ηλικίας μου και γιόρταζα την είσοδό μου στο χώρο των «μεγάλων» r.i.b.’s της εποχής εκείνης, έχοντας μόλις αποκτήσει τo 4.95 της "Olympic Hellas"! Είχε ήδη ανατείλλει η δεύτερη δεκαετία, από τότε που είχα μπει στον μαγικό κόσμο των φουσκωτών με ένα Avon 3.20, που μου είχαν στείλει πακέτο απ' την Αγγλία. Τριάντα χιλιάδες δραχμές μου είχε στοιχίσει ο πρώτος έρωτας, μαζί με τα ταχυδρομικά και τα έξοδα τελωνείου. «Jumpy» είχα ονομάσει εκείνη την εγγλέζικη «σαμπρέλλα», για ευνόητους λόγους. Μ’ εκείνο το «σκατό» έμαθα ακόμη και θαλάσσιο σκι, αφού η 20άρα πορτοκαλλί «Archimides» (Volvo Penta) με έβγαζε έξω απ' το νερό σε αξιοπρεπή χρόνο και με ταχύτητα αρκετή για να κρατηθώ και να μείνω πλαναρισμένος πάνω στα πέδιλα του σκι. Ακολούθησε το 3.80 και το 4.40 της "Olympic Hellas", με την αξέχαστη 35άρα Tohatsu το πρώτο, και την 40άρα Evinrude το δεύτερο. Και τα δύο εκείνα φουσκωτά σκάφη ήταν βεβαίως συμβατικά. Δεν είχε κάνει ακόμη βλέπετε την εμφάνισή της η «σκληρή γάστρα» στην αγορά.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός παλιού βιβλίου της γέφυρας...
Ήταν κάπου γύρω στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν παρέλαβα απ' το ταχυδρομείο αμπαλαρισμένο το πρώτο μου φουσκωτό. Ένα γκρι συμβατικό Avon 3,20 με ξύλινο διαιρούμενο πάτωμα και κόκκινο ενσωματωμένο σκέπασμα πλώρης. Μου το είχαν στείλει απ' την Αγγλία, καθώς δεν υπήρχε αντιπρόσωπος στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Τριάντα χιλιάδες δραχμές θυμάμαι πλήρωσα τότε, μαζί με τα έξοδα αποστολής. Προβληματίστηκα πολύ πάντως μέχρι να του βρω κατάλληλο όνομα για τα "βαφτίσια". Το ονόμασα, τελικώς "Jumpy", επηρεασμένος από τον τρόπο που έπλεε καθώς χοροπηδούσε πάνω στα κύματα.