Αφιερωμένο στον φίλο και αδελφό μου, Ιπτάμενο Ανθυποσμηναγό ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟ, ο οποίος πέταξε για τη γειτονιά των αγγέλων στις 29 Ιουνίου του 1982, αλλά παραμένει (και θα παραμείνει) αθάνατος στο μυαλό και στην ψυχή μου.
Αγαπητέ κ. διευθυντά.
Μπορεί σαν σήμερα το 1874, να δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καιροί" το περίφημο άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τίτλο "Τις πταίει;". Μπορεί, σαν σήμερα, το 1946 να δημοσιεύτηκε στον "Ριζοσπάστη" κύριο άρθρο του τότε ηγέτη του ΚΚΕ με τίτλο "Τραβάμε για εμφύλιο πόλεμο". Μπορεί, σαν σήμερα, το 1949 η Νότιος Αφρική να επέβαλε το "Απαρτχάϊντ’". Μπορεί, σαν σήμερα, το 1958 η Βραζιλία να κατέκτησε το 6ο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου. Μπορεί, σαν σήμερα, το 1979 η Ελληνική Βουλή να επικύρωσε την ένταξή μας στην ΕΟΚ. Μπορεί, σαν σήμερα, το 1981 η κυρία Σαρρή να έλαβε το πρώτο βραβείο λογοτεχνίας, αλλά εγώ, σαν σήμερα, θα προσπαθήσω, με τις περιορισμένες μου γνώσεις και μέσα από ένα κείμενο, να τιμήσω τη μνήμη του αδελφού και φίλου μου ανθυποσμηναγού Γεράσιμου Γερολυμάτου.
Σαν σήμερα λοιπόν, τo καλοκαίρι του 1976, μόλις έχω ξεφορτώσει από την πλάτη μου το εξατάξιο, έχω περάσει την κεντρική πύλη στο πανεπιστήμιο, έχω παρα τρίχα γλυτώσει την αναρρόφηση από το μεθύσι που έκανα για να "γλεντήσω" την "επιτυχία" μου, και αποφασίζω, από κοινού με τον αδελφικό μου φίλο Γεράσιμο, να υποδυθούμε τους επαναστάτες – ροβινσώνες, δηλαδή να διαρρήξουμε τον της οικογενειακής διαβιώσεως και ασφαλείας, ομφάλιο λώρο.
Ως νεαροί και, ασυναγώνιστα, γαλαντόμοι, γεμίζουμε τίγκα από ένα τετράγωνο σακκίδιο με διάφορες και διαφορετικές κονσέρβες, χωριάτικα παξιμάδια, μπισκότα Παπαδοπούλου, παγούρια με αχλωρίωτο νεράκι της ούλεν και νεοφερμένα προφυλακτικά απ’ τον Μπακάκο, αγοράζουμε από το Μοναστηράκι υπνόσακκους μεταχειρισμένους Αμερικάνικους και μία τρισάθλια χακί στρατιωτική σκηνή εκστρατείας δύο ατόμων, προσθέτουμε πολύγωνους φακούς "τσέπης", πολλά από τα εμπορικά προϊόντα του πετυχημένου πειράματος με τους νεκρούς βατράχους του Cont di Volta, μπακιρένια μπρίκια, καθαρά σώβρακα, χαβανέζικα μαγιό, μεξικάνικα ψάθινα σομπρέρο και τα ψαροντούφεκά μας, αφήνουμε γένεια που έμοιαζαν σαν σκορπισμένη διαδήλωση, και μια και δυο, κινάμε να πάμε, με χίπικο οτοστόπ, για το Λεωνίδιο.
Μας μαζεύει αμέσως μια άδεια νταλίκα, μετά άλλη, περπατάμε κι' όλας τραγουδώντας μεγαλοφώνως το τότε αναρχικό "παραπούτσι" και το βραδάκι φτάνουμε νότια από τα Πούλιθρα σε μια ερημική παραλία γυμνιστών, νομίζοντας ότι εκτός από ατρόμητοι άντρες, μεγάλοι επαναστάτες και τρανοί ψαροντουφεκάδες, θα αποδεικνύαμε και τις ερωτικές μας ικανότητες δια ζώσης, στις ζωγραφισμένες στο μυαλό μας εικόνες των γυμνών κοριτσιών των περασμένων καλοκαιριών που θα έπαιρναν σάρκα και οστά, οι οποίες όπως μας βεβαίωναν οι ορμόνες μας θα μας την έπεφταν δύο – δύο, εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα και τις δεκαπέντε ημερολογιακές ημέρες τις οποίες είχαμε στην μοιρακίζουσα διάθεσή μας.
Όταν λοιπόν προσεγγίσαμε την καθαρή - τότε - παραλία και αρχίσαμε τις ετοιμασίες εγκατάστασης, αφ' ενός διαπιστώσαμε ότι ξεχάσαμε τα πασαλάκια και τους ορθοστάτες από την σκηνή μας, αλλά και αφ' ετέρου το ότι ο ένας από τους δύο υπνόσακκους βρωμούσε σαν κάλτσα Τούρκου αιχμαλώτου, τόσο, που απλά ήταν αδύνατον για κάποιον άνθρωπο ο οποίος πλενόταν, αραιά και πού έστω, να κοιμηθεί μέσα σ' αυτόν. Αφού ρίξαμε κάμποσα καλά μπινελίκια, αποφασίσαμε να μην "μασήσουμε" και να κοιμηθούμε με βάρδιες στον άλλο υπνόσακκο, ο οποίος μύριζε και αυτός, πλην όμως, υποφερτά.
Καταβροχθίσαμε τον εξαιρετικότατο Αργεντίνικο γκοτζίλα κορνμπίφ, συνοδεία παπαριασμένου παξιμαδιού, ήπιαμε μισό Triple Sec λικέρ πορτοκάλι, που είχε βουτήξει ο φίλος μου από τη μάνα του, μετρήσαμε τ' άστρα, τσακωθήκαμε για το ποιος ήταν ο πολικός αστέρας στο καθάριο στερέωμα, κάναμε από έναν άσσο άφιλτρο (εθελούσια τυλιγμένοι στους άσπρους κύκλους του καπνού) και παίξαμε πέτρα – ψαλίδι – χαρτί για να καθορίσουμε τις βάρδιες ξύπνιου. Μού' πεσε βέβαια το Γερμανικό νούμερο, αλλά χαιρόμουν την ελευθερία μου τόσο πολύ, που δεν νύσταζα καθόλου και έτσι δεν πτοήθηκα από την ανικανότητά μου να κερδίσω σ' αυτό το κωλοπαίχνιδο, όσες φορές και να το έπαιξα στην ζωή μου.
Μετά από αλλεπάλληλους διαγωνισμούς υπαιθρίων ουρήσεων, στους οποίους νικούσε όποιος τα ρευστά φυσικά απόβλητά του έφταναν μακρύτερα, κρυώσαμε ελαφρά και θυμηθήκαμε τον Αριστοφάνη στις Νεφέλες με "την λίθον την καλήν την διαφανή, αφ’ ής το πύρ άπτουσιν". Την μπουμπουνίσαμε λοιπόν, με τον κλασσικό τρόπο, και αφήνοντάς την να σιγοκαίει, ο εκκολαπτόμενος αετός κούρνιασε στον υπνόσακκο (εγώ μετέτρεψα σε καπότα ένα υφασμάτινο στρώμα για τη θάλασσα που είχαμε απαλλοτριώσει από την θεία μου) και κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου αυτός και του αδίκου παραλιοφύλακα εγώ, πέντε λεπτά περίπου μετά την έναρξη της βάρδιας μου…
Είχαμε - δεν είχαμε - δει το πρώτο όνειρο θερινής νυκτός, διανθισμένο με τις γυμνές ξανθομαλλούσες δίμετρες και, προικισμένες από τον Δημιουργό τους, Σκανδιναβές, οι οποίες θα μας ερωτεύονταν την επαύριον, όταν άρχισε να ψιχαλίζει πυκνά. Στην αρχή, νομίσαμε ότι ήταν τα κατατονικά δάκρυα του κροταφικού τους νεύρου από την υπεροψία μας έναντι τους, αλλά γρήγορα καταλάβαμε το τοπικό φαινόμενο, διότι άρχισε να φυσάει θρασομανώντας ο Νοτιάς της περιοχής, σκορπίζοντας τα υπάρχοντα και τα όνειρά μας. Κακοίν κακώς και αγουροξυπνημένοι, μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και καταφύγαμε κάτω από μία πεντάμετρη ξύλινη βάρκα, η οποία ζούσε στην έρημη παραλία (αφού καταφέραμε να την τουμπάρουμε) με το περιπαιχτικό για εμάς όνομα "καλοκαιρία".
Με τα πολλά ο Θεός απέσυρε τον τιμωρητικό Του χάρακα, βοήθησε να μην παγώσει στα 18 χρόνια η ορμή μας, αποφασίζοντας και διατάσσοντας να ξημερώσει η μέρα, ενώ επέτρεψε στον ήλιο να σκαρφαλώσει στον απέναντι λόφο απλώνοντας σεντόνια από το σκληρό φως της αυγής, φοβίζοντας τα - άδεια πια - σύννεφα και ζεσταίνοντας την ψυχή του ανέμου.
Ξεμυτίσαμε αργά από το βαρκοκαβούκι μας, πιασμένοι, άγρυπνοι και παγωμένοι, άγριοκοιτώντας συχνά ο ένας τον άλλο. Φτιάξαμε καφέ, στο "γκαζάκι" οινοπνεύματος που είχαμε μαζί μας, και η μυρωδιά του, συντροφιά με τη νεότητά μας, την απαλή ομορφιά της θάλασσας και την καθαρότητα του τοπίου, μας γαλήνεψε.
"Του πάμε κόντρα"; είπα, ανέλπιστα πρώτος, στον φίλο μου με τον τσαμπουκά που με διέκρινε τότε. "Του πάμε", μου απήντησε εκείνος, αμέσως και χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό. Αφού ανέσυρε ο ένας τον άλλον από το πηγάδι της προσωρινής μας ατυχίας, φάγαμε από μία μυρουδάτη και ζουμερή ντομάτα, γευτήκαμε ακόμη και τα κατακάθια του καφέ, ορμώμενοι από την πυθαγορείων προδιαγραφών νεανική μας βουλιμία, φορέσαμε τα μαγιό μας, αρματώσαμε τα ψαροντούφεκα και αναποδογυρίσαμε την ξένη βάρκα, για να προσεγγίσουμε με άνεση μια μικρή ξέρα της περιοχής, να κάνουμε μια προθέρμανση δηλαδή στα σώματά μας, έως ότου έρθουν τα πούλμαν με τις ακόρεστες, για αχαλίνωτο έρωτα, Σουηδέζες. Παίξαμε, για το τυπικόν, πέτρα - ψαλίδι - χαρτί, και μετά από 15 λεπτά κουπί, άραξα τη βάρκα κοντά στην ξέρα.
Συμφωνήσαμε να μείνει ο ένας πάνω της και να βουτάμε με τη σειρά (έτσι νομίζαμε τότε ότι ήταν το σωστό για λόγους ασφαλείας), χάνω όπως πάντα την πρωτιά στο ηλίθιο αυτό παιχνίδι και βουτάει ο φίλος μου, με σκοπό να εξασφαλίσουμε και το μεσημεριανό μας γεύμα, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Εγώ, αραχτός μέσα στη βάρκα, έπαιζα κρυφτό με τον ήλιο και παραφύλαγα για τις ορδές των γυναικών που θα έφταναν ανυπερθέτως και οσονούπω. Κάθε λίγο έβγαινε ο κολλητός μου για αναπνοή (τότε την κράταγε για δυόμισυ ολόκληρα λεπτά) χαιρετιόμαστε και ξαναβούταγε.
Μετά από κάμποσες επαναλήψεις, και ενώ είχα αρχίσει να βαριέμαι το άσκοπο παιχνίδι και την ατέλειωτη αναμονή, συνειδητοποιώ ότι έχει περάσει αρκετή ώρα και δεν έχει βγει στην επιφάνεια. Ενώ με σφίγγει η στενή ζώνη της ανησυχίας, κοιτάω προσεκτικά γύρω-γύρω. Τίποτα. Περνάνε καμμιά δεκαριά λεπτά ακόμη. Πουθενά. Αρχίζω να ανησυχώ πολύ, μα πολύ σοβαρά. Κάτι έπαθε, σιγουρεύω τον εαυτό μου. Και τώρα, τι πρέπει να κάνω; Να βουτήξω; Να πάω για βοήθεια; Να περιμένω; Τρελλάθηκα. Θα βουτήξω, αποφασίζω μεγαλόφωνα για να κάμψω το συναίσθημα της αυτοπροστασίας μου. Τη στιγμή που φοράω τα ραφ βατραχοπέδιλα και φτύνω το γυαλί της οβάλ μάσκας, βλέπω να περνάει κάτω από τη βάρκα, με μεγάλη ταχύτητα και μεγαλοπρέπεια, μια βαρειά σκιά. Χέστηκα πάνω μου! Σκέπτομαι και υποπτεύομαι βουβά. Αυτό ήταν! Καρχαρίας! Τον έχει φάει ζωντανό, του άρεσε το κρέας και έρχεται για μένα!
Φορτίζω αμέσως το ψαροντούφεκο, βγάζω το κοφτερό μαχαίρι μου από την ερασιτεχνικά χειροποίητη θήκη, το σταθεροποιώ με τα δόντια και, ξεχνώντας τη διστομία του, κόβω ελαφρά την γλώσσα μου. Φτύνω μηχανικά το αίμα μου στη θάλασσα και αποφασίζω τρέμοντας, κλαίγοντας και πονώντας, να επιστρέψω με τη βάρκα στην ακτή, με σκοπό να ζητήσω βοήθεια από το λιμεναρχείο στο Λεωνίδιο.
Δεκαπέντε λεπτά γήϊνου χρόνου διέθεσα για να φτάσω την ξέρα, δύο λεπτά του συμπαντικού, για να προσεγγίσω την ακτή. Πενήντα περίπου μέτρα από τον άμμο, σπάει ο δεξιός σκαρμός της βάρκας και αχνοσκέφτομαι να κολυμπήσω. Πού όμως, που νόμιζα ότι ο καρχαρίας ρευόταν τον Γεράσιμο και ακόνιζε δόντια για τον επόμενο, έχοντας πάρει και τη γεύση από το αίμα του. Κωπηλατώ με το ένα κουπί, πότε από τη μία και πότε από την άλλη, και μόλις η βάρκα φρακάρει καλά εκεί που σκάει το κύμα, πραγματοποιώ απερίσκεπτο ρεσάλτο και με την ορμητική αυτή εφόρμηση το δεξί μου πόδι προσγειώνεται σε ένα κομμάτι γυαλί από μπύρα, το οποίο ο ίδιος ο Μέρφυ - αυτοπροσώπως - τοποθέτησε στο σημείο εκείνο. Το αθώο, κατά τα άλλα, γυαλί, μπαίνει βαθειά στο γυμνό πέλμα και η εγκατάστασή του εκεί μου δημιουργεί οξύ και αφόρητο πόνο. Συγχρόνως, λυγίζει το άλλο πόδι, το αλώβητο, παραπατάω και παθαίνω διάστρεμμα.
Βρίσκομαι λοιπόν ξαπλωμένος στη ζεστή παραλία, με το μυαλό μου καρφωμένο σε εικόνες του τεράστιου, άγριου, λευκού καρχαρία να ξεσκίζει τον κολλητό μου φίλο, μέσα στα αίματα από τη γλώσσα και από το ένα πόδι και με απόλυτη αδυναμία να κινήσω το άλλο. Αρχίζω να ψελλίζω βοήθεια και, ω του θαύματος, βλέπω μέσα από τους άμμους και τα αίματα που είχα γεμίσει, έναν μάλλον αρσενικό γυμνιστή και μία σίγουρα θηλυκή γυμνίστρια, αλλά και έναν μικρόσωμο, κουασιμόδικο σκύλλο αμφιβόλου φύλλου και ηλικίας, να με προσεγγίζουν τρέχοντας. Με φτάνουν, προσπαθώ να τους εξηγήσω το πρόβλημα του φίλου μου, μη δίνοντας καμία σημασία στο ζώο, το οποίο εκτόνωσε την φυσική του ανάγκη στο πόδι μου, αλλά στο ότι αυτοί δεν καταλαβαίνουν γρι. Αγωνιούσα, πονούσα και συνάμα φανταζόμουν τον Μέρφυ να ξεκαρδίζεται, ορίζοντας να με βοηθήσει το μοναδικό - ίσως - ζευγάρι Δανών γυμνιστών, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ντιπ Αγγλικά.
Με τα πολλά, υποβασταζόμενος από τους δύο, καταφέρνω να μπω στην καρότσα του νοικιασμένου pony που διέθεταν και να τους κατευθύνω με νοήματα και κραυγές προς την Πλάκα (επίνειον του Λεωνιδίου). Τα αίματα - αίματα, το άκαρδο γυαλί φωλιασμένο στο πόδι μου, το άλλο πόδι πτώμα σεσηπόν και τυμπανιαίον, η γλώσσα άσχημα κομμένη, οι τύψεις που δεν βοήθησα τον φίλο μου και η απελπισία για την τύχη του, διέταζαν περιοδικά το σώμα μου να τρέμει, σαν να είχα κλονικούς σπασμούς. Σταματούν οι Δανοί το νοικιάρικο Citroen έξω από τον λιμενικό υποσταθμό, φωνάζω με όση δύναμη μού είχε απομείνει το όργανο υπηρεσίας και του εξηγώ την κατάσταση σε άπταιστα κοπτογλωσσικά. Καβαλάει αυτός μια τριτάχυτη υπηρεσιακή φλορέττα και κατευθύνεται οπλισμένος και πλαγιολισθαίνοντας συνεχώς, σαν τον Θανασάκη τον Χούντρα, προς την διαολοπαραλία, ενώ δίπλα μου είχαν συναγελαστεί σουσουδίζοντας καμμιά σαρανταριά νοματαίοι, άλλοι από περιέργεια και άλλοι από ενδιαφέρον. Μεταξύ τους και μία νεαρή φερτή γιατρός, η οποία με ξαπλώνει αποφασιστικά στο ράντζο εκστρατείας του λιμενικού, μου αφαιρεί επαγγελματικά το ήδη πολλαπλασιασμένο δια της θραύσεως γυαλί, με τσιμπιδάκι από τα ξανθά της μαλλιά, μου σταματά την ακατάσχετη αιμορραγία, απολυμαίνοντας τα τραύματα με φτηνό ουίσκυ, δίνοντάς μου ταυτόχρονα ισχυρό παυσίπονο με τα turquoise λάγνα μάτια της
Πόση ώρα πέρασε για όλα αυτά, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως να βλέπω τον λιμενικό να επιστρέφει τροπαιούχος και αλλαλάζων, με τον φίλο μου ιππαστί στη σκουριασμένη σχάρα της πορτοκαλί φλορέττας. Θυμάμαι καλά τις χοντρές βλαστήμιες που του έλεγα, κλαίγοντας. Θυμάμαι καλύτερα τα μπινελίκια που άκουσα από τον πατέρα μου, όταν ήρθε στο χωριό από την Αθήνα σε χρόνο dt, μόλις τον ειδοποίησαν οι βαθυνούστατοι παρατρεχάμενοι, οβελίζοντας και παραφουσκώνοντας κατά την προσφιλή τους συνήθεια (παλιά τους τέχνη κόσκινο) τις περιπέτειες του μοναχογιού και κανακάρη του. Θυμάμαι, κάλλιστα, ότι έκανα να περπατήσω κανονικά ένα μήνα και να ξαναμπώ στη θάλασσα περίπου ένα χρόνο. Το ψαροντούφεκο το έχω ακόμη στο χωριό και όσες φορές κι' αν το δω, συγκινούμαι.
Τον φίλο δεν τον έχω, δυστυχώς! Αφού σώθηκε από τον ανύπαρκτο καρχαρία (απλά ξεκουραζόταν στην άλλη μεριά της ξέρας ), αποφάσισε να εγκαταλείψει, αργά, το οπλισμένο Α-7 μαχητικό του, το οποίο παρουσίασε σοβαρή βλάβη πάνω από την Κρήτη. Αφού εξάντλησε όλες τις πιθανότητες να διασώσει το πανάκριβο υλικό, το οποίο του είχε εμπιστευτεί η Πατρίδα, προσγειώνοντας το, το εγκατέλειψε πάνω από τη θάλασσα για να μην κινδυνεύσουν πολίτες. Ένα δέκατο πέμπτο του δευτερολέπτου αργότερα, κτυπούσε το κεφάλι του στην καλύπτρα (λόγω του ύψους του).
Τώρα, θα διαβάζει αυτά που γράφω και θα γελάει η ψυχή του με τον πρώτο μου θαλάσσιο πανικό και την απόλυτη επιβεβαίωση των νόμων του Μέρφυ, στην αλληλλουχία των γεγονότων τα οποία ακολούθησαν. Το παρακάτω, Βυζαντινής προελεύσεως, ποίημα, είναι αφιερωμένο στον αξέχαστο εκείνο φίλο μου, τον Ιπτάμενο Ανθυποσμηναγό Γεράσιμο Γερολυμάτο.
"Σπίτι δεν τονε σκέπαζε, σπήλιο δεν τονε χώρει, τα όρη διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκι’ αμαδολόγαγε και ριζιμιά ξεκούνειε. Στο βίτσιμά ’πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο κόσμος, κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάση, πως θα σκεπάση τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο;"
Συντετριμμένα, ο περίεργος και διαστροφικός αναγνώστης σας.
ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
ΑΝΘΥΠΟΣΜΗΝΑΓΟΣ
Γεννήθηκε το 1958 στον Πειραιά. Τον Σεπτέμβριο του 1976 εισήλθε στη Σχολή Ικάρων (52α σειρά) και αποφοίτησε τον Μάιο του 1980 με τον βαθμό του Ανθυποσμηναγού. Σκοτώθηκε στις 29 Ιουνίου 1982 στην περιοχή Μαραθίου Κόλπου Σούδας Κρήτης, συνεπεία πτώσεως του αεροσκάφους Α-7Η της 345 Μοίρας Βομβαρδισμού της 115 Πτέρυγας Μάχης στο οποίο επέβαινε κατά την διάρκεια διατεταγμένης αποστολής.
Ένα σύντομο σχόλιο από τον εκδότη του "Rib and Sea".
Αγαπητέ "διαστροφικέ" και "περίεργε" αναγνώστη μου,
Θέλω να σου πω ότι δεν ήθελα να διακόψω, αρχικώς, την τρυφερή "συνομιλία" σου με τον ανθυποσμηναγό φίλο σου, όπως κάνω ενίοτε με τις υπόλοιπες "διαστροφικές" και "περίεργες" επιστολές σου. Όμως, τώρα, νομίζω ότι θα γράψω κάτι, γιατί η πίεση που νοιώθω είναι αφόρητη και πρέπει με κάποιο τρόπο να διαφύγει από την βαλβίδα ανακούφισης του μυαλού και της ψυχής μου.
Για να είμαι ειλικρινής, προχθές είχα προλάβει να διαβάσω ένα μικρό μόνο τμήμα του κειμένου που μου έστειλες, γι' αυτό και σήμερα, που εκπλήρωσα τη στοιχειώδη "υποχρέωση" να το διαβάσω ολόκληρο, ώστε να επέμβω, αν χρειαστεί, ορθογραφικώς, με κατέλαβε ένας ακατάσχετος κλαυσίγελως. Δεν έχω πολλά να πω. Είναι, ίσως, ο καλύτερος "επικήδειος" που έχω διαβάσει ποτέ. Αν και δεν θεωρείται επικήδειος λόγος αυτός, αλλά "επιμνημόσυνος", για να είμαι πιο ακριβής...
Κατάφερες να συνδέσεις, με τον καλύτερο ίσως τρόπο, τον θάνατο με τη ζωή, αποδεικνύοντας και τεκμηριώνοντας πως αυτά τα δύο πάνε μαζί, χέρι χέρι. Αν και δεν χρειάζεται να το πω, είμαι βέβαιος ότι θα κουβαλάς πάντοτε, στο μυαλό και στην ψυχή σου, σαν πολύτιμη παρακαταθήκη, τη μορφή του ανθυποσμηναγού φίλου σου και όλα όσα ζήσατε μαζί. Αυτή είναι η ευχή και η "κατάρα" των ανθρώπων που βίωσαν κάποτε την περίεργη σχέση Ζωής, Φιλίας και Θανάτου...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος
Ένας διαστροφικός και περίεργος
δημοσιογράφος και εκδότης.