Γράφει ο Γιώργος Βαξεβανίδης.
Ήταν μια φωτογραφία του Ιωσήφ Παπαδόπουλου που ξύπνησε τις μνήμες. Κι' αυτές γύρισαν λίγα χρόνια πίσω. Τότε που το «Ιεράπετρα» έκανε την άγονη γραμμή.
Περασμένα μεσάνυχτα στο σαλόνι του πλοίου. Κουτσοπίναμε με το γέρο ποντοπόρο καπετάνιο, που απόσωσε τα χρόνια της θάλασσας και γύριζε, απόμαχος πια, στο νησί του, την Κάσο. Κι' ήρθε ο λόγος στην επιλογή του για το δύσκολο επάγγελμα του ναυτικού. «Εκείνα τα χρόνια, λέει, σαν τέλειωνες το γυμνάσιο, οι επιλογές στο νησί μας ήταν λίγες. Στα χωράφια ή στη θάλασσα. Διάλεξα τη θάλασσα. Ήμουν βλέπεις παιδί και μέσα μου ζούσαν μνήμες από τις ιστορίες των παλιών θαλασσινών για ταξίδια μακρινά, για χώρες εξωτικές, για περιπέτειες.
Η αρχή, όπως και να το κάνεις, ήταν δύσκολη. Μακριά από το σπίτι, από τους δικούς μου. Μου' λειπε η γειτονιά μου, οι φίλοι μου. Και μια μικρούλα που αναστάτωνε τα φυλλοκάρδια μου…Πολλές φορές μετάνιωσα. Ώσπου έγιναν γειτονιά μου οι γειτονιές του κόσμου. Πάνω στη γέφυρα, κάποιες νύχτες, κολλημένος για ώρες στην πυξίδα, ταξίδευε η ψυχή μου. Πότε στο νησί μου και πότε σ’ ένα καμπαρέ, που αγκαλιά με μια κονσοματρίς, έλεγα μέσα μου πως είναι η παιδιάστικη αγάπη μου.
Έπειτα οι αναμνήσεις από νησί μου έγιναν αχνές και οι καινούργιες εμπειρίες έδιωξαν τις μνήμες στα τρίσβαθα του υποσυνείδητου. Η ζωή στο καράβι έγινε συνήθεια. Τρία χρόνια στο πέλαγος κι' ούτε σκέψη για να ξεμπαρκάρω. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για τους ναυτικούς και το δρεπάνι της ανεργίας απειλητικό πάνω από τα κεφάλια μας. Κάποτε τα πράγματα γίνανε καλλίτερα. Είχα συμπληρώσει θαλάσσια υπηρεσία κι' είπα να δώσω εξετάσεις για να προχωρήσω.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Τρίτος κι' έπειτα Δεύτερος καπετάνιος. Σαν πήρα το δίπλωμα του Πρώτου και πλοιαρχία, η θέση έφερε την απομόνωση. Πώς να το κάνεις; Δεν κυβερνιούνται τα πλοία αν ο καπετάνιος παίζει καρπαζιές με το πλήρωμα. Όλος ο κόσμος έγινε έτσι για μένα η στενόχωρη καμπίνα μου. Έγινα ο κοσμοκαλόγερος της καμπίνας. Ρουτίνα οι βάρδιες κι' ατέλειωτη η θάλασσα. Θαρρείς κι' η καρδιά άλλαξε ρυθμούς και χτυπούσε κι' αυτή στον ρυθμό της μηχανής. Άλλαξε ακόμη κι' η γλώσσα. Πνίγηκε ανάμεσα στο βίρα και το μάϊνα, στο μπουλμέ και στο γκαραντί, στον ντεϊμάνη και το βατσιμάνη. Κι' ατέλειωτη η μοναξιά.
Στις μεγάλες γιορτές έπιανε ‘κείνος ο παραμάγειρας την λύρα κι' έπαιζε με πάθος και γινόταν το καράβι το νησάκι μου, που ταξίδευε στα πέλαγα ενός άλλου κόσμου. Και ξυπνούσαν οι μνήμες από τις ιστορίες των παλιών γι’ αυτή την πέτρινη κουκίδα του χάρτη που ‘κρυβε τις ρίζες μου. Ξεχνούσα τότε τις ευθύνες της θάλασσας και ξαναγινόμουν το παιδί της νοσταλγίας».
Ξεροκατάπιε για μια στιγμή και σώπασε. Έδειχνε να τον πνίγει η φουρτούνα της συγκίνησης και να μη μπορεί να μιλήσει. Έπειτα, ήπιε μια γουλιά τσικουδιά και συνέχισε. «Ζήσαμε, βλέπεις, μιαν άλλου είδους προσφυγιά. Μας έσπρωξε η ζωή στη θάλασσα, μακριά από τις φαμίλιες μας κι έκανε πατρίδα μας τα λιμάνια του κόσμου… Αλλά δεν κατάφερε να νικήσει τη νοσταλγία. Δεν μπόρεσε να σβήσει το όνειρο του γυρισμού σ’ αυτό το νησάκι. Σ’ αυτό τον αγιασμένο τόπο. Εκεί γυρίζω κι εκεί θα κλείσω τα μάτια» είπε, κι άναψε τσιγάρο για να κρύψει ένα κόμπο που του ‘δενε το λαιμό...