Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Γλάρος Γκρέκους Μαρκαδόρους.

Γράφει ο Ανδρέας Φουράκης.

Θάλασσα, θάλασσα.
Σημαδεμένη η ζωή μου όλη από εσένα, θάλασσα γαλάζια, θάλασσα πράσινη, θάλασσα μαύρη.
Θάλασσα γλυκιά, ξελογιάστρα, αφρισμένη, άγρια, περήφανη, απρόβλεπτη.
Θάλασσα του κινδύνου, της περιπέτειας, της απεραντωσύνης και του άγνωστου.
Θάλασσα της αγάπης, της χαράς και της ζωής.
Θαλασσα του πόνου, της αβύσσου και του φόβου, μα πάντα και για πάντα, όμορφη αγαπημένη μου.


Γλάρος γκρέκους μαρκαδόρους.

Σκίτσο : Στέλιος ΠερράκηςΤις έχουν κάποιες κακές συνήθειες οι γλάροι του νησιού. Πρώτα απ' όλα κάνουν τις φωλιές τους ψηλά στα βράχια και σαν οι νεοσσοί μεγαλώσουν αρκετά και το σώμα τους γεμίσει φτερά, τους κάνουν το σιχτίρ-πιλάφι γκρεμοτσακίζοντάς τους κυριολεκτικά στη θάλασσα. Ούτε μαμ ούτε άτα πια. "Ουστ, να μάθετε μπάνιο χαραμοφάηδες, να βγάζετε το ψάρι με τον ιδρώτα σας κι' όποιος αντέξει, κι' όποιος δεν αντέξει να πίνει θάλασσα μέχρι να πάθει λύσσα". Υπ' όψιν δε ότι οι νεοσσοί δεν είναι ικανοί να πετάξουν ακόμα.

Στο τέλος του Ιουλίου εκατοντάδες τέτοιοι νεοσσοί τριγυρίζουν το νησί κολυμπώντας και ψάχνοντας για τροφή στα απόκρημνα βράχια ξεκολλώντας με το ράμφος τους φύκια και πεταλίδες. Σχεδόν ένας μήνας θα περάσει μέχρι, σιγά-σιγά, να δυναμώσουν τα φτερά τους, να μάθουν να πετάνε. Ένας μήνας πολύ δύσκολος και κρίσιμος για τη ζωή τους, έτσι ευάλωτοι που είναι και χωρίς ταμείο ανεργίας. Πολλοί δεν θα επιβιώσουν και στα τελευταία του θα γίνουν βορά άλλων γλάρων που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ριχτούν ο ένας στον άλλον. Έτσι η φύση διατηρεί, στην πρώτη αυτή επιλογή, τους πιο δυνατούς για να διαιωνιστεί το είδος. Οι πιο εξαντλημένοι και ταλαιπωρημένοι θα γίνουν τα πρώτα θύματα ενός καννιβαλισμού που ξεκινά με ραμφίσματα στο κεφάλι και με βρέξιμο του φτερώματός τους. Από τη στιγμή που το φτέρωμα ενός γλάρου βραχεί, σχεδόν μηδενίζεται η πιθανότητα να ζήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας εξ αιτίας της υποθερμίας.

Σε τέτοια δεινή θέση ήταν κι' ο δικός μου γλάρος όταν τον βρήκα στη θάλασσα. Χτυπημένος στο κεφάλι και με βρεγμένα όλα τα φτερά του. Δεν έφερε καμιά αντίσταση όταν τον μάζεψα και τον ακούμπησα στην πλώρη της βάρκας για να στεγνώσει στον δυνατό ήλιο. Για όποιον δεν ξέρει, ο γλάρος εξημερώνεται πολύ εύκολα και έχοντας και αυτό υπόψη μου τον πήρα σπίτι μου.

Μετά τις πρώτες βοήθειες, τον βόλεψα στη μπανιέρα αλλά μαθημένος όπως φαίνεται στη δικιά του, αρνήθηκε πεισματικά να φάει τις γαρίδες που καθάρισα μία-μία, κρίμα στον κόπο μου. "Θα φάει αύριο", σκέφτηκα, αλλά μπα, ιδέα μου ήταν. Μόνο κουτσουλιές έκανε. Δεύτερο 24ωρο κι' ο γλάρος δεν είχε φάει μια γαρίδα. Μέχρι κομμάτια ψάρι φρέσκο του έδωσα, να σουρώνουν τα σάλια σου, κι' αυτός να με γράφει κανονικά.

Τρίτη μέρα τα πράγματα σοβαρεύουν. "Τουλάχιστον θα ψοφήσει στεγνός", σκέφτομαι, αλλά μου μπαίνει η ιδέα να ρίξω κι' ένα τηλεφώνημα στο Ειδικό Κέντρο στην Αίγινα για πληροφορίες. "Το και το ρε παιδιά και δεν τρώει ο κερατάς". "Δώσ' του σκυλοτροφή", ήταν η απάντηση. Πράγματι ρίχτηκε με βουλιμία, τόση, που σκέφτηκα "να δεις που θα γλυτώσει αυτός και θα ψοφήσει ο σκύλος από την πείνα!".

Σε 4-5 μέρες ο γλάρος άρχισε να πηδά ζωηρά και να φεύγει μόνος του απ' τη μπανιέρα. Το τραύμα στο κεφάλι είχε επουλωθεί κι' εγώ σκέφτηκα να τον πάω κάπου πιο άνετα, στο λιμανάκι ας πούμε, όπου κι' άλλοι γλάροι τριγύριζαν στα πόδια μας, να έχει και παρέα και να είναι και στο στοιχείο του. Όπερ και εγένετο.

Πέρασαν ακόμα 10 μέρες και δυο φορές την ημέρα πρωί-απόγευμα πήγαινα να τον ταίζω και να δεις, μόλις έβλεπε το αυτοκίνητο, κολυμπούσε γρήγορα, έβγαινε έξω κι' ερχόταν να πάρει την τροφή απ' το χέρι μου. Μαζί του όμως άρχισαν να μ' αναγνωρίζουν κι' άλλοι γλάροι που πετούσαν και τους οποίους, τσιμπώντας τους, προσπαθούσε να τους διώξει σαν να τους έλεγε "δικό μου είναι το αφεντικό".

Μια βδομάδα ακόμη κι'ο γλάρος άρχισε να πετά 5-6 μέτρα ατην αρχή, 10-15 μετά και, κάποια στιγμή, όπως οι άλλοι. Όλοι οι γλάροι την ίδια μούρη έχουν κι' εγώ πια δεν τον ξεχώριζα απ' τους άλλους παρά μόνο απ' το θάρρος του να με πλησιάζει σε σημείο επαφής. Απορίας άξιο πώς με έπαιρνε χαμπάρι κι' ενώ εγώ τον έψαχνα στη θάλασσα σφυρίζοντάς του, μου κατέβαινε ξαφνικά απ' τον ουρανό σαν Άγιο Πνεύμα μπροστά στα πόδια μου. Σκέφτηκα πως είναι πια καιρός να τον σακάσω και τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα να του τραβήξω, λέει, μια κόκκινη γραμμή μ' ένα χοντρό μαρκαδόρο πάνω στο κέφάλι για να τον ξεχωρίζω στο εξής από τους άλλους και να τον παρακολουθώ. Του πήγαινε τόσο πολύ το πλουμί αυτό που αποφάσισα να κάνω το ίδιο και στα δύο ακροπτέρυγά του και μετά στο μεσαίο φτερό της ουράς. Κι' αυτός καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι για το μοντελάκι και οι άλλοι γλάροι είχαν σκάσει από τη ζήλια τους.

Κι' εδώ τα πράγματα ξαφνικά παίρνουν μια παράξενη τροπή. Κάποια μέρα, λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, βρέθηκα στο λιμανάκι με παρέα, με το αυτοκίνητο ενός φίλου. Κάποια ουζάκια μας είχαν φέρει στο κέφι κι' εγώ θυμήθηκα τον γλάρο μου και τους έφερα να τον δουν. Πριν ακόμα κατέβω απ' το αυτοκίνητο, τον είδα στην ακρογιαλιά να ποζάρει ακίνητος μπροστά σ' ένα στημένο τρίποδο και μια φωτογραφική μηχανή ενός ξένου τουρίστα που τον τράβαγε και τον ξανατράβαγε. "Ρε τον μπαγάσα", σκέφτηκα, "που μου έγινε και μοντέλο".

Σκεπτόμενος αυτά και θέλοντας να κάνω επίδειξη στους φίλους μου, ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και σφυρίζω στο γλάρο. Η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία. Μ' ένα γρήγορο πέταγμα άφησε τη φωτογράφιση και τον εμβρόντητο φωτογράφο και διανύοντας την απόσταση που μας χώριζε, κάπου 30 μέτρα, τσίμπαγε την κλειστή παλάμη μου προσπαθώντας να την ανοίξει. Και δεν έφευγε από δίπλα μου, ούτε όταν διαπίστωσε ότι δεν είχα τίποτα φαγώσιμο γι' αυτόν.

Απασχολημένος με το γλάρο και με τα γέλια των φίλων μου, δεν πρόσεξα τον φωτογράφο που βλέποντας τη σχέση μου με τον γλάρο ήρθε να μου ζητήσει πληροφορίες. Αφού με χαιρέτησε ευγενικά, με ρώτησε στ' αγγλικά, πώς είναι το όνομα αυτού του πουλιού. "Γλάρος", του είπα, αλλά αυτός φαίνεται πως δεν κατάλαβε ή δεν άκουσε καλά και με ξαναρώτησε. "Γλάρος Γκρέκους Μαρκαδόρους", του επανέλαβα αργά, γελώντας. Κι' αυτός επανέλαβε για να το αποστηθίσει. Έφυγε, τρέχοντας σχεδόν, εκεί που είχε αφήσει τη μηχανή κι' εμείς ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο για να φύγουμε. Θέλεις τα ουζάκια, θέλεις η παρέα, δεν πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό μου ότι ο γλάρος μου έγραφε ιστορία στην παγκόσμια ορνιθολογική επιστήμη.

Ούτε υποψιάστηκα τίποτα όταν την άλλη μέρα έμαθα ότι ζήταγε τη διεύθυνση και τ' όνομά μου. Δεν ήταν, εξ άλλου, η πρώτη φορά που κάποιος ξένος μου έστελνε φωτογραφίες. Πράγματι, μετά από δύο μήνες μου ήρθε μια φωτογραφία του γλάρου, μα κάπως διαφορετική από αυτή που περίμενα. Μέσα στο φάκελο ήταν το απόκομμα μιας ολόκληρης σελίδας αυστριακού περιοδικού όπου στη μέση της φιγουράριζε ο γλάρος μου ανφάς και προφίλ.

Κόντεψα να πάθω έμφραγμα κι' έτρεξα σαν τρελός να μεταφράσω το κείμενο, αν κι' είχα καταλάβει πια τι είχα προκαλέσει άθελά μου. Ο ξένος δεν ήταν παρά ένας ειδικός επιστήμονας που στα Χανιά της Κρήτης ανακάλυψε ένα είδος γλάρου μοναδικού σ' όλο τον κόσμο που κανείς δεν είχε καταγράψει ποτέ και που πολύ σύντομα θα τον μελετούσε στον τόπο καταγωγής του. Κι' εγώ ακόμα τρέχω να του γκρεμίσω τα όνειρα και να του πω την αλήθεια και τρέμω μήπως δεν προλάβω και δω τον αλητόγλαρό μου εξώφυλλο στο National Geographic. Κι' όχι τίποτα άλλο, αλλά θα σκάσουν και οι άλλοι γλάροι απ' το κακό τους και θα τον ξεπουπουλιάσουν.