Από τις "Θαλασσινές ιστορίες" του Ανδρέα Φουράκη.
Η κατάδυση.
Δίμετρος, λίγο καμπούρης και αδύνατος, αθληταράς του ύψους και μανιώδης ψαροντουφεκάς ήταν ο φίλος μου ο Κώστας. Η επιμονή του να πάμε για ψάρεμα λύγισε την άρνησή μου το χειμωνιάτικο εκείνο πρωϊνό. Εξ άλλου στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου είχε κάνει τον κόπο να έχει όλα τα σύνεργα διπλά.
Φεβρουάριος του '68. Κι' ενώ ο Θεός ρίχνει χιονόνερο ασταμάτητα, εμείς πάμε Πέραμα κι' από κει Παλούκια με το φέρυ-μπόουτ. Μετά, το σχέδιο προβλέπει οδικώς στο βόρειο άκρο της Σαλαμίνας μέχρι το φυλάκιο του Ναυτικού κι' από κει κολυμπώντας στην απέναντι βραχονησίδα όπου ο Κώστας είχε, λέει, επισημάνει ένα καταπληκτικό μέρος γεμάτο ψάρια σε βάθος μόλις 35-40 μέτρων. Μια κατάμαυρη χελώνα απομεινάρι του στρατού θα κουβαλούσε τις δύο φιάλες, μια μεγάλη μονή για μένα και μια διπλή για τον Κώστα και συγχρόνως θα μας μετέφερε σέρνοντά μας με την πετρελαιοκίνητη υδροτουρμπίνα της ακοπίαστα μέχρι τη βραχονησίδα.
Ώρα 12.00. Αφού πρώτα κάναμε όλες τις ετοιμασίες, ξεκινάμε με τη χελώνα ν' αγκομαχεί και μόλις να μας σέρνει με ταχύτητα κολυμβητή και βγάλε. Με βροχή και παγωνιά, αλλά χωρίς μεγάλο κυματισμό, θα κάνουμε σχεδόν μια ώρα να φτάσουμε και θα ρίξουμε τη μικρή άγκυρα της χελώνας που θα χαθεί στο βάθος σέρνοντας ένα άσπρο μικρό σκοινί. "Σαν πολλή ώρα τραβάει κάτω. Είσαι σίγουρος πως το βάθος είναι μόνο 40 μέτρα;", του λέω. "Εσύ πρόσεχέ με και μη σε νοιάζει πόσο είναι", μου απαντά.
Καθαρίζουμε τις μάσκες και κάνουμε το σταυρό μας. Από κάτω μαύρο χάος που γίνεται πιο παγερό κι' αφιλόξενο με τη θολάδα που επικρατεί. "Πάμε", μου λέει ο Κώστας και βουτά. Εγώ ακόμη προσπαθώ να σφίξω τη ζώνη με τα μολύβια καλύτερα στη μέση μου. Αρχίζω την κατάδυση 20-30 δευτερόλεπτα μετά απ' αυτόν ακολουθώντας τις φυσαλίδες του. Ο ακανόνιστος τρόπος που αυτές αναδύονται, πότε από δεξιά μου, πότε μπροστά, πότε αριστερά μου, δείχνει πως από κάτω υπάρχει δυνατό ρεύμα. Από το σκοινί της χελώνας βλέπω πως η ορατότητα δεν είναι παραπάνω από 4 μέτρα και αυτό είναι μια πολύ δυσάρεστη διαπίστωση μα και αίσθηση.
Η κάθοδος συνεχίζεται με τις φυσαλίδες να γίνονται όλο και πιο μικρές λόγω της πίεσης. Αναπνέω όσο πιο οικονομικά μπορώ και ρίχνω μια ματιά στο βαθύμετρο. Εξήντα πόδια και βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Ο μολυβιασμένος ουρανός όμως και η βροχή δεν επιτρέπουν στον ήλιο να διαπεράσει ούτε τα συνηθισμένα όρια.
Ογδόντα πόδια και δεν βλέπω ούτε τις παλάμες των χεριών μου χωρίς φως. Ανάβω φακό. Ξαφνικά χάνω τις φυσαλίδες του Κώστα. Συνεχίζω την κατάδυση λίγο πιο αργά. Ο Κώστας θα πρέπει να ανάψει τον προβολέα του. Μέσα στο σκοτάδι περιμένω να δω φως. Κολλάω τον δικό μου φακό στο βαθύμετρο να φορτώσει ο φώσφορος. Σβήνω και διαβάζω, 120 πόδια. Αυτό είναι το βάθος που θα έπρεπε να βρίσκεται ο πυθμένας, σύμφωνα με τον Κώστα.
Το σχοινί της χελώνας δε φαίνεται πουθενά, φυσαλίδες δεν υπάρχουν κι' ο Κώστας δεν έχει ανάψει το φως ή μήπως έχει ανάψει κι' εγώ δεν το βλέπω; Μάλλον αυτό θα συμβαίνει, σκέφτηκα, γιατί βρισκόμαστε σε κάθετη θέση ως προς τον πυθμένα και το φως στραμμένο προς αυτόν λογικό είναι να μη φαίνεται. "Θα έπρεπε όμως να μου κάνει ένα σήμα", σκέφτομαι αγανακτισμένος.
Εκατόν πενήντα πόδια και αρχίζω να νοιώθω άσχημα. Βρίσκομαι σε βάθος που δεν σηκώνει αστεία και με εξοπλισμό που σου επιτρέπει ίσα ίσα να φτάσεις τα 120 πόδια και ν' αναδυθείς αμέσως. Εκατόν ογδόντα πόδια και κρύος ιδρώτας με λούζει. Σα να ξυπνάω από λήθαργο. "Τι στο διάολο προσπαθώ να κάνω", σκέφτομαι. Ούτε φως, ούτε σκοινί, ούτε φυσαλίδες. Σταματώ. Αναβοσβήνω το φως προς το χάος και μετά το στρέφω στο μανόμετρο. "Τώρα μάλιστα", σκέφτομαι, "έχω χάσει το μισό αέρα κι' ακόμα δεν βρήκα πάτο". Νοιώθω φόβο κι' αγανάκτηση για τον Κώστα σε σημείο να τον δω και να του ρίξω με το ψαροντούφεκο. Αποφασίζω όμως γρήγορα να συνεχίσω την κάθοδο για λίγο αφού στέλνοντας σήμα προς τα κάτω η δέσμη μου πιάνει κάποιες αραιές φυσαλίδες. Με το μάτι κολλημένο στο βαθύμετρο κατεβαίνω με το ηθικό μου κάπως ανεβασμένο.
Βάθος 210 πόδια. "Δεν πάει άλλο", σκέφτομαι και μένω άγαλμα. Κοιτάζω τον αέρα. Ογδόντα ατμόσφαιρες από τις οποίες οι πενήντα είναι ρεζέρβα. Πίσω γρήγορα πριν είναι αργά. Μα να, βλέπω ξαφνικά δεξιά μου, 20-25 πόδια χαμηλότερα, φως ν' αναβοσβήνει. Μυρίζομαι κίνδυνο. Τα ξεχνάω όλα και με υπερκατανάλωση αέρα κολυμπάω προς το φως. Είναι ο πάτος. Μα ο Κώστας δεν κάνει σήματα. Έχει βαλθεί να ξεβραχώσει ένα μεγάλο ροφό που έχει σφηνώσει με το κεφάλι και μόλις διακρίνεται η ουρά του και τμήμα του καμακιού που τον έχει χτυπήσει κάπου στη ράχη. Κάνοντας κινήσεις με το χέρι του, ο φακός περιστρέφεται από το λουρί στον καρπό του και η δέσμη πότε φαίνεται και πότε όχι.
Ο Κώστας δεν με έχει αντιληφθεί ακόμα. Πλησιάζω από πάνω του και πίσω από την πλάτη του σημαδεύω κι' εγώ το ψάρι, κατ' υπολογισμό, από απόσταση δύο μέτρων εκεί που ξεφυτρώνει η βέργα. Πυροβολώ και βρίσκω στόχο. Ο Κώστας ξαφνιάζεται. Μου ρίχνει το φακό κατάμουτρα κι' εγώ αφήνοντας το ψαροντούφεκο να πέσει κάτω, του κάνω σήμα με το χέρι μου ότι δεν έχω αέρα και φεύγω. Τρεις-τέσσερις αναπνοές και τέρμα ο αέρας. Τραβάω τη ρεζέρβα και κάνω την προσευχή μου. Έχω παραβεί κλασσικούς κανόνες της κατάδυσης και ξέρω ότι ίσως έχω συνέπειες. Όχι, δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου τον πανικό. Ξέρω ότι αυτό θα με σκοτώσει. Προσέχω την εκπνοή μου και πατώντας την πόρπη της ζώνης στέλνω 8 κιλά μολύβι στο βυθό εις τους αιώνας των αιώνων.
Εκατόν τριάντα πόδια ακόμα και λιγότερο από 30 ατμόσφαιρες στο μανόμετρο. Ανεβαίνοντας χαλαρώνω τα λουριά της μπουκάλας. Η πίεση πέφτει δραματικά γρήγορα και είναι πρακτικά και θεωρητικά αδύνατο να επιχειρήσω οικονομία. Δεν τολμώ πια να κοιτάξω το βαθύμετρο. Εξ άλλου τη μάχη θα πρέπει να τη δώσω με το μανόμετρο και τις δικές μου δυνάμεις. Έχω άριστη φυσική κατάσταση μα μαύρες σκέψεις περνούν σαν αστραπή από το μυαλό μου. Χίλιες δυο ιστορίες και να που εγώ γίνομαι μια απ' αυτές. Για αποπίεση ούτε λόγος και σκέφτομαι πού υπάρχει θάλαμος, ποιος θα με πάει και πότε, αν με χτυπήσει το άζωτο. Φροντίζω να μένω κάτω από τις φυσαλίδες μου ανεβαίνοντας.
Ενενήντα πόδια κι' ο αέρας της ρεζέρβας μόλις μου έρχεται αραιωμένος με δυσκολία. Πάνω και κάτω μου σκοτάδι. Εγκαταλείπω το φακό. Ο αέρας τελειώνει και καταβάλλω προσπάθεια να ρουφήξω πιπιλιστά κάθε μόριο που υπάρχει ακόμα. Τέρμα ο άερας και τα ψέματα. Τραβώ την ασφάλεια της ζώνης και αφήνω τη μπουκάλα στον αγύριστο πίσω από την πλάτη μου. Αλαφρωμένος παρασύρομαι από την άνωση. Η βαρειά χειμωνιάτικη πενταμισάρα νεοπρενική στολή μου με τραβά σαν φελλό προς την επιφάνεια. Εκπνέω πού και πού το υπόλιπο του αέρα που διαστέλλεται στα πνευμόνια μου. Από πάνω μου βλέπω επιτέλους να φωτίζει το σκοτάδι ακριβώς την ώρα που αρχίζω να πνίγομαι.
Χάνω την ισορροπία μου κι' ανεβαίνω ημιλιπόθυμος πότε με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι κάτω, πότε πλαγίως, πότε κανονικά. Έτσι θα διανύσω τα τελευταία μαρτυρικά 50 πόδια μεταξύ ζωής και θανάτου. Σκάω στην επιφάνεια σα φουσκωμένο ψάρι και παίρνω την πρώτη ανάσα. Δεν ξέρω καν αν ζω ούτε μπορώ να σκεφτώ με λογική σειρά. Βρίσκομαι σ' έναν άλλο κόσμο με τον εγκέφαλο στην απόψυξη έτοιμο να τα παίξει.
Θα περάσουν πάνω από πέντε λεπτά για να νοιώσω ζωντανός. Πέντε λεπτά χωρίς καμιά κίνηση από μέρους μου που η βροχή, ο αέρας και το κύμα θα με παρασύρουν προς τα γκρέμια της ακτής. Μα δεν θα κάνω καμιά προσπάθεια να ξεφύγω. Θέλω τόσο πολύ να συγκρουστώ με τη στεριά. Η χοντρή φόρμα με κρατάει ευτυχώς στην επιφάνεια χωρίς δικιά μου προσπάθεια. Φοβάμαι να κολυμπήσω μήπως και διαπιστώσω ότι μ' έχει χτυπήσει το άζωτο. Λίγο αργότερα ένα κύμα θα με χτυπήσει με δύναμη με την πλάτη πάνω σε μια αποικία από στρείδια κολλημένα στο βράχο που θα κουρελιάσουν σα ξυράφια την φόρμα και θα με τραυματίσουν άσχημα στην πλάτη και στο κεφάλι.
Με πολύ κόπο θα σκαρφαλώσω στα βράχια εγκαταλείποντας και τα πτερύγια. Έτσι θα διαπιστώσω στη διάρκεια της προσπάθειάς μου ότι δεν αισθάνομαι κανένα πόνο ή παράλυση. Θα παραμείνω εκεί περιμένοντας ν' αναδυθεί ο Κώστας. Αυτός έχει ήδη αναδυθεί. Θα τον διακρίνω ξαφνικά 100 μέτρα μακριά από το μέρος που βρισκόμουν εγώ, να κολυμπά χωρίς αέρα στην επιφάνεια με αναπνευστήρα και ψάχνοντας να βρει προφανώς τη χελώνα που δεν μπορέσαμε ποτέ να ξαναβρούμε. Γρήγορα με είδε και ήρθε προς το μέρος μου με τη μάσκα του γεμάτη αίμα.
Σε λίγο ανταλλάσσαμε εξηγήσεις και τα σχετικά φάσκελα και βαλθήκαμε να οργανώσουμε την επιστροφή που χωρίς τη χελώνα θα έπρεπε να γίνει κολυμπώντας σε φουρτούνα με κόντρα τον αέρα με το φορτίο ενός ροφού 8 κιλών, μιας δίκιλης μπουκάλας και δύο τουφεκιών. Από τη δύσκολη θέση μας έβγαλε μια ψαρόβαρκα ειδοποιημένη από τη σκοπιά, που ήρθε να μας βρει. Μέσα της ήταν ένστολος ένας αξιωματικός του Ναυτικού που, αφού μας βοήθησε να βγούμε, μας ανακοίνωσε πως είμασταν κρατούμενοι.
Ώρα 4 το πρωί στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά ετοιμάζεται ο φάκελλος για την αυτόφωρη διαδικασία για ψάρεμα σε στρατιωτική απαγορευμένη περιοχή. "Κατά την 12η μεσημβρινή και δια ταύτα κλπ κλπ". Τα πράγματα σοβαρεύουν και μας βλέπω μέχρι ΕΤΑ-ΕΣΑ. Ευτυχώς θα δουλέψουν πολύ οι γνωριμίες του Κώστα κι' ο Ταξίαρχος της Αεροπορίας και υπεύθυνος αθλητισμού στο Πεντάγωνο Αχιλλέας Παππάς θα κάνει το θαύμα του. Ένα θαύμα που θα μας αφήσει ελεύθερους, χωρίς όμως ψαροντούφεκα, φιάλες, ροφό και στολές. Αλήθεια ο ροφός τι να έγινε;