Λίγο μετά την ανάρτηση της θαλασσινής ιστορίας του φίλου μου Ανδρέα Φουράκη με τίτλο "Η κατάδυση", ένας άλλος φίλος, ο Μπάμπης Κωνσταντάτος, έστειλε στο "Rib and Sea" την περιγραφή μιας ανάλογης δικής του οδυνηρής εμπειρίας.
Αγαπητέ Ιωσήφ ,
Διαβάζοντας τη «Θαλασσινή Ιστορία» του φίλου μας του Αντρέα, ήταν σαν να ήμουν μαζί του. Χωρίς να το θέλω κράτησα την αναπνοή μου και για μια στιγμή νόμισα ότι η μύτη μου έσταζε αίμα. «Τόσο ζωντανή ήταν η περιγραφή», ίσως αναρωτηθείς, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι για πολύ ώρα μετά αισθανόμουν την καρδιά μου να πάει να σπάσει με τους παλμούς μου στα κόκκινα. Μόλις συνήλθα κάθισα να σου γράψω αυτές τις γραμμές για να σου διηγηθώ και εγώ μια ιστορία, μια δική μου εμπειρία, την οποία μέχρι σήμερα όταν τη φέρνω στο μυαλό μου με πιάνει ασφυξία, και συνέρχομαι όταν σκέφτομαι πως η τύχη ήταν με το μέρος μου εκείνη τη μέρα και αυτή μου χάρισε τη ζωή.
Ήταν ανήμερα Πάσχα του 1990. Με μια μεγάλη παρέα είχαμε ρυμουλκήσει τα φουσκωτά μας στη Μαραθόπολη της Κυπαρισσίας, και έχοντας κατασκηνώσει στο camping σχεδιάσαμε να περάσουμε ένα 4ήμερο κοντά στη θάλασσα, σουβλίζοντας αρνί αλλά κάνοντας και τις τσάρκες μας με τα φουσκωτά.
Την Κυριακή του Πάσχα, για κάποιο λόγο, ξύπνησα στραβά. Δεν είχα όρεξη ούτε για σούβλες ούτε για τίποτα σχετικό. Έτσι πήγα στο μικρό λιμανάκι που είχα δεμένη τη «Δάφνη» για να πεταχτώ μέχρι απέναντι, στο νησάκι Πρώτη, για υποβρύχιο ψάρεμα. Ωστόσο η άγκυρα ήταν τόσο άσχημα μπλεγμένη στο βυθό, που μόνος μου δεν θα κατάφερνα να την σηκώσω.
Γύρισα στην παρέα και ζήτησα από τον Γιάννη Λεβαντή να έρθει να με βοηθήσει. Εκείνος ήρθε, με βοήθησε να ξεμπλέξουμε την άγκυρα αλλά μου είπε ότι ο καιρός δεν ήταν καθόλου κατάλληλος για υποβρύχιο ψάρεμα. Πράγματι, ένας δυνατός βοριάς είχε σηκώσει μεγάλο κύμα, όμως κάποιος διάβολος που είχε μπει μέσα μου με έκανε να επιμένω να πάω. Ο Γιάννης δεν μπορούσε να με εμποδίσει, ωστόσο ήρθε μαζί μου για να κάνει τον βαρκάρη όσο εγώ θα έκανα το κέφι μου.
Όταν φτάσαμε στο νησάκι διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατο να βουτήξω στην «καλή» πλευρά, λόγω του καιρού, έτσι πήγαμε από πίσω που το κύμα έκοβε. Και βούτηξα, αλλά εκεί δεν υπήρχε ούτε λέπι. Ανέβηκα στη βάρκα και παρακάλεσα τον Γιάννη να με ρίξει πάνω στο βοριά, όπου θα βούταγα με τη μπουκάλα που είχα μέσα στο αμπάρι της πλώρης.
Προσπάθησε πάλι ο Γιάννης να με πείσει να πάμε πίσω στην παρέα που έψηνε αρνί και να αφήσω αυτά τα δύσκολα για άλλη μέρα, αλλά εγώ τίποτα. Μου είχε στρίψει και δεν έβλεπα ότι όλα τα «σημάδια» ήταν ενάντια στην επιθυμία μου να ψαρέψω. Όταν έπεσα στο νερό του είπα να ακολουθεί τις φυσαλίδες μου, αλλά πού μπορούσα να σκεφτώ τότε ότι με τέτοιο κυματισμό αυτό ήταν εντελώς αδύνατο.
Το βάθος που κατέβηκα δεν ήταν μεγάλο. Στα 20 μέτρα βρήκα μια πέτρα όπου από κάτω είδα ένα ροφό να προσπαθεί να κρυφτεί. Και αρχίσαμε το κρυφτούλι. Γύρω-γύρω στην πέτρα, καρτέρι να τον ξεγελάσω, και πάλι τα ίδια μέχρι που κατάλαβα ότι ο αέρας τέλειωνε, αφού και η μπουκάλα μου ήταν μικρή. Τράβηξα τη ρεζέρβα και έκανα ακόμα μια προσπάθεια να ξεγελάσω τον ροφό, με το σκεπτικό ότι το βάθος ήταν μικρό και μπορούσα να αναδυθώ ακόμη και με ελεύθερη (ήμουν πεπειραμένος, τρομάρα μου, και αυτό ήταν… παιχνιδάκι).
Και έτσι έγινε. Ο αέρας της ρεζέρβας τέλειωσε και αυτός και τότε αποφάσισα να ανέβω χωρίς το ροφό, που αποδείχτηκε πιο μάγκας από μένα. Και εδώ αρχίσανε τα δύσκολα. Μόλις έβγαλα το κεφάλι μου στην επιφάνεια, και καθώς με σήκωσε το κύμα , έψαξα για το φουσκωτό με τον Γιάννη, αλλά δεν το είδα. Στο επόμενο σήκωμα είδα την κίτρινη σιλουέτα της «Δάφνης» αλλά τόσο μακριά, που ο Γιάννης ούτε να με ακούσει δεν μπορούσε.
Και τότε κατάλαβα ότι τα κύματα με είχαν σπρώξει πάρα πολύ κοντά στα απόκρημνα βράχια, τόσο κοντά, που το επόμενο θα με έριχνε πάνω τους. Ίσα που πρόλαβα να λύσω τη ζώνη με τα βαρίδια και να απαλλαγώ και από τη μπουκάλα. Πράγματι, το επόμενο κύμα με σήκωσε ψηλά και με έσκασε πάνω στον ψηλό κάθετο βράχο. Πρόλαβα να γαντζωθώ πάνω του ενώ με το βλέμμα μου έψαχνα τον Γιάννη. Τον είδα να έρχεται, ενώ του φώναζα απελπισμένα να μου πετάξει ένα σκοινί. Τη φωνή μου την έπνιξε ένα μεγάλο κύμα που έσκασε πάνω μου και με ξεκόλλησε από τον βράχο. Αυτό που θυμάμαι στη συνέχεια είναι να με τραβάει μια δύναμη σαν ρουφήχτρα προς τα κάτω και εγώ να έχω αφεθεί στην ορμή της προσπαθώντας μόνο να προστατέψω το κεφάλι μου.
Εκεί ο χρόνος σταματάει και δεν ξέρω πόσο μεσολάβησε μέχρι τη στιγμή που αισθάνθηκα κάτι να με πνίγει στο λαιμό. Με μια μηχανική κίνηση άρπαξα με τα δύο μου χέρια αυτό που με έπνιγε, το έσκισα και το πέταξα μακριά παίρνοντας συγχρόνως ανάσα. Έμεινα έτσι κάμποση ώρα ανασαίνοντας στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου, ως εκ θαύματος, είχε γαληνέψει. Και τότε είδα να πλησιάζει ο Γιάννης με το φουσκωτό, ο οποίος, όπως μου είπε, όταν με έχασε απομακρύνθηκε για να φύγει και να ειδοποιήσει και ξαφνικά είδε ένα κεφάλι στην επιφάνεια σε σημείο που δεν ήταν δυνατόν να ήμουν εγώ.
Όπως διαπιστώσαμε στη συνέχεια, κάτω από το σημείο που χάθηκα υπήρχε ένα υποβρύχιο τούνελ που έβγαζε πίσω από τον κάβο όπου έκοβε και ο καιρός. «Πάμε να πιάσουμε την κουκούλα σου που σου έφυγε» είπε ο Γιάννης. «Άστην, την έσκισα για να την βγάλω που με έπνιγε» του είπα, αλλά εκείνος δεν πίστεψε ότι μπόρεσα να σκίσω με τα χέρια μου 4 mm νεοπρένιο, μέχρι που την έπιασε στα χέρια του.
Φυσικά, αρνί δεν δοκίμασα εκείνο το Πάσχα. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα και ένας άλλος φίλος μου, ο Γιάννης Ταγκαλάκης, έμαθε για το συμβάν, προθυμοποιήθηκε να πάει σ’ εκείνο το μέρος για να βρει το εξοπλισμό μου. Του είπα ότι ήταν το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε και καλά να πάθω που έχασα μπουκάλα, ρυθμιστή, κονσόλα οργάνων, ψαροτούφεκο, βαρίδια, πέδιλα, μάσκα, φακό. Εκείνος πήγε και βρήκε τα περισσότερα. Του τα χάρισα και κράτησα μόνον την κονσόλα έτσι για ενθύμιο.
Από τότε έχω κάνει πολλές μαγικές καταδύσεις στην Ελλάδα και στην Ερυθρά και άπειρα υποβρύχια ψαρέματα, αλλά ποτέ με συνδυασμό των δύο, ενώ δεν αψηφώ ποτέ τα «σημάδια» που πάντα προειδοποιούν να μην κάνω κάτι. Και ακόμα υπολογίζω πιο πολύ τις ορέξεις της θάλασσας, γιατί έστω κι αν εμείς θέλουμε να παίξουμε μαζί της, αυτή δεν έχει πάντα την όρεξή μας.
Μπάμπης Κωνσταντάτος