Τα πρώτα βήματα των παιδικών μας αταξιών; Τα πρώτα βήματά μας στο ψάρεμα; Τα πρώτα βήματα του φουσκωτού σκάφους στην Ελλάδα; Ό, τι και να είναι, τα πρώτα εκείνα βήματα της αθωώτητας χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη μας σαν μια ρομαντική περιπέτεια...
Από το βιβλίο "Θαλασσινές ιστορίες" του Ανδρέα Φουράκη.
Χανιά 1955. 58 χρόνια πίσω. Ο καταβρεχτήρας του Δήμου ανηφορίζει τη Ζυμβρακάκηδων αγκομαχώντας με τις ρόδες του καρφωμένες κυριολεκτικά στο παχύ στρώμα σκόνης του χωματόδρομου. Από νωρίς την έχουμε στημένη στον οδηγό που μας έχει μάθει πια. Προσπαθούμε να του σπάσουμε τα νεύρα. Χοροπηδούμε μπροστά του, του βγάζουμε τη γλώσσα και του φωνάζουμε το παρατσούκλι του "Άρκαλε, άρκαλε!". Κάποτε θα χάσει την υπομονή του και θα πετύχουμε αυτό που θέλουμε. Να πατήσει γκάζι, ν' αυξήσει την πίεση του νερού και μια ομάδα από 10-15 ξυπόλητα πιτσιρίκια θα ξεκινησει τη μέρα της με πρωϊνό μπάνιο, δι' εξόδων του Δήμου μάλιστα.
Τα αυτοκίνητα σπανίζουν. Ο αριθμός τους, σε όλο το νομό, είναι διψήφιος. Απέναντι από τον φούρνο του Κοτσιφού κάνουν πιάτσα τα μακρύκαρα που συναγωνίζονται με πραγματικές αρματοδρομίες για το ποιος θα αρπάξει τ' αγώϊ από κάποιο καράβι. Τα λιγοστά ταξί στην πόρτα της αγοράς. Εκεί και οι άμαξες. "Θείο, από πίσω!", η συνηθισμένη φωνή.
Στα χάνια και στα πεταλάδικα, στη Γρηγορίου του Ε΄, άνθρωποι και ζώα ανακατεμένα. Στα ντερμιτζίδικα μάτσο τα λάστιχα για χαρχάλες κρέμονται στις πόρτες. Τα αλητάκια να κράζουν το Μάραθα στα στοιβανάδικα. Ο Σίμων να σπρώχνει υπομονετικά το καροτσάκι του με το κασάτο παγωτό. Στο Δημοτικό Κήπο ο Τζων Στάκας διασκεδάζει τους Χανιώτες. Το "London Bar" στις δόξες του και στο σινεμά "Ωδείον" με 4 δραχμές 2 έργα, το ένα καουμπόϊκο και το άλλο "Ο Ρομπέν των Δασών ομιλών στην ελληνικήν".
Ο Τότης μπροστάρης στις κηδείες. Οι μαθητές με το καπέλο και τις κουκουβάγιες κατακούτελα και οι μαθήτριες με την ποδιά και την κορδέλα στα μαλλιά. Στα θρανία οι κουρκουμάδες με το μελάνι κι' ο κονδυλοφόρος με την πένα να γρατζουνά το χαρτί και να το γεμίζει μουτζαλιές.
Τα Χανιά γεμάτα αλάνες. Οι γειτονιές σε όλο τους το μεγαλείο. Ένας παράδεισος για τα πιτσιρίκια. Επιδρομές στα μανταρίνια, στα πορτοκάλια, στα τζάνερα. Πετροπόλεμος κατά βούληση ολοχρονίς και καρούμπαλα αμέτρητα. Μαγκιές με πρωϊνή χαρά και προπαντός παιχνίδια. Υπήρχε μια άγραφη ιεράρχηση σε αυτά που είχε να κάνει με την κάθε εποχή. Ένα αλάθητο ένστικτο μας έσπρωχνε όλους μαζί να ενεργοποιήσουμε ταυτόχρονα σε όλη την πόλη μια συγκεκριμένη δραστηριότητα τον καθορισμένο χρόνο. Τότε όλες οι άλλες έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.
Καταχείμωνο αμπάριζα, κράτη, ψείρες, ξυλογαϊδάρα, σκατούλια, στρουμπάς, ξυλίκι, καμάκι και κλέφτες-χωροφυλάκοι με όπλα δύο, το ένα κρυφό. Τον Οκτώβρη κυνηγούσαμε πιπιόνια, ξεραδίτες, φανέτα, σταρείθρες και κοκκινομπέτες. Το Μάη παίζαμε ρουμπίνια, κουμπιά, πετάγαμε χαρταετούς. Τον Ιούνιο και Ιούλιο κυνηγούσαμε φωλιές και ξεπετακάκια, μπεκαφίνους, σουσουράδες, σπινίτες, λιναρίτες, ζυγαρδέλια. Ξώβεργα, καμπατζέδες, δίχτυα στα ρυάκια. Χαρχάλες, πλάκες και βροχάδες στα δασερά. Αύγουρτος, ψάρεμα.
Είχαμε ήδη εκπαιδευτεί στις τριγύρω στέρνες που αφθονούσαν, όπως του γιατρού Γιωργακάκη με τα μεγάλα χρισόψαρα που μερικά ήταν και κάτασπρα, στην πολύ μεγάλη στέρνα του Μαραγκούδη καίτοι τη φύλαγε ο παράξενος Μπασιάς που μας πετούσε πέτρες, και στην επίσης μεγάλη του Ψαρομίλιγκου. Τα χρυσόψαρα ήταν τα πρώτα ψάρια που μάθαμε να ψαρεύουμε με εξοπλισμό μια στραβωμένη καρφίτσα, λίγη ζύμη και αθάνατη κλωστή πεταλούδα.
Μετά ανακαλύψαμε τη θάλασσα. Το λιμάνι των Χανίων. Τον καιρό εκείνο ξένοι δεν υπήρχαν. "Τα καβούρια", η ταβέρνα του Μπρόκαλη και τα υπόλοιπα μαγαζιά, αποθήκες γεμάτες κρασοβάρελα και διάφορα άλλα. Για την ηλικία μας η απόσταση να πάμε στο λιμάνι ήταν ολόκληρο ταξίδι. Εγώ, ο Στέλιος, ο Μπουλάρας, ο Τσιτσίργης, ο Λελέκας, ο Μιχάλης, ο Μπαζούκας, η Τσιχλαντώνα, ο Μπιμπίκος και ένα σωρό άλλοι προετοιμαζόμαστε 2-3 μέρες.
Πρώτα επιδρομή στον κοντινότερο καλαμιώνα, να διαλέξουμε καλάμια. Θα τα καθαρίσουμε και θα τα κρύψουμε από τους δικούς μας. Από μια μολυβένια σωλήνα θα κόψουμε μικρά κομματάκια μολύβι που θα διαμορφώσουμε σε βαριδάκια χτυπώντας τα κατάλληλα με ένα σφυρί. Το καταμεσήμερο, μετά το φαγητό, η ομάδα των κοντοπαντελονάδων από 8 έως 12 ετών θα ξεκινήσει ξυπόλητη για το λιμάνι. Πολλοί θα φάνε ξύλο στην επιστροφή, μα όλα αυτά είναι στο πρόγραμμα.
Ο ήλιος καίει και η ομάδα φτάνει στο ψιλικατζίδικο του Σαντριβανιού. Ένα αγκίστρι για τον καθένα και τρίχα για τα καλάμια μας. Τ' αφεντικό του μαγαζιού θα μας δέσει ο ίδιος τ' αγκίστρια. Τώρα μένει να βρούμε φελλούς από μπουκάλια και δόλωμα.Θα βαλθούμε όλοι για καμπόση ώρα να κυνηγάμε αμιργιαλούς. Όταν θα πιαστούν δύο-τρεις θα πάρουμε θέσεις ο ένας κοντά στον άλλο.
Σ' ένα ντενεκέ θα βάλουμε νερό. Το ταμείο είναι κοινό και τα ψάρια θα μπαίνουν όλα εκεί. Κέφαλοι υπάρχουν άφθονοι αλλά δε μας ενδιαφέρουν γιατί δεν τσιμπάνε. Περισσότερο ενδιαφερόμαστε για πατόψαρα με αρπακτικές τάσεις. Οι χοιρόγλυνες, τα μαύρα γλοιώδη μικρά ψάρια και οι γοβιοί είναι τα πρώτα που θ' αρπάξουν το δόλωμα και θα πληρώσουν τη νύφη μπαίνοντας στον τενεκέ. Κάθε φορά που πιάνεται ψάρι δυνατές φωνές θριάμβου ακούγονται απ' όλους. Γίνεται αναγνώριση.
"Ρε παιδιά, τι ψάρι είναι αυτό που έπιασα;", ρωτάμε μεταξύ μας. Μάθαμε και τις σπερτσαλώνες που τσιμπάνε σαν τρελές. Μάθαμε τους γύλους, τις μπουκανάρες, τους σπάρους και τους σαργούς. Το μπαρμπούνι και το μουρμούρι θεωρείται μεγάλη επιτυχία από την παρέα. Και κοίτα ρε παιδί μου, ο πιο άσχετος θα βγάλει δύο απ' αυτά.
Καμιά φορά θα βγει και ψάρι έκπληξη, καμιά σάρπα μεγάλη ή κανένα χοντρό σκορπίδι. Τότε θα γίνει κύκλος γύρω απ' αυτό και θα θαυμάζεται από όλους. Οι μετοχές του δράστη θ' ανέβουν και θα προκαλούν ζήλια μα και κίνητρο. Τώρα πια το ψάρεμα στις στέρνες της γειτονιάς έχει χάσει το νόημά του. Σα δυνατός μαγνήτης η θάλασσα μας έχει τραβήξει για πάντα κοντά της. Και η ώρα περνά κι ο ντενεκές θα γεμίσει. Η ώρα για επιστροφή πλησιάζει. Αν μας έχουνε πάρει χαμπάρι από τα σπίτια μας θα έχουμε φασαρίες. Τα ψάρια θα πάνε σε κάποιο σπίτι που δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Την άλλη μέρα θα τα μαγειρέψουμε οι ίδιοι κάτω από μια ελιά και θα λέμε ιστορίες καθώς θα τα τρώμε.
Με τη φόρα που έχουμε πάρει σε λίγο θα ψαρεύουμε με πετονιές και θα βγάζουμε γαρίδες με το δικό μας απόχι. Σιγά-σιγά θα μάθουμε όλα τα ψάρια και τις συνήθειές τους, τα δολώματα και τις ώρες που πρέπει να ψαρεύουμε. Με λίγα λόγια θα περνάμε αργά αλλά σταθερά το μεγάλο σχολείο της θάλασσας. Έτσι μπολιασμένοι απ' τον καιρό εκείνο θα εξακολουθήσουμε μέχρι και σήμερα όλοι όπως τότε να ψαρεύουμε με σκάφη γρήγορα τώρα, με σύγχρονα μέσα και με παπούτσια. Τι κι' αν πέρασαν 57 χρόνια από τότε. Όταν γυρίζουμε πίσω από το ψάρεμα πολλοί από μας έχουν ακόμα φασαρίες. Καλύτερα ίσως, για να μοιάζει η εποχή η σημερινή και σε κάτι με κείνη την παλιά.
Τον ίδιο καιρό εγώ και ο Μιχάλης μπήκαμε πρώτη φορά στο πλεούμενό μας. Ενθουσιασμός για την πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση που δεν ήταν τίποτε άλλο από τη ζυμόσκαφη της θείας μου της Χρυσώς. Δεν ήταν δύσκολο για μας να ξεγελάσουμε την άγια αυτή γυναίκα κι' έτσι κρυφά, όταν δεν μας έβλεπε, της αρπάγαμε τη σκάφη. Μετά την πηγαίναμε στην άκρη του ποταμού που πριν την εκβολή του σχημάτιζε ολόκληρη λίμνη χωρίς ρεύμα, με βάθος καμιά φορά πάνω από 3 μέτρα. Δύο τσικαλοσκεπάσματα θα είναι τα κουπιά μας.
Σ' ένα καλάμι δέναμε στην άκρη ένα πηρούνι και έτοιμο το καμάκι. Ο υπόλοιπος εξοπλισμός λίγο λαδοχάλικο σ' ένα ντενεκάκι, μια λάμπα θύελλας και βουρ για περιπέτεια. Ο Μιχάλης κάθιζε μέσα, στο πίσω μέρος της σκάφης, με τα πόδια ξαπλωμένα μπροστά κι' εγώ γονατιστός στο μπροστινό μέρος με τα τσικαλοσκεπάσματα να οδηγώ. Τρία με τέσσερα δάχτυλα ήθελε το νερό να μπει μέσα και οι κινήσεις μας ήταν πολύ περιορισμένες και αργές ενώ είχαμε αναπτύξει την αίσθηση ισορροπίας στο μέγιστο βαθμό. Παρ' όλα αυτά δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκαζόμαστε σε νυχτερινό μπάνιο στο παγωμένο νερό.
Καβούρια και χέλια μα και πολύχρωμοι γοβιοί και κέφαλοι ήταν τα τρόπαιά μας που τα μαγειρεύαμε στα κάρβουνα ή στο τηγάνι. Η ζωή στο ποτάμι τον καιρό εκείνο ήταν πλούσια. Κέφαλοι, λαβράκια και γοβιοί σε όλα τα χρώματα, άσπροι, μαύροι, καφέ, κίτρινοι, κόκκινοι. Χέλια, καβούρια, χελώνες, νερόφιδα, βατράχια, λιβελούλες σε όλα τα χρώματα. Το μοναδικό αυτό υδροβιότοπο συμπλήρωναν αλκυόνες, μπάλιζες, φόλεγες, νερόκοτες όλων των ειδών, ποταμίδες, βατραχοφάδες και ερωδιοί σε όλες τις ποικιλίες. Επίσης αγριόπαπιες, μπεκατσίνια και τσιβίδια κοπαδιαστά.
Με το καμάκι δουλειά καλή δεν μπορούσε να γίνει. Βάλαμε το μυαλό μας να δουλέψει. Ένα κομμάτι ξύλο για κοντάκι, δυο λάστιχα κι' ένα μανταλάκι της μουγάδας για σκανδάλη, μια σουβλερή βέργα και να, ένα υποτυπώδες ψαροντούφεκο. Τώρα έχουμε μεγαλύτερες επιτυχίες.
1955. Ο συμπολίτης μας Μαρίνος Ορφανίδης, πράκτορας τύπου και περιοδικών, ξεφυλλίζοντας ένα από τα ξένα έντυπα που κυκλοφορούν στα Χανιά, θα βρει μέσα μια φωτογραφία ενός εργοστασιακού ψαροντούφεκου, θα πάρει το έντυπο και θα πάει στη Χαλέπα, στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών St Joseph, όπου θα του το μεταφράσουνε.
Τον Αύγουστο του '55 θα φτάσει στα Χανιά το πρώτο ψαροντούφεκο, που ήταν τεράστιο και με ελατήριο. Λίγο αργότερα ο Μαρίνος θα μας το χαρίσει. Μαζί του έρχονται μια μάσκα κι' ένα ζεύγος βατραχοπέδιλα κατασκευασμένα από κρεπ. Στο τελωνείο θα ταλαιπωρηθεί πολύ για να πείσει τους τελωνειακούς ότι πρόκειται για σύνεργα προορισμένα για ψάρεμα και τελικά θα εκτελωνιστούν μετά από καιρό ως μεταχειρισμένα είδη ιματισμού.
1958. Ο γράφων γίνεται ιδιοκτήτης του πρώτου φουσκωτού σκάφους στην Κρήτη και μάλλον και όλης της Ελλάδας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα 3μετρο συμβατικό Pirelli που έγραψε ιστορία. Τώρα έχουμε ξανοιχτεί στη θάλασσα και ποιος μας πιάνει.
1958. Ο Δ/ντής του Σταδίου Χανίων και Δ/ντής Φυσικής Αγωγής Ζιλιμπινάκης, φέρνει από τη Γαλλία φιάλες πεπιεσμένου αέρα και αεροσυμπιεστή. Ο αείμνηστος επιστάτης του Εθνικού Σταδίου Θανάσης Διακάκης θα δρέψει δάφνες στο νέο αυτό σπορ.
Νορβηγοί μηχανικοί και τεχνικοί στο Μαράθι φέρνουν μάσκες και ψαροντούφεκα και οι Χανιώτες γρήγορα μιμούνται. Τον ίδιο καιρό τα φουσκωτά σκάφη στα Χανιά μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών. Υπάρχει δυσπιστία γι' αυτά αλλά θα πάρουν την πάνω βόλτα και θα καθιερωθούν οριστικά το 1975 ταυτόχρονα με την ίδρυση της Zodiac Hellas και της Ναυτεμπορικής στα Χανιά. Νομικά το φουσκωτό δεν θεωρείται ακόμη σκάφος. Τα Λιμεναρχεία δε λεμβολογούν τα φουσκωτά.
Το 1975 κάνουν επίσης στα Χανιά την εμφάνισή τους τα δύο πρώτα φουσκωτά με πολυεστερική γάστρα (r.i.b.). Είναι δύο Avon Searider 4 και 5,4 μ. αντίστοιχα. Το πρώτο θα πραγματοποιήσει με τον Κώστα Λυραντζάκη το ταξίδι Ηράκλειο-Ιταλία με επιτυχία. Θα ακολουθήσει ένα άλλο Zodiac r.i.b. 5,4 μ. Β.P. Μέσα σ' ένα χρόνο πάνω από 50 Χανιώτες θα αποκτήσουν Zodiac, κυρίως συμβατικά. Η αγορά 500 Zodiac στρατιωτικής χρήσεως από τους Τούρκους θα υποχρεώσει το αρμόδιο Υπουργείο σε αναδρομική λεμβολόγηση των φουσκωτών.
Η Ελληνική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων θα μάθει έκπληκτη ότι υπάρχει Avon 5,40 στην Κρήτη και θα το αγοράσει για να συνοδέψει την Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1977. Διοργανώνεται με τεράστια επιτυχία ο πρώτος αγώνας φουσκωτών σκαφών στα Χανιά που είναι και ο πρώτος στην Κρήτη μα και σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Σ' αυτόν θα λάβουν μέρος 25 συμβατικά σκάφη, όλα Zodiac, με κινητήρες Evinrude 25 έως 35 ίππων. Από τότε ο αγώνας θα επαναλαμβάνεται κάθε δύο χρόνια στα πλαίσια της Ναυτικής Εβδομάδας μέχρι το 1998.
Σήμερα εκατοντάδες Χανιώτες ταξιδεύουν στα ανοιχτά με φουσκωτά και έχουν δημιουργήσει μια ειδική κάστα ανθρώπων με κοινά γούστα που τους ενώνει η αγάπη για τη θάλασσα, τη φύση και την περιπέτεια.