Στα σαράντα περίπου χρόνια της θαλασσινής μου περιπλάνησης, ελάχιστες ήταν οι στιγμές που η γαλάζια ερωμένη με απογοήτευσε. Μπορεί να τσακωθήκαμε κάποιες φορές, να μου κράτησε μούτρα κάποιες άλλες και να με ταλαιπώρησε στην αγκαλιά της, συνήθως όμως με ταξίδευε στο όνειρο και με νανούριζε με το κλάμα των γλάρων και το γέλιο των δελφινιών. Ονειρευόμουν ταξίδια μακρινά, καθώς ο ήλιος σηκωνόταν νωχελικά πάνω απ' τον υγρό ορίζοντα, και μελαγχολούσα καθώς βυθιζόταν σ' αυτόν τ' απόβραδο, βάφοντας τον ουρανό με τις αποχρώσεις του κόκκινου...
Σήμερα όμως τα όνειρα ξεθώριασαν και έμεινε μόνο η μελαγχολία στο διάβασμα λίγων αράδων ενός συνταξιδευτή, που αποφάσισε να λασκάρει τις άγκυρες και να ρίξει μια πρυμάτσα στην πίντα, μέχρι πότε άραγε; Κλειστά μαγαζιά και μακάβρια ενοικιαστήρια γεμίζουν πια τους δρόμους των πόλεων. Θλιβερή και μίζερη εικόνα μιας κατάστασης που κάποιοι προδότες σχεδίαζαν μεθοδικά εδώ και καιρό. Θύματά τους ακόμη και οι ιστότοποι του υγρού διαδικτύου.
Ο Μπάμπης διέταξε "λάσκα τις άγκυρες", αλλά εγώ δεν θέλω να τον συλλυπηθώ γιατί τα συλλυπητήρια δεν αρμόζουν στους καπετάνιους. Προβληματίστηκα όμως. Προβληματίστηκα για όλους μας, προβληματίστηκα για όλους τους ανθρώπους της θάλασσας. Προβληματίστηκα, ακόμη, με τον ίδιο μου τον εαυτό και με την "αναξιοπιστία" μου, γιατί στο τελευταίο μου editorial είχα γράψει πως θα πάω στη Γένοβα και, βέβαια, υπακούοντας στο γενικό οικονομικό μπάχαλο, τελικώς δεν πήγα γιατί τα κουκιά, όσο προσεκτικά κι' αν τα μέτρησα, δεν έβγαιναν...
Ο Μπάμπης λασκάρισε λοιπόν τις άγκυρες. Όχι γιατί κουράστηκε, πιστεύω, αλλά γιατί θεώρησε πως είναι άσκοπο πια να παλεύει με τις χίμαιρες. Ίσως τα παρατήσω κι' εγώ αύριο. Ποιος ξέρει; Μπορεί να επαναλαμβάνω κατά καιρούς πως "δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη", μερικά πράγματα όμως δεν παλεύονται. Δεν παλεύονται ειδικώς όταν στέκεσαι όρθιος σε ένα κόσμο που επιβιώνει σκυφτός. Είναι, ίσως, οξύμωρο, αλλά εγώ κρατήθηκα για λίγο ακόμη ζωντανός επειδή έμαθα να πετάω πάνω απ' την γαλάζια αγκαλιά της, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι κόπηκε η διαφήμιση στο περιοδικό, κάποιοι δεν πλήρωσαν, κάποιοι άλλοι, υπακούοντας στις περίεργες επιταγές ενός αδυσώπητου οικονομικού πάρε - δώσε, δέχθηκαν να πουν ψέματα ενώπιον Θεού και ανθρώπων...
"Όταν κλείνει ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή", διάβασα κάποτε στον τοίχο ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου σε κάποιο χωριό της ορεινής Ναυπακτίας. Όταν κλείνει ένα περιοδικό, όποιο κι' αν είναι αυτό, έντυπο ή ηλεκτρονικό, κλείνει ένα παράθυρο στο όνειρο γι' αυτούς που τ' αγαπούν και το διαβάζουν...
Μπάμπη, πίστεψέ με, νοιώθω ακριβώς πώς αισθάνεσαι. Σαν ελάχιστο δείγμα συναδελφικής συμπαράστασης αναδημοσιεύω εδώ το παράγγελμά σου "λάσκα τις άγκυρες" που ανέβασες χθες στο ηλεκτρονικό περιοδικό σου... Και άκου, εμείς να είμαστε καλά φίλε, να ονειρευόμαστε τουλάχιστον μόνοι μας...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος
Λάσκα τις άγκυρες.
12 Οκτωβρίου 2011
Αλμυρά μου φιλαράκια αυτό το μήνα συμπληρώνονται δύο χρόνια από τότε που το «δια θαλάσσης» σαλπάρισε για ένα ταξίδι γεμάτο αισιόδοξα όνειρα. Και πράγματι, πέρσι τέτοιο καιρό, με ούριο άνεμο όλα έδειχναν ότι τούτο το ταξίδι θα κρατούσε για πολλά-πολλά μίλια, όμως… Η πρώτη δυνατή σπιλιάδα κτύπησε στην μπάντα το καράβι και αυτό έγυρε. Έγυρε επικίνδυνα αλλά κρατήθηκε. Η άλλη σπιλιάδα, όμως, η χίλιες φορές δυνατότερη ανακάτεψε όλη τη θάλασσα τόσο, που ακόμα και τα ψάρια βγήκαν στη στεριά. Και τότε άρχισαν να χάνονται όλα.
Συγχωρήστε μου την αλληγορία, αλλά μου έχει μείνει κουσούρι να τα βλέπω όλα σαν καπετάνιος ενός καραβιού, υιοθετώντας αυτό που είχε πει ο Κολόμβος ότι όλος ο κόσμος κολυμπάει σαν τις φουσκάλες σε μια κούπα καφέ.
18 Οκτωβρίου 2010, πριν ένα χρόνο δηλαδή, και καθώς πήγαινα στο περίπτερό μου στο ναυτικό σαλόνι ένα άλλο αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε πάνω μου. Από τη σφοδρή σύγκρουση γλύτωσα τη ζωή μου, με κόστος, όμως, 6 μήνες ακινησία και, φυσικά, αποχή από τη δουλειά μου. Αυτή ήταν η πρώτη σπιλιάδα. Η δεύτερη και δυνατότερη είναι αυτή που κτύπησε όλους μας και ας μην την αναφέρω. Ωστόσο, και τότε εκείνο που σκέφτηκα ήταν να κρατήσω το «δια θαλάσσης» στην πορεία του, συντηρώντας τις «μηχανές» του με ό,τι μέσον διέθετα, μέχρι να… δούμε τι θα γίνει.
Και εδώ, όμως, γελάστηκα. Ο ορίζοντας ήταν θολός, το GPS χαλασμένο και η πυξίδα έφερνε σβούρες. Αυτό μεταφράζεται:
1. Στο ταμείο του «δια θαλάσσης» από την αρχή αυτού του χρόνου δεν έχει μπει ούτε ένα ευρώ.
2. Η αποζημίωση του ασφαλιστικού φορέα -έστω κι αν δέχτηκαν ότι το ατύχημά μου ήταν εργατικό- ποτέ δεν ήρθε. Με έχουν πήξει στην αλληλογραφία και στις επιτροπές, αλλά φως από ευρώ δεν φαίνεται πουθενά.
3. Έστω κι αν ο υπαίτιος του ατυχήματος που με «γονάτισε» αποδέχτηκε την ευθύνη του και έκανε θετική δήλωση στην ασφάλειά του, αυτή δεν έδειξε καμία διάθεση να αποζημιώσει με αποτέλεσμα να ξεκινήσω δικαστικό αγώνα, που ένας Θεός ξέρει που θα βγάλει.
Όπως αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, αυτή τη στιγμή για τον καπετάνιο του «δια θαλάσσης» υπάρχει ένας αγώνας επιβίωσης, που δεν του επιτρέπει την παραμικρή παρατιμονιά.
Ειλικρινά, αυτή η απόφαση με σκοτώνει αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, από το να φουντάρω τις άγκυρες και να περιμένω. Να περιμένω το φως μιας αυγής που θα είναι αλλιώτικη για όλους μας. Μιας αυγής που θα μας πάει εκεί που ταξιδέψαμε, αλλά και τα παιδιά μας θα γνωρίσουν όσα ξέρουν μέσα από τις διηγήσεις μας.
Λάσκα τις άγκυρες, λοιπόν, και όταν κάποια μέρα κάνετε «κλικ» στα «αγαπημένα» σας και στο «δια θαλάσσης» και σας βγάλει «unknown», να ξέρετε ότι δεν έπεσε ο server σας, αλλά κατέβηκαν οι διακόπτες στο μηχανοστάσιο του «δια θαλάσσης».
Το «δια θαλάσσης» έδεσε στο λιμάνι, παρακαλούνται οι επιβάτες του να αποβιβαστούν»
Ο καπετάνιος
Μπάμπης Κωνσταντάτος