Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Κάποτε ήταν η πρώτη φορά...

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός παλιού βιβλίου της γέφυρας...

Με ένα φίλο και συμμαθητή μου κάπου κοντά στην Ερέτρια.Ήταν κάπου γύρω στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν παρέλαβα απ' το ταχυδρομείο αμπαλαρισμένο το πρώτο μου φουσκωτό. Ένα γκρι συμβατικό Avon 3,20 με ξύλινο διαιρούμενο πάτωμα και κόκκινο ενσωματωμένο σκέπασμα πλώρης. Μου το είχαν στείλει απ' την Αγγλία, καθώς δεν υπήρχε αντιπρόσωπος στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Τριάντα χιλιάδες δραχμές θυμάμαι πλήρωσα τότε, μαζί με τα έξοδα αποστολής. Προβληματίστηκα πολύ πάντως μέχρι να του βρω κατάλληλο όνομα για τα "βαφτίσια". Το ονόμασα, τελικώς "Jumpy", επηρεασμένος από τον τρόπο που έπλεε καθώς χοροπηδούσε πάνω στα κύματα.

Και τι δεν έκανα, θυμάμαι, μ' εκείνο το βαρκάκι. Είχα αγοράσει και μια 20άρα πορτοκαλλί εξωλέμβια "Archimides" (Volvo Penta) από τους αδελφούς Σαμούχου, οι οποίοι διατηρούσαν τότε κατάστημα στη Λεωφόρο Συγγρού. Εκείνο το μηχανάκι ανταποκρίθηκε σε όλα τα βασανιστήρια που το υπέβαλα.Ψαρέματα, βόλτες, σκι. Έσερνα το "Jumpy" πίσω απ' το σαραβαλάκι μου, στα ελεύθερα camping που κάναμε με το έτερό μου ήμισυ, την μετέπειτα καπετάνισά μου. Το ρίχναμε στον Λόγγο και περνούσαμε απέναντι, στο Γρεγολίμανο, το παίρναμε μαζί στις διακοπές, ήταν το καινούργιο "κοσκινάκι" μας.

Την εποχή εκείνη συνόδευα κάποιους φίλους, που είχαν ένα Zodiac Mark II, και συνηθίζαμε πότε πότε να περνάμε απ' την Κύμη στη Σκυροπούλα και να οργώνουμε τις ακτές της ανατολικής Εύβοιας. Εκείνοι ρήμαζαν με τα ψαροντούφεκα τα σκαθάρια, τους σαργούς, τα μελανούρια και τις μπάφες, κι' εγώ τους ακολουθούσα με τα κουπιά. Γι' αυτό άλλωστε με έπαιρναν μαζί. Ήμουν καλός σ' αυτά.

Όταν παρέλαβα το "Jumpy" έριξα την ιδέα να πάμε για ψάρεμα στην Ύδρα. "Μ' αυτό ρε Ιωσήφ θα πάμε στην Ύδρα;" ρώτησε χασκογελώντας ο μακαρίτης ο Κώστας ο "εξατμισάς". "Γιατί ρε Κωστή, δεν σου κάνει;" απάντησα φανερά ενοχλημένος που είχε υποτιμήσει το νέο μου απόκτημα. Και συμπλήρωσα για να τον προλάβω. "Δεν εννοώ να πάμε στην Ύδρα με την πορδή ρε συ! Πού να μας χωρέσει άλλωστε; Να το ρυμουλκύσουμε με το αυτοκίνητο μέχρι τα Τσελεβίνια εννοώ, και να περάσουμε από κει στην Ύδρα".

Άρεσε στην τρελλοπαρέα η πρόταση, ζαχάρωνα και μια πιτσιρίκα εγώ εκείνη την εποχή, στο γραφείο του Βερνίκου όπου δούλευα, και της έριξα την πρόταση. "Τι λες, έρχεσαι να πάμε στην Ύδρα για ψάρεμα;" την ρώτησα. "Έρχομαι" απάντησε όλο χαρά εκείνη. Πού να ήξερε...

Μαζευτήκαμε λοιπόν τέσσερις μαντράχαλοι, τρεις ψαροντουφεκάδες κι' εγώ, από κοντά και η κοπελλιά. Το μικρό αμάξι αγκομαχούσε καθώς έσερνε το τρέϊλερ με το "Jumpy", πέντε άτομα, ψαροντούφεκα, μπαταρίες, σαμπρέλλες, στολές κι' ένα σωρό άλλα μπιχλιμπίδια. Α βέβαια, ξέχασα να σας πω ότι οι φίλοι ήταν οπαδοί του νυκτερινού! Ο ένας μάλιστα, Θεός σχωρέστον, ρούφαγε πού και πού και λίγο "ναργιλέ", έτσι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Εγώ το διασκέδαζα τότε. Και γιατί δεν ήξερα στην αρχή τι ακριβώς "παίζει", και γιατί μου άρεσαν αυτές οι περιπετειώδεις και μυστικοπαθείς βραδινές εξορμήσεις, και γιατί θαύμαζα τα όμορφα κομμάτια που έλαμπαν στο φως του "sealed beam" καθώς τα στίβαζαν στο ψυγείο. Γρήγορα ωστόσο "μπήκα στο νόημα", και αργότερα ξέκοψα...

Στο δρόμο αναρωτιόμουν αν θα άντεχε ο "Jumpy" όλο εκείνο το βάρος, τι καιρό θα κάνει στα Τσελεβίνια, αν θα βγουν βραδινή τσάρκα οι λιμενικοί, πού θα κάτσει να μας περιμένει η κοπελλιά μέχρι να επιστρέψουμε εμείς απ' το μακελειό. Μ' αυτές τις στενάχωρες σκέψεις και τους προβληματισμούς, φτάσαμε κάποτε στα Τσελεβίνια. Δεν ήθελε πολύ να σουρουπώσει. Ο αέρας σφύριζε και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Μέχρι να κατεβάσουμε και να φορτώσουμε το Avon, βράδυασε. Δυσκολευτήκαμε αρκετά να χωρέσουμε εμείς μέσα στο φουσκωτό, αφού ο εξοπλισμός είχε καταλάβει ολόκληρο σχεδόν το ντεκ! Ποιο ντεκ δηλαδή; Ένα μέτρο επί τρία, με το ζόρι! Καθήσαμε τελικώς οι μισοί πάνω στα πράγματα, οι υπόλοιποι πάνω στους... άλλους μισούς, τράβηξα κι' εγώ δίπλα μου την κοπελλιά και μαζί τράβηξα προβληματισμένος και την κορδονιέρα...

Με την νεογέννητη κόρη μου στις Καμάρες της Σίφνου.Πήρε με το πρώτο ο "Αρχιμήδης", κι' εγώ καμάρωνα σαν το γύφτικο σκεπάρνι μέσα στο σκοτάδι από υπερηφάνεια για το "εργαλείο". Δεν άργησα όμως να διαπιστώσω ότι είμασταν καθισμένοι σχεδόν πάνω στη θάλασσα! Ίσα βάρκα ίσα νερά που λένε! Τι να σου κάνει ο καϋμένος ο "Jumpy"; Ούτε ο πιο αισιόδοξος από τους κατασκευαστές του δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα κουβάλαγε τόσο βάρος! Τέλος πάντων, βγήκαμε απ' το μικρό κολπάκι στο πέλαγος και... ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Αέρας, κύματα που νοιώθαμε αλλά δεν βλέπαμε, ο Κώστας να πιάνει τις μπαταρίες, ο Λάκης τα ψαροντούφεκα, ο Σταύρος τις τσάντες κι' εγώ την κοπελλιά, που άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα καθώς έβλεπε το μικρό φουσκωτό να έχει γεμίσει θάλασσα και τα πράγματα να επιπλέουν!

"Θα βουλιάξουμε", φώναζε τρομαγμένη, και να τα δάκρυα! Άρχισα να βάζω κακές σκέψεις στο μυαλό και να στήνω σενάρια. Πως τάχα γέμισε το Avon με νερό και έσβησε ο "Αρχιμήδης", πως χάσαμε τα πράγματα, πως έσπασε ο "Jumpy" και πως εμείς βρεθήκαμε να κολυμπάμε μεσοπέλαγα μέσα στα μαύρα σκοτάδια...

Ο Κώστας κι' ο Λάκης ήταν πιο ψύχραιμοι, καθώς ήταν πιο "πράτιγοι" από μένα και τον Σταύρο, λόγω του Zodiac με το οποίο είχαν φαίνεται ζήσει στο παρελθόν ανάλογες στιγμές απείρου κάλλους. Γελούσαν λοιπόν οι αναίσθητοι, ο δε Κώστας με καθησύχαζε. "Μη φοβάσαι ρε συ Ιωσήφ, δεν βουλιάζουν αυτά τα πράγματα". Αυτός φαινόταν να το ξέρει, εγώ όμως δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο...

Προσεγγίσαμε κάποτε στον κάβο της Ζούρβας και πλησιάσαμε κάποιο ημιεπίπεδο σημείο των βράχων κάτω απ' τον μεγάλο φάρο. Όλο χαρά που το κανούργιο φουσκωτάκι μου δεν πήγε στον πάτο, με όλον αυτόν τον συρφετό και τις αποσκευές, γαντζώθηκα σε κάποιο βολικό βράχο, έδεσα ένα σχοινί σε μια πέτρα που εξείχε σαν πίντα, και αρχίσαμε να βγάζουμε τα πράγματα στη στεριά. Πάνω απ' το κεφάλι μας έλαμπε κατά διαστήματα ο φανός του μεγάλου φάρου της Ζούρβας, καθώς περιστρεφόταν για να δηλώσει την παρουσία του στα πλοία που περνούσαν.

Οι τρεις φίλοι, που έβλεπαν μάλλον το ψάρεμα στον ύπνο τους, άρχισαν να φορούν τις στολές τους. "Άντε ρε σεις", φώναζε ο "εξατμισάς", "βιαστείτε γιατί χάνουμε χρόνο"! "Δεν φεύγουν οι σαργοί ρε, μη φοβάσαι", απάντησε ο Λάκης. Η κοπελλιά, αν και έτρεμε - δεν ξέρω αν ήταν απ' το κρύο ή την τρομάρα - άρχισε σιγά σιγά να συνέρχεται...

Αφού τελείωσε η ιεροτελεστία του "μασκαρέματος", ο Κώστας, ο Λάκης και ο Σταύρος επιβιβάστηκαν στο φουσκωτό, τραβώντας μαζί τους τα ψαροντούφεκα και τις πλαστικές λεκάνες με τις μπαταρίες, τα sealed beams με τα "λουκάνικα" (πλωτήρες για να μη βουλιάζει το καλώδιο της λάμπας) και τις ψαροσακκούλες. "Έλα Ιωσήφ, μην αργείς, πιάσε τα κουπιά", φώναξαν και οι τρεις με ένα στόμα, λες και ήταν συνεννοημένοι. Μπήκα με κρύα καρδιά στο "Jumpy", αφού πρώτα καθησύχασα την κοπελλιά και της συνέστησα να σκεπαστεί με την κουβέρτα, που είχα πάρει μαζί μου, για να μην κρυώνει...

Θυμάμαι τώρα εκείνες τις στιγμές που καθόμουν μόνος μου στο φουσκωτάκι και κωπηλατούσα, ακολουθώντας τις φωτεινές ανταύγειες που έβγαιναν απ' τα sealed beams των τριών φίλων, ενώ παράλληλα είχα επιστρατεύσει όλες μου τις αισθήσεις μπας και πιάσω τον ήχο ή δω τα φώτα κάποιου καϊκιού. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, αλλά εμένα ο χρόνος εκείνος μου φάνηκε αιώνας!

Με την καπετάνισα και την κόρη μας στη Σίφνο.Κάποτε, οι φίλοι, κουρασμένοι, πεινασμένοι αλλά και ευχαριστημένοι απ' την ψαριά τους, σκαρφάλωσαν στο βαρκάκι και τραβήξαμε για το σημείο από όπου είχαμε φύγει. Η κοπελλιά είχε συνέλθει για τα καλά και μας περίμενε. Μόλις είδε μάλιστα τα ψάρια να γεμίζουν το ψυγείο, ενθουσιάστηκε! Ο Λάκης ανέλαβε να ανάψει φωτιά και να ψήσει δυο τρία απ' αυτά για να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Εγώ, που είχα την φαεινή ιδέα να πάρω μαζί μου την κουβέρτα, σκεπάστηκα μαζί με την κοπελλιά και χαζεύαμε τη φωτιά που είχε στήσει τρελλό χορό κάτω απ' τ' άστρα. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, ένα απ' τα ξύλα ακούμπησε στην άκρη της κουβέρτας και η κουβέρτα άρχισε να καπνίζει! Λίγο έλειψε να γίνει παρανάλωμα της φωτιάς και να καούμε ζωντανοί!

Την άλλη μέρα, καθώς επιστρέφαμε με το αυτοκίνητο στην Αθήνα, σκεφτόμουν τις δυνατότητες που είχε εκείνο το πρώτο μικρό φουσκωτό μου, που το κράτησα μέχρις ότου η καπετάνισα έφερε στον κόσμο το πρώτο μας παιδί. Δεν ήθελα λοιπόν πολύ να ξεσαλώσω και να αφήσω τη φαντασία μου να καλπάσει και να σχεδιάσει νέες περιπέτειες και ταξίδια. Συγχρόνως διαπίστωσα ότι τα αβύθιστα και αξιόπλοα αυτά κατασκευάσματα συγχωρούν πολλά ανθρώπινα λάθη. Και τα λάθη που κάναμε εμείς, εκείνη τουλάχιστον την εποχή, στην προσπάθειά μας να ταξιδεύσουμε, να ζήσουμε, να ανακαλύψουμε, ήταν πολλά, και θα ήταν ίσως ασυγχώρητα αν δεν είχαμε φουσκωτά...