Ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος σκαλίζει το παρελθόν...
Μέρος πρώτο. Η προετοιμασία.
Σωτήριο έτος 1986. Διένυα τότε το 34ο έτος της ηλικίας μου και γιόρταζα την είσοδό μου στο χώρο των «μεγάλων» r.i.b.’s της εποχής εκείνης, έχοντας μόλις αποκτήσει τo 4.95 της "Olympic Hellas"! Είχε ήδη ανατείλλει η δεύτερη δεκαετία, από τότε που είχα μπει στον μαγικό κόσμο των φουσκωτών με ένα Avon 3.20, που μου είχαν στείλει πακέτο απ' την Αγγλία. Τριάντα χιλιάδες δραχμές μου είχε στοιχίσει ο πρώτος έρωτας, μαζί με τα ταχυδρομικά και τα έξοδα τελωνείου. «Jumpy» είχα ονομάσει εκείνη την εγγλέζικη «σαμπρέλλα», για ευνόητους λόγους. Μ’ εκείνο το «σκατό» έμαθα ακόμη και θαλάσσιο σκι, αφού η 20άρα πορτοκαλλί «Archimides» (Volvo Penta) με έβγαζε έξω απ' το νερό σε αξιοπρεπή χρόνο και με ταχύτητα αρκετή για να κρατηθώ και να μείνω πλαναρισμένος πάνω στα πέδιλα του σκι. Ακολούθησε το 3.80 και το 4.40 της "Olympic Hellas", με την αξέχαστη 35άρα Tohatsu το πρώτο, και την 40άρα Evinrude το δεύτερο. Και τα δύο εκείνα φουσκωτά σκάφη ήταν βεβαίως συμβατικά. Δεν είχε κάνει ακόμη βλέπετε την εμφάνισή της η «σκληρή γάστρα» στην αγορά.
Περνούσα συχνά απ' τα γραφεία της «Olympic Hellas», στο παλιό εργοστάσιο του Δαρζέντα, ελάχιστα μέτρα από το σημείο όπου σκότωσαν το «γελαστό παιδί». Μου άρεσε να ακούω τα «παραμύθια» του Βρεττού, ο οποίος μ' εκείνο τον χαρακτηριστικό και γλαφυρό τρόπο του, κόντευε να πείσει τους πάντες και να τους κάνει να πιστέψουν ότι είχε στ’ αλήθεια περάσει με μια τουφεκιά σουβλάκι τους δύο σαργούς, «φωτοτυπώντας» τους θαρρείς, στη βέργα του ψαροντούφεκου! Άκουγε κι’ εκείνος με προσοχή τις δικές μου αφηγήσεις από τα «μεγάλα» ταξίδια μου στις Κυκλάδες και την Κάσο, καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι που τα πραγματοποίησα με τις βάρκες τους, και καλά περνούσαμε...
Τρία περίπου χρόνια πριν είχε προηγηθεί το ταξίδι του Τάσου Δημητριάδη στη Μάλτα, με ένα συμβατικό Olympic 6.30, δύο 40άρες Suzuki, και πλήρωμα τους Κώστα Κοκκό και Γιάννη Λάππα. Ήταν το πρώτο ταξίδι εκτός συνόρων με Ελληνικό συμβατικό φουσκωτό, που είχε εξάψει τη φαντασία μου και με είχε «φτιάξει», προκειμένου να αρχίσω να σκέφτομαι το δεύτερο. Έτσι, όταν μια μέρα «έπιασα» μερικές σκόρπιες λέξεις, μεταξύ Βρεττού, Δημητριάδη και Παπαπαναγιώτου για ένα ταξίδι στο Γιβραλτάρ, μπήκα στη μέση και τόλμησα να ρωτήσω. «Εγώ χωράω κάπου;». Με κοίταξαν για μια στιγμή, και χωρίς δισταγμό με έβαλαν στην ομάδα. «Αφού πας μόνος σου με το 4.40 στην Κάσο, δεν σε φοβάμαι», σχολίασε ο Γιάννης Παπαπαναγιώτου...
Δεν ξέρω πόσα βράδυα έμεινα άϋπνος μέχρι να συνηθίσω στην ιδέα. Άρχισα να επιστρατεύω χάρτες και να κρατώ σημειώσεις. Πάντοτε μου άρεσε να κρατώ σημειώσεις, για το τι πρέπει να πάρω μαζί μου, ποιες θα είναι οι ενδεχόμενες στάσεις, ποια θα είναι η ρότα. Βεβαίως τον πρώτο λόγο είχε τότε ο Δημητριάδης, ο οποίος, θες λόγω προγενέστερης εμπειρίας, θες λόγω ηλικίας, θες λόγω της επαγγελματικής του σχέσης με την εταιρεία που έβαζε το σκάφος, χρίστηκε από μόνος του επικεφαλής της αποστολής και «κυβερνήτης». Εμένα καθόλου δεν με πείραζε αυτό. Μου αρκούσε που θα συμμετείχα απλώς στο ταξίδι. Είχε μάλιστα φροντίσει, θυμάμαι, να κάνει ορατή την διαφορά «ιεραρχίας» που τον «χώριζε» από τα άλλα δύο μέλη του πληρώματος, εμένα και τον Σίμο, ράβοντας μια επιπλέον «σαρδέλλα» στο μπλουζάκι του με τη λέξη «captain» από κάτω. Θεός σ’χωρέστον...
Ο Σίμος θα ήταν υπεύθυνος για τα ηλεκτρικά του σκάφους, καθότι ηλεκτρονικός. Εγώ θα είχα τη μερίδα του λέοντος στο τιμόνι, μιας και μπορούσα να οδηγώ όλη μέρα, κοιτώντας αποσβολωμένος την πυξίδα και τον ορίζοντα, και ο Τάσος θα είχε το γενικό πρόσταγμα και την παρακολούθηση των ενδείξεων του ραντάρ. Ναι, το φουσκωτό εκείνο διέθετε ραντάρ! Πίστευα ότι το ταξίδι έχανε μεγάλο κομμάτι του ρομαντισμού του, εξ αιτίας εκείνης της περιστρεφόμενης «γκιλοτίνας», που στριφογύριζε όλη μέρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν το δρεπάνι του χάρου! Δεν μου άρεσε καθόλου, αλλά δεν μου έπεφτε και λόγος. Ο Βρεττός και ο Δημητριάδης, θέλοντας προφανώς να εξασφαλίσουν την επιτυχία του ταξιδιού και να καθησυχάσουν τις ανασφάλειές τους, συμφώνησαν με τον Τάσο Καραγεώργη, που αντιπροσώπευε τα ραντάρ της "Decca", να τοποθετηθεί ένα στο πρυμιό τμήμα του 5.60. Η περιστρεφόμενη "καρμανιόλα" κατέλαβε ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια του ανοξείδωτου roll bar, ενώ η οθόνη και το «μάτι» στερεώθηκαν πάνω στην πολυεστερική κονσόλα-καπάκι της πλώρης, ακριβώς μπροστά από το μοναδικό κάθισμα του σκάφους.
Ολόκληρη εκείνη η βαρειά κατασκευή, συνηγορούντων των έξι πλαστικών εξηντάλιτρων δοχείων καυσίμου που είχαμε τοποθετήσει σε δύο «ντάνες» των τριών στο ξύλινο ντεκ, και των δύο κινητήρων, βάρυναν το μικρό σχετικώς σκάφος και έκαναν τους πρυμιούς αεροθαλάμους του να «σπρώχνουν» θάλασσες. Οι αποθηκευτικοί χώροι ήταν περιορισμένοι, με αποτέλεσμα να κάνουμε με τον Σίμο ένα σωρό «αλχημείες» για να χωρέσουν τα λιγοστά ατομικά μας είδη, ένα βαλιτσάκι με εργαλεία, ένα κιβώτιο με... ούζα για τον Τάσο και δέκα κούτες τσιγάρα για τους δύο θεριακλήδες του πληρώματος! Βλέποντας όλη εκείνη την κατάσταση αποφάσισα να περιορίσω τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου στο ελάχιστο. Μερικά μπλουζάκια, ένα sleeping bag, δύο παντελόνια, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, γυαλιά ηλίου, καπέλλο, μάλλινο σκούφο, πετσέτα, χαρτί υγείας και είδη ατομικής καθαριότητας. Όλα αυτά χώρεσαν σε ένα μικρό τσαντάκι που μπήκε, μαζί με τα προσωπικά είδη των δύο συνταξιδιωτών μου, τη φωτογραφική μηχανή και τη βιντεοκάμερά μου, στο μοναδικό ταμπούκι-κάθισμα του σκάφους. Το μόνο που ξεχάσαμε (!) ήταν οι νιτσεράδες, με αποτέλεσμα να μας τις φέρει μετά από λίγες ημέρες ο Μιχάλης Γκιόλμαν στην Πάλμα της Μαγιόρκα!
Πίσω ακριβώς από το μοναδικό κάθισμα, σκεπασμένα με ένα μπλε μουσαμά, στιβάχτηκαν και δέθηκαν σε δύο σειρές των τριών, τα έξι εξηντάλιτρα πλαστικά δοχεία βενζίνης. Ένα πραγματικό πλωτό βενζινάδικο για τα μέτρα εκείνης της εποχής! Ο φόβος μου ήταν μεγάλος, και μόνο στη σκέψη ότι οι δύο φίλοι θα κάπνιζαν αρειμανίως σε όλο το ταξίδι κι’ εγώ θα ένοιωθα πως καθόμουν πάνω σε μια κινούμενη βόμβα έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκραγεί! Κράτησα όμως τον φόβο αυτό για τον εαυτό μου και δεν μίλησα. Εκτός από «φιλοξενούμενος» ήμουνα και ο μικρότερος σε ηλικία...
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε, με την απ’ ευθείας παροχή καυσίμου από τα πλαστικά ρεζερβουάρ στις μηχανές, μας βασάνισε αρκετά, μέχρις ότου το δαιμόνιο μυαλό του εφευρετικού Μπάμπη Μπουζάκη έδωσε τη λύση! Οι πλαστικές τάπες των δύο από τα έξι δοχεία τρυπήθηκαν, και στο επάνω μέρος τους τοποθετήθηκε ένα εξάρτημα που επινόησε ο Μπάμπης και κατασκεύασε στον τόρνο. Επρόκειτο για μια ιδιοφυή και απλή κατασκευή, η οποία επέτρεπε να περνάει το καύσιμο απ' τα δοχεία απ’ ευθείας στις μηχανές, και συγχρόνως να λειτουργεί και σαν βαλβίδα εξαέρωσης! Στο κάτω μέρος της τάπας, στερεωνόταν με ένα κολλιέ σύσφιξης ένα άκαμπτο κομμάτι σωλήνα που έφτανε μέχρι τον πάτο του δοχείου. Όποτε αγκυροβολούσαμε, δεν είχαμε παρά να βιδώσουμε την βίδα που υπήρχε στο επάνω μέρος του εξαρτήματος αυτού, αποτρέποντας έτσι την υπερχείλιση της βενζίνης!
Το σκάφος ετοιμαζόταν και εξοπλιζόταν, αργά αλλά σταθερά. Η ένταση του ταξιδιού με είχε κυριολεκτικώς συνεπάρει και, πού με έχανες πού με έβρισκες, στις εγκαταστάσεις της «Olympic» τριγυρνούσα όλη μέρα! Εν τω μεταξύ, αυτοί που είχαν συμφέρον να προβάλλουν το ταξίδι μας, η "Olympic Hellas" και ο Μιχάλης Γκιόλμαν, κυρίως, σαν πρόξενος του Γιβραλτάρ στην Ελλάδα, φρόντισαν να οργανώσουν μια συνέντευξη Τύπου (λέγε με φιέστα) στο κρουαζιερόπλοιο "Ωκεανός" του Ποταμιάνου, με προσκεκλημένους υψηλόβαθμους του Λιμενικού Σώματος και τον τότε Δήμαρχο Πειραιά Γιάννη Παπασπύρου.
Όταν κάποια στιγμή το 5.60 φόρεσε όλα τα καλά του, αποφασίσαμε να το δοκιμάσουμε στη θάλασσα και να πάμε μέχρι την Πάτρα. Το ρίξαμε λοιπόν στο Καλαμάκι, επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό και οι τρεις, και γεμίσαμε όλα τα ρεζερβουάρ προκειμένου να έχουμε μια σαφή εικόνα του τι «παίζει». Και, δυστυχώς, το 5.60 «έπαιζε»... κακά! Όπως ακριβώς το είχα δηλαδή φανταστεί. Βαρειά πρύμνη, με εκείνο το άθλιο και κακάσχημο μαραφέτι να στριφογυρίζει πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν λαιμητόμος, τους πρυμιούς αεροθαλάμους μιας εξαιρετικά ρηχής γάστρας (το βαθύ "V" έκανε την εμφάνισή του αργότερα, με προπομπό την εκπληκτική γάστρα του "Avon Sea Rider" 5.40) να «σπρώχνουν» όλη τη θάλασσα, κι’ εμείς στριμωγμένοι σ’ ένα χώρο, όχι μεγαλύτερο από 1.50 Χ 0.80, να προσπαθούμε να οδηγήσουμε, να κάτσουμε, να φάμε, να δούμε την οθόνη του κακάσχημου και άθλιου ραντάρ, να φωτογραφήσουμε, να βιντεοσκοπήσουμε! Άρχισα να ψυχανεμίζομαι τι επρόκειτο να αντιμετωπίσουμε εν πλω προς τις Ηράκλειες στήλες, ενώ δεν είχαμε ακόμη ολοκληρώσει την πρώτη δοκιμή μας στην Πάτρα...
Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/memo/258-2010-02-09-13-55-30.html
Σημείωση : Έχω στο αρχείο μου μια τρίωρη βιντεοταινία από εκείνο το ταξίδι. Είναι όμως σε μορφή vhs και, όπως είναι φυσικό, η ποιότητα της εικόνας δεν είναι η ίδια μ' αυτήν που ήταν πριν από 24 χρόνια. Θα καταβληθεί προσπάθεια, εν καιρώ, να αναρτηθούν στο "Rib and Sea" κάποια αποσπάσματα.