Μέρος δεύτερο. Ο απόπλους και το ταξίδι μέχρι την Σικελία.
Την Κυριακή 15 Ιουνίου του 1986, ο Τάσος και ο Σίμος έριξαν το "Ολύμπικ" στο Καλαμάκι και, προτού φθάσουν στο προκαθορισμένο σημείο απόπλου, πέρασαν από την άκρη του λιμενοβραχίονα της μαρίνας Ζέας για να πάρουν και μένα, αφού μέχρι τότε κατοικούσα στον Πειραιά. Στη Ζέα περίμεναν οι φίλοι και συγγενείς μας, ένα τηλεοπτικό συνεργείο, ο Δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Παπασπύρου, ο δημοσιογράφος Κωστής Χαιρόπουλος, σαν συνεργάτης του περιοδικού «Εικόνες», οι Μιχάλης Γκιόλμαν και Τάσος Καραγεώργης, σαν δύο από τους χορηγούς του εγχειρήματος, και βέβαια σύσσωμη η «Ολύμπικ», με τους Μίλτο Βρεττό, Γιάννη Παπαπαναγιώτου, Μπάμπη Μπουζάκη, τους αείμνηστους Γιάννη Παππά και Παναγιώτη Πουλόπουλο, και τον Παύλο Καρρά, σημερινό κατασκευαστή των φουσκωτών σκαφών "Evripus". Ήταν όλοι επιβάτες ή χειριστές σε συμβατικά φουσκωτά σκάφη της «Ολύμπικ».
Δεν έλειπαν ούτε οι βατραχάνθρωποι του Πολεμικού Ναυτικού, τους οποίους είχε εφοδιάσει τότε η "Ολύμπικ" με συμβατικά εξάμετρα φουσκωτά. Το κλίμα ήταν εορταστικό, ενώ εγώ δεν έχασα την ευκαιρία να κρεμάσω μια σημαία στην πλάτη μου με το περιστέρι της Ειρήνης (δεν θυμάμαι ακριβώς γιατί, αλλά κάποιος λόγος θα υπήρχε και κάποια πολεμική σύρραξη θα ήταν σε εξέλιξη για να το κάνω). Γρήγορα όμως αναγκάστηκα να την αποσύρω, υπακούοντας στις εντολές του «captain», ο οποίος θεώρησε ότι η κίνησή μου ήταν «κιτς»...Αφού ο Μιχάλης Γκιόλμαν και ο Δήμαρχος Πειραιά εκφώνησαν κάποια σύντομα λόγια και ο Κωστής Χαιρόπουλος πήρε μια συνέντευξη από τον Τάσο Δημητριάδη, εν μέσω χαρούμενων φωνών, ευχών και συριγμών, με τους φίλους και συγγενείς να κουνούν τα μαντήλια, λύσαμε κάβους και πήραμε την άγουσα για την έξοδο της μαρίνας. Τα φουσκωτά με τους "Ο.Υ.Κ.άδες" και τους ανθρώπους της «Ολύμπικ» μας ακολούθησαν, συμμετέχοντας έτσι για λίγο στη χαρά του απόπλου, ενώ στη συνέχεια μας αποχαιρέτησαν κορνάροντας...
Βάλαμε ρότα για τα Περιστέρια της Σαλαμίνας και από κει "σημαδέψαμε" τα Ίσθμια. Ο καιρός ζεστός και η θάλασσα λάδι. Ήταν η πρώτη φορά που θα πέρναγα εν πλω τη διώρυγα, και έτσι αποφάσισα να αποθανατίσω το γεγονός με τη βιντεοκάμερα. Βιντεοκάμερα VHS της εποχής βέβαια, με χωριστό βίντεο! Εντυπωσιάστηκα από τη μοναδική εμπειρία, σκεφτόμενος συγχρόνως πόσοι άνθρωποι, πόσα εργαλεία, πόσα μηχανήματα και πόσος χρόνος χρειάστηκαν για να ανοίξει η γη και να «ανακατέψουν» τα νερά τους ο Κορινθιακός και ο Σαρωνικός...
Καθώς τελείωνε το μήκους τεσσάρων ν. μιλίων περίπου κανάλι, βάλαμε στην πυξίδα τον πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού και διανυκτέρευσης, το Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς. Ο Τάσος κάπνιζε συνεχώς και ήταν καρφωμένος στην οθόνη του ραντάρ, ο Σίμος κάπνιζε αρειμανίως την πίπα του, ενώ εγώ κρατούσα το τιμόνι, έχοντας αναλάβει τη «βρώμικη» δουλειά. Καθώς οδηγούσα, ονειρευόμουν, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στο άκρο του υγρού γαλάζιου καθρέφτη, ρίχνοντας όμως πού και πού κλεφτές ματιές και στην πυξίδα, η οποία είχε επίτηδες τοποθετηθεί στο άκρο σχεδόν του πλωριού πολυεστερικού καπακιού, για να μην επηρεάζεται από τον υπόλοιπο ηλεκτρονικό εξοπλισμό του σκάφους. Εγώ πάντως αρνιόμουν πεισματικά να βάλω το κεφάλι μου στη μαύρη πλαστική «σακκούλα» της οθόνης του ραντάρ, σε όλη την διάρκεια εκείνου του ταξιδιού. Από τότε είχα αρχίσει να έχω τις πρόωρες γεροντικές παραξενιές μου...
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην Πάτρα. Ο καιρός βοήθησε πολύ σ’ αυτό. Συναντήσαμε στη μαρίνα ένα φίλο και συνεργάτη της «Ολύμπικ», και αφού τον πήραμε μια βόλτα με το 5.60 έξω απ’ το λιμάνι, βάλαμε ρότα για το Αργοστόλι όπου επρόκειτο να πάρουμε καύσιμα και να διανυκτερεύσουμε. Στο Αργοστόλι μας περίμεναν οι λιμενικοί, οι οποίοι ήταν ενημερωμένοι για το ταξίδι μας, και κάποιος φίλος του Δημητριάδη και της «Ολύμπικ», ο οποίος ήθελε να μας βγάλει έξω για φαγητό. Φόρεσα το μοναδικό «καλό» παντελόνι που είχα μαζί μου και ένα πουκάμισο και, ενώ ο Τάσος και ο Σίμος είχαν ήδη ντυθεί και απομακρυνθεί, τράβηξα το σχοινί με το οποίο είχαμε πλαγιοδέσει το φουσκωτό σε μια από τις μπίντες του λιμανιού, για να πηδήσω κι’ εγώ έξω. Αμ δε! Εκεί που το δεξί μου πόδι είχε ήδη πατήσει στο ντόκο και ετοιμαζόταν να το ακολουθήσει και το αριστερό, το σχοινί τεντώθηκε, το σκάφος απομακρύνθηκε, τα πόδια μου άνοιξαν σε στάση «σπαγγάτο» και την αμέσως επόμενη στιγμή βούτηξα στη θάλασσα με τα ρούχα! Νευρίασα, αλλά και γελούσα συγχρόνως με τον εαυτό μου, ανακαλώντας στη μνήμη μου την κωμικοτραγική σκηνή. Πάει το καλό μου παντελόνι και το πουκάμισο, που τα φύλαγα πώς και πώς για μια ιδιαίτερη στιγμή...
Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει, όταν την άλλη μέρα επιβιβαστήκαμε στο φουσκωτό και λύσαμε κάβους. Είχαμε μπροστά μας το μεγαλύτερο άνοιγμα του ταξιδιού μας (μέχρι τη Μεσσήνα της Σικελίας, 240 ν. μίλια περίπου) και έπρεπε, καλού κακού, να ταξιδέψουμε με το φως της ημέρας σε όλη την έκτασή του. Η αυτονομία ήταν βεβαίως το πρώτο ζητούμενο. Μεταφέραμε 360 λίτρα σε έξι εξηντάλιτρα δοχεία, και η μεγαλύτερη απόσταση που μπορούσαμε να διανύσουμε (με καλές σχετικώς καιρικές συνθήκες) ήταν τα 250 ν. μίλια περίπου. Καίγαμε δηλαδή περί τα 1,5 λίτρα/ν.μίλι, έχοντας και τις δύο μηχανές σε λειτουργία. Θα φτάναμε λοιπόν οριακά στον προορισμό μας και έπρεπε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να προσεγγίσουμε τον νοτιοανατολικό κάβο της Ιταλικής «μπόττας», τον Cavo Spartivento, με σκοπό να πάρουμε καύσιμα στο πλησιέστερο πρατήριο που θα συναντούσαμε. Δεν θέλαμε να ρισκάρουμε τη μεγάλη «ευθεία» και την απ’ ευθείας προσέγγιση της Μεσσήνας, γιατί αν τα καύσιμα τέλειωναν, το πρόβλημα θα ήταν μεγάλο στο ανοικτό πέλαγος...
Οι δύο 75άρες Suzuki, που ήταν κρεμασμένες στον καθρέφτη του 5.60 και τις είχε προσφέρει η αντιπροσωπεία, ειδικώς για το ταξίδι αυτό, ήταν από τους πρώτους auto lube κινητήρες που είχαν βγει στην αγορά, με ενσωματωμένο δοχείο λαδιού. Έπρεπε λοιπόν να έχουμε το νου μας και να συμπληρώνουμε λάδι όποτε η στάθμη του χαμήλωνε επικίνδυνα. Επειδή δεν εμπιστευόμασταν και πολύ τη νέα τεχνολογία, προσθέταμε και λίγο λάδι στα καύσιμα, για κάθε ενδεχόμενο. Από την πρώτη στιγμή όμως, ο θόρυβος που έκαναν εκείνες οι μηχανές δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν μεταλλικός και οξύς, σα να κτυπούσε κάποιος κατσαρολάκια στην κουζίνα! Η προσοχή μας λοιπόν στην κανονική τροφοδοσία τους με την σωστή ποσότητα λαδιού ήταν διαρκώς τεταμένη. Το πρόβλημα ήταν ότι, κάθε φορά που, σαν μικρότερος, καβαλλούσα τις έξι βραδυφλεγείς βόμβες που μεταφέραμε για να φτάσω στις μηχανές και να συμπληρώσω λάδι, έπρεπε να προσέχω μήπως η περιστρεφόμενη "λαιμητόμος" του ραντάρ μου πάρει το κεφάλι ή με πετάξει στη θάλασσα!
Αφού συναντήσαμε δεκάδες χελώνες, που λιαζόντουσαν στο πέλαγος ανοικτά της Κεφαλλονιάς, βυθιστήκαμε για τα καλά στο απέραντο γαλάζιο. Οι ορίζοντες άνοιξαν και κάθε στεριανό σημείο αναφοράς εξαφανίστηκε. Αυτό που παρατήρησα, και είχε μεγάλη σημασία για τις μετέπειτα θαλασσινές περιπλανήσεις μου, ήταν ότι διατηρώντας την πορεία βάσει των ενδείξεων της πυξίδας, άκουγα τον Τάσο και τον Σίμο, οι οποίοι δεν έχαναν την επαφή τους με την οθόνη του ραντάρ, να μου λένε : "Καλά πας, συνέχισε έτσι". Καθώς δε έβλεπαν ότι άντεχα, και μου άρεσε συγχρόνως η οδήγηση, "αγκυροβόλησαν" στο κάθισμα καπνίζοντας και ρίχνοντας πότε πότε κλεφτές ματιές στην οθόνη του ραντάρ. Το τιμόνι είχε "κολλήσει" σχεδόν στα χέρια μου και το άφηνα μόνο όταν ήθελα να τραβήξω πλάνα ή όταν μπαίναμε στα λιμάνια, όπου τον πρώτο λόγο ήθελε να έχει πάντα ο Δημητριάδης. Κάτι σαν τον ναύτη και τον αξιωματικό της γέφυρας του εμπορικού πλοίου ένα πράγμα δηλαδή...
Η ζέστη ήταν αφόρητη και ο ήλιος είχε αρχίσει να αλλάζει το χρώμα του δέρματός μας! Κάποια στιγμή, προχωρημένο απόγευμα, ζυγώσαμε τον εντυπωσιακό φάρο του Cavo Spartivento. Πλησιάσαμε ένα από τα χωριουδάκια της μεγάλης παραλίας, που ξεκινάει από κει και φτάνει σχεδόν μέχρι το Reggio και, αφού δέσαμε το σκάφος, βγήκαμε σε αναζήτηση βενζίνης. Ένας Ιταλός προσφέρθηκε να μεταφέρει τα άδεια δοχεία και έναν από μας, με ένα τρίκυκλο Piaggio μέχρι το κοντινότερο βενζινάδικο και όλα ρυθμίστηκαν λίγη ώρα αργότερα. Έπρεπε τώρα να σαλπάρουμε αμέσως για να φτάσουμε στη Μεσσήνα προτού πέσει το σκοτάδι....
Ο ήλιος είχε σχεδόν ξαπλώσει πάνω στα βουνά της Σικελίας, όταν μπήκαμε στο στενό της Μεσσήνας. Τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη του Ομηρικού Οδυσσέα. Ποτάμι η θάλασσα να τρέχει προς τα πάνω, μέχρι το μέσο της απόστασης που χωρίζει τη Μεσσήνα από το Ρέτζιο, και ορμητική να τρέχει προς τα κάτω στο άλλο μισό! Οι διμούτσουνες "παντόφλες" (f/b) πηγαινοέρχονταν από τη μία πόλη στην άλλη, κι’ εμείς στη μέση να ψάχνουμε το πιο κατάλληλο μέρος για να δέσουμε. Καθώς μπαίναμε στο λιμάνι, είδαμε στη δεξιά πλευρά ένα ξύλινο προβλήτα, που «εισχωρούσε» καμμιά τριανταριά μέτρα μέσα στη θάλασσα, και στην άκρη του δύο αντλίες καυσίμου! "Καλό αυτό", είπαμε και οι τρεις μ’ ένα στόμα. "Δεν θα μακρύνουν τα χέρια μας εδώ". Πλεύσαμε αργά, μπαίνοντας στο λιμάνι, και κατευθυνθήκαμε προς την αριστερή λεκάνη όπου ήταν δεμένα τα ψαράδικα και οι λάντζες. Ήταν το πιο ήσυχο και ασφαλές μέρος για να δέσουμε το φουσκωτό και να διανυκτερεύσουμε. Τσιμπήσαμε τα έτοιμα που είχαμε μαζί μας, και πέσαμε εξαντλημένοι στα χέρια του Μορφέα....
Ο ύπνος ήταν το «κλου» εκείνου του ταξιδιού. Ο Σίμος σερνόταν, κυριολεκτικώς, κάτω από το μεγάλο πολυεστερικό καπάκι της πλώρης, έμπαινε στον υπνόσακκό του και εξασφάλιζε ησυχία, απομόνωση και σκοτάδι! Ήταν ο πιο «ηλικωμένος», και έτσι του κάναμε εκείνη την παραχώρηση. Τώρα βέβαια, πόση «παραχώρηση» ήταν εκείνο το πράγμα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Εγώ πάντως δεν θα τρύπωνα ποτέ να κοιμηθώ εκεί! Τον τάφο του Ινδού μου θύμιζε εκείνος ο προάγγελος της πλωριάς... «καμπίνας»! Ο Δημητριάδης, πάλι, ξάπλωνε φαρδύς πλατύς στο μοναδικό κάθισμα (καθότι captain) και, με το που έπεφτε, ξεραινόταν και άρχιζε το βραδινό δρομολόγιο της... «ταχείας»! Ήμουν απελπισμένος, αλλά και βολικός στα δύσκολα! Έκανα στην αρχή μια προσπάθεια να ξαπλώσω πάνω στα έξι πλαστικά ρεζερβουάρ, καθώς αυτά καταλάμβαναν τον μεγαλύτερο ελεύθερο χώρο του καταστρώματος, αλλά όταν είδα πως το σώμα μου ακολουθούσε τεθλασμένη γραμμή και το άλλο πρωί θα σηκωνόμουνα σε σχήμα οκτώ, έχοντας μείνει και άϋπνος από την «ταχεία» που περνούσε δίπλα μου, πήρα τον σάκκο μου και βγήκα από το 5.60 σε αναζήτηση καλύτερου καταφυγίου. Ανακάλυψα τελικώς ένα σκεπασμένο ιταλικό τρεχαντήρι, με ξύλινο ντεκ και μαξιλάρες, και από δω πάνε οι άλλοι! Η ίδια αυτή διαδικασία γινόταν κάθε βράδυ, με εξαίρεση βέβαια το Mahon της Μινόρκας και το Γιβραλτάρ, όπου οι χλιδάτες σουίτες αντικατέστησαν τις μαούνες και τα τρεχαντήρια...
Νωρίς το άλλο πρωί, πήραμε την άγουσα προς τον ξύλινο «αιωρούμενο» προβλήτα, όπου είχαμε το προηγούμενο βράδυ δει την αντλία της βενζίνης. Περιμέναμε κάμποση ώρα μέχρι να ανοίξει το πρατήριο και να φουλάρουμε όσα δοχεία ήταν άδεια. Η ρεστία από τις διμούτσουνες "παντόφλες", που σταματημό δεν είχαν, είναι αλήθεια πως έκανε τον ανεφοδιασμό μας να μοιάζει με... ακροβατικό show στο τσίρκο Medrano! Φουλάραμε, κάποια στιγμή, και ανοικτήκαμε στο πέλαγος. Σε μικρή απόσταση από τη ρότα μας, μαζί με τις διμούτσουνες "παντόφλες", περνούσαν και τα περίεργα εκείνα ψαράδικα με τον πύργο του... Άϊφφελ στο μεσόστεγο, και μια μακρόστενη «σκάλα» να προεκτείνει καμμιά τριανταριά μέτρα το ακρόπλωρο! Τόσο στην κορυφή του «πύργου», όσο και στην άκρη της «σκάλας» ισορροπούσαν άνθρωποι! Στο μόνο που ξεχώριζαν μεταξύ τους ήταν ότι αυτός που ήταν στην άκρη της σκάλας κρατούσε καμάκι!
Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/memo/261-2010-02-10-15-04-18.html