Θυμάται και γράφει ο Μπάμπης Κωνσταντάτος.
Περίεργες μέρες περνάμε, αλμυρά μου φιλαράκια, και για να ξεφύγω, κατά κάποιο τρόπο, από την ξεφτιλισμένη πραγματικότητα, το έχω ρίξει στο ποδήλατο. Κάνω ατέλειωτες βόλτες σε όλη την Αθήνα με τα ακουστικά του walkman χωμένα στ’ αυτιά μου, προσπαθώντας έτσι να ξεφύγω και από τους θορύβους της πόλης.
Πριν κάμποσες μέρες σας είχα γράψει τις εντυπώσεις μου από εκείνο το καταπληκτικό βιβλίο του γιατρού Αλέν Μπομπάρντ, που διάβασα και, σας διαβεβαιώνω, ακόμα το μυαλό μου είναι γεμάτο από τις εικόνες της περιγραφής αυτού του απίστευτου ταξιδιού, που το κάνουν ακόμα πιο σπουδαίο οι λόγοι για τους οποίους το πραγματοποίησε εκείνος ο μεγάλος γιατρός.
Και εκεί που ανηφόριζα την Κηφισίας επιστρέφοντας, σούρουπο πια, στο σπίτι μου, θυμήθηκα ένα άλλο γεγονός, που πριν από αρκετά χρόνια με σημάδεψε και έγινε σταθμός στη ζωή μου.
Ήταν το 1987. Εκείνη την άνοιξη είχα ξεκινήσει συνεργασία με το περιοδικό "ΠΛΕΥΣΗ" του Γιάννη Καμπά και στα τέλη Ιουνίου ήμουν στη δεξίωση της έναρξης του ιστιοπλοϊκού αγώνα «Ράλι Αιγαίου». Μεγάλη η συμμετοχή και πολύς ο κόσμος που συζητούσε και έλεγε ιστορίες από ρεγκάτες και... κατορθώματα. Και εκεί που ήμουν με μια παρέα ιστιοπλόων, που συζητούσαν για «κατορθώματα» που είχαν κάνει, άκουσα κάποιον να λέει: «Ρε σεις, όταν έχει δυνατό αέρα και οι κουράδες ταξιδεύουν, ο καλός ιστιοπλόος στην άπνοια δείχνει την αξία του».
Γύρισα και κοίταξα τον άνθρωπο που είχε πει αυτή την κουβέντα. Ήταν ένας εξηνταπεντάρης, που ακόμα και το βλέμμα του έσταζε αλμύρα. Ρώτησα τον Γιάννη ποιος ήταν, και εκείνος μου απάντησε: «Καλά, δεν ξέρεις το Σάββα Γεωργίου;» Όχι, δεν τον ήξερα, αλλά ήξερα τι είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος. Το 1956 μαζί με την Αμερικανίδα φίλη του, τότε, τη Σου, είχε ξεκινήσει από τη Νέα Υόρκη με ένα 8άμετρο ιστιοπλοϊκό σκάφος, τη "ΧΑΡΑ" και, διασχίζοντας τον Ατλαντικό ωκεανό και τη Μεσόγειο, έφτασε στο Φάληρο μόνο με το πανί, χωρίς να έχει ούτε καν μια βοηθητική εξωλέμβια.
Την επόμενη χρονιά, πάλι τέλη Ιουνίου, είχα πάει στην δεξίωση του «Ράλι Αιγαίου 1988» περιμένοντας να δω εκεί ξανά εκείνον τον θαλασσοπόρο. Ο Σάββας Γεωργίου, όμως, δεν ήταν εκεί.
Μερικές μέρες πριν είχε πάθει ένα καρδιακό επεισόδιο. Είχε πάει στο γιατρό, ο οποίος διαπιστώνοντας έμφραγμα του μυοκαρδίου, τον μετέφερε στο Ζάννειο νοσοκομείο, όπου και εκεί κρίνοντας την κατάστασή του πολύ σοβαρή, αποφάσισαν την εισαγωγή του στην εντατική. Καθώς, ωστόσο, δεν υπήρχε ελεύθερο κρεβάτι σ’ αυτή τη μονάδα, ο γιατρός έδωσε εντολή να μεταφερθεί από εκεί μια γυναίκα σε άλλο θάλαμο αφού, έχοντας περάσει μια εβδομάδα από την εισαγωγή της, έκρινε ότι δεν κινδύνευε πλέον.
Όταν, όμως, ανακοίνωσαν στη γυναίκα ότι θα μεταφερόταν, γιατί κάποιος άλλος με μεγαλύτερη ανάγκη έπρεπε να εισαχθεί στο κρεββάτι αυτό της εντατικής, εκείνη άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει ότι την πετάνε έξω γιατί θέλουν να βάλουν κάποιον «δικό τους». Ο Σάββας Γεωργίου ήταν έξω από τον θάλαμο, στο καροτσάκι, περιμένοντας την εισαγωγή του και έτυχε να ακούσει τις φωνές της. Και τότε σηκώθηκε, μπήκε μέσα στον θάλαμο και καθησύχασε εκείνη τη γυναίκα λέγοντας:
«Μην ανησυχείτε κυρία μου, κανείς δεν πρόκειται να πάρει τη θέση σας». Και γύρισε, βγήκε από την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του νοσοκομείου. Όμως, δεν έφτασε ποτέ στην έξοδο. Εκεί, μπροστά στους γιατρούς, έπεσε και άφησε την τελευταία του πνοή λόγω ανακοπής.
Ήταν 28 Ιουνίου του 1988, τότε που αυτή η θαλασσινή ψυχή σαλπάρισε για το τελευταίο της ταξίδι, πιστή στις αρχές της μέχρι το τέλος, προσθέτοντας στα μαθήματα της ναυτωσύνης του βιβλίου και των διαλέξεων και ένα τελευταίο μάθημα ήθους και ανθρωπιάς.