Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Μάϊος 1995 - Ένα αξέχαστο ταξίδι στο Αιγαίο.

Θυμάται και περιγράφει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.

Στη μνήμη του φίλου μου Μάκη Παυλάτου που έλυσε κάβους νωρίς...

Βιάστηκες να φύγεις...Με τον Μάκη δεν κάναμε καθημερινή παρέα, αλλά, όποτε κανονίζαμε να συναντηθούμε, "δέναμε" όπως ο τέντζερης με το καπάκι, που λένε. "Πάμε εκεί ρε συ;", του πρότεινα εγώ. "Και δεν πάμε; Το μυαλό θα μας σταματήσει;", απαντούσε εκείνος, χωρίς να το βασανίσει και πολύ. Έτσι έγινε και εκείνο τον Μάη του '95. Δεν είχαμε τρόϊκα τότε. Είχαμε όμως δουλειά και καταφέρναμε να γεμίζουμε το ρεζερβουάρ του φουσκωτού. Μπήκα λοιπόν χωρίς περιστροφές στο ψητό και του είπα : "Άκουσα ότι πήγε ένας παλαβός στη Ρω, Κλήμη Ναυρίδη νομίζω τον λένε, και αντικατέστησε την Κυρά. Ήταν φυσιοθεραπευτής στον Απόλλωνα Αθηνών, χώρισε από την γυναίκα του και αποφάσισε να γίνει ερημίτης στη Ρω, να σηκώνει τη σημαία, όπως η Κυρα Δέσποινα. Του έδωσε μάλιστα η Olympic, όπως έμαθα, ένα 5,25 για να σπάει τη μονοτονία του ψαρεύοντας και πηγαίνοντας μέχρι το Καστελλόριζο. Τι λες, πάμε να τον δούμε;". "Φύγαμε", απάντησε ο αείμνηστος φίλος μου και αρχίσαμε αμέσως τις ετοιμασίες προτού το μετανοιώσουμε.

Αποφασίσαμε να πάρουμε και τις καπετάνισσες μαζί, που ήταν πάντα ετοιμοπόλεμες για κάτι τέτοια. Δεν είχε άλλωστε μπει ακόμη το καλοκαίρι, για να πλακώσουν οι σκαφάτοι πελάτες του Μάκη, και η δουλειά ελεγχόταν από την Ειρήνη και τον Μιχάλη. Φορτώσαμε λοιπόν τα απαραίτητα στο επαγγελματικό 7,40 της Olympic, που είχα εκείνη την εποχή, και ελέγξαμε την κατάσταση της τέντας που θα μας φιλοξενούσε και τους τέσσερις για μια τουλάχιστον εβδομάδα.

Δεμένοι ανάμεσα στα ιστιοπλοϊκά στο λιμάνι του Καστελλόριζου.Ο Μάκης δεν νοιαζόταν για αποσκευές, ρούχα δηλαδή, παπούτσια και τα τοιαύτα. Και σ' αυτό ταιριάζαμε. Το γκαζάκι μόνο τον ένοιαζε, το μπρίκι, ο καφές και τα τσιγάρα του. Το '92 τον είχα βραβεύσει, άλλωστε, σ' εκείνο τον αλησμόνητο γύρο των Κυκλάδων, με τους ξενέρωτους ξένους, απονέμοντάς του ένα Κυκλαδικό ειδώλιο με την επιγραφή : "Αυτός είναι καφές"! Δίκιο δεν είχα, αφού δεν σταμάτησε ο αθεόφοβος να ανάβει το γκαζάκι στο 4,95 του Νίκα, ακόμη και όταν ο Αίολος έστηνε τον τρελό χορό του με τα κύματα;

Ρίξαμε το φουσκωτό στο Καλαμάκι και βάλαμε πλώρη για την Σέριφο. Καθώς καβατζάραμε τον βορειοανατολικό της κάβο, ο Μάκης έριξε την ιδέα. "Δεν κάνουμε ένα καφέ;" Πώς να του χαλάσω χατήρι; Αν και είχα τον "αδελφοδιώκτη", σύμφωνα με τον τίτλο που μου είχε απονείμει η γυναίκα του Φανή, εξ αιτίας της μόνιμης τάσης φυγής που με κατέτρεχε, φουντάρισα το σίδερο δίπλα σε κάποιους ντόπιους ψαράδες που νετάριζαν τα δίχτυα τους. Το μπρίκι επιστρατεύτηκε αμέσως και μαζί με τον καφέ που γέμισε το φλυτζάνι, απλώθηκε και ένα χαμόγελο απόλυτης ικανοποίησης στο πρόσωπο του Μάκη...

Το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου στο λιμανάκι της Ρω. Αριστερά διακρίνεται ο τάφος της Κυράς της Ρω.Περάσαμε από τις Μικρές Κυκλάδες και το απόγευμα της ίδιας ημέρας δέσαμε στα Κατάπολα της Αμοργού. Μείναμε εκεί το βράδυ αλλά ο "αδελφοδιώκτης" δεν μας άφησε να ησυχάσουμε. Μάς πέρασε την άλλη μέρα, χωρίς χρονοτριβή, απ' την Αστυπάλαια, την Τήλο και τη Ρόδο και μέσα σε δύο ημέρες, από τότε που αφήσαμε πίσω μας το Καλαμάκι, μας έφερε στη Ρω, μολονότι ο καιρός δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός. Να έχεις πρύμα τον καιρό ναι, αλλά εκείνο το φαινόμενο, ανάμεσα σε Ρόδο-Καστελλόριζο, κάλλιο να μην πέφτει στην πρύμνη μας τακτικά! Καρφώθηκα κανα δυο φορές, πλανάροντας με είκοσι μίλια, προσπαθώντας να παίξω με το "θεριό". Αλλά αυτό δεν παιζόταν! Πλημμύρισε το φουσκωτό από αλμύρα και γυναικεία αγανάκτηση, καθώς το νερό, σε πείσμα των νιτσεράδων, εισχωρούσε παντού, ακόμη και στα πιο απόκρυφα σημεία του σώματος!

Ο καπετάν Μάκης ποζάρει με το γυναικείο πλήρωμα του Αρμάθια στη Σύμη.Οι δύο καπετάνισσες άρχισαν να διαμαρτύρονται (πολιτισμένα, αρχικώς, και κόσμια, ομολογώ). Λίγη όμως αφηρημάδα, κάποια στιγμή, μια αστεία παρατήρηση του Παυλάτου για ύψος κύματος... εννέα μέτρων (!) και το "κάρφωμα", με το αναπόφευκτο μπουγέλο... πεντακοσίων λίτρων και ένα σιχτίρισμα από την καπετάνισσά μου, ήταν γεγονός! Έπρεπε μάλλον να σοβαρευτούμε, αν θέλαμε να κοιμηθούμε σχετικώς στεγνοί εκείνο το βράδυ στο φουσκωτό. Έφερα λοιπόν τη μανέτα πίσω στις 2000 στροφές με την ροπή ωστόσο της οκτακύλιδρης πετρελαιομηχανής να αποδεικνύεται "λίγη" για να εξορκίσει τον υδάτινο όγκο που συνεχώς πολιορκούσε τα νώτα μας. Ένας πουνέντης που "γέμιζε" από μέρες και ξεθύμαινε σ' εκείνη τη γωνιά του Αρχιπελάγους. Και τώρα που κοιτάζω ξανά νηφάλιος το φιλμ των αναμνήσεών μου, είμαι ευτυχής που μένω σιωπηλός απέναντί Της. Τσιμουδιά για μπωφόρ και ύψος κύματος. Άλλωστε το αληθινό από το επικίνδυνα γελοίο απέχει πολλές φορές τόσο λίγο...     

Τουρκικές ακτές και ελληνικά νησιωτικά κειμήλια, ένα και το αυτό στον ορίζοντα, εβδομήντα μίλια από τις ανατολικές ακτές της Ρόδου. Προσπαθούσαμε με τον Μάκη να ξεχωρίσουμε τις... πατρίδες, πάνω από τις λευκές υδάτινες κορυφές που έτρεχαν μπροστά μας και το αδυσώπητο φως του ήλιου που πυρπολούσε τα πάντα. Το gps είχε πια κάποιο λόγο ύπαρξης. Όλα ξεκαθάρισαν στην οθόνη του, μολονότι μια βραχονησίδα που περάσαμε κάποια στιγμή από δεξιά, αυτό έδειχνε πως την περνάμε από αριστερά!

Τρυπώσαμε τελικώς με ανακούφιση στο φυσικό λιμανάκι της Ρω, την ώρα που ένα κατάμαυρο λυκόσκυλο κατηφόρισε γαυγίζοντας απειλητικά προς την παραλία. Δύο χέρια κουνήθηκαν στον αέρα φιλικά, ενώ ταυτόχρονα οι παραινέσεις του αφεντικού προς τον "Μπλάκυ" να καθίσει φρόνιμος, μείωσαν την αδρεναλίνη που μας κρατούσε καρφωμένους στο φουσκωτό και βάραινε τα πόδια μας. Οι σημαίες κυμάτιζαν ψηλά, πάνω απ' το εκκλησάκι του Άη Γιώργη και το τσαρδί του Κλήμη, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 φιλοξενούσε την Δέσποινα Αχλαδιώτη, περισσότερο γνωστή ως "Κυρά της Ρω".

Κάτω από την επιβλητική σημαία ο Μάκης, η Φανή, ο Κλήμης και οι δύο φίλοι του.Ο Κλήμης έτρεξε προς το μέρος μας βοηθώντας να πλαγιοδέσουμε πάνω στο πεντάμετρο φουσκωτό του. Κοίταξα γύρω μου. Κάπου το είχα ξαναδεί το έργο, με διαφορετική ίσως σκηνοθεσία και άλλους πρωταγωνιστές. Κίναρος, Λέβιθα, εκεί ανάμεσα Αμοργό και Λέρο, στο μεταίχμιο των Κυκλάδων με τα Δωδεκάνησα. Γιώργος και Ακαθή Θηραίου στην Κίναρο (Μικές και Ειρήνη Κατσοτούρχη σήμερα), Δημήτρης και Ειρήνη Καμπόσου στα Λέβιθα. Βίοι παράλληλοι. Ίδια εγκατάλειψη, ίδια κρατική ιστορική αμνησία, ίδια απελπισία, ίδια υπερηφάνεια και εθνική συγκίνηση, ίδια αγανάκτηση.

Δεν μείναμε πολύ στη Ρω γιατί είχαμε σκοπό να μείνουμε περισσότερο, στην επιστροφή μας απ' το Καστελλόριζο, αφού ο Κλήμης μάς ενέπνευσε για "άγριο" γλέντι! Ακολουθήσαμε πάντως τα βήματά του, μετά τα καλωσορίσματα, στο μονοπάτι που οδηγούσε από τον μικρό μώλο στο δωμάτιο που στέγαζε τη μοναξιά της Δέσποινας Αχλαδιώτη και τώρα την δική του. Μονολογούσε με ήρεμο παράπονο, καθώς ανηφόριζε, χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Θαρρείς και προσπαθούσε να θυμηθεί κάποιο παλιό ποίημα , γεμάτο ξόρκια για όσους ήρθαν και υποσχέθηκαν, αλλά και για όσους δεν ήρθαν ποτέ.

Στον φυσικό όρμο του Φραγκολιμιώνα.Ο "Μπλάκυ" και ο μικρός "Ρωχάμης" (ένα μικρό μπασταρδεμένο κανίς γεμάτο τσιμπούρια) άρχισαν να μπλέκονται παίζοντας στα πόδια μας, αφού ξεπέρασαν πρώτα το μικρό σοκ από την ξαφνική παρουσία μας. Ο Κλήμης συνέχισε να μουρμουρίζει για την κακοδαιμονία της φυλής, ενώ ο φίλος του Γιάννης Αλεξάκης, που ξεγελούσε τη μοναξιά του εδώ και καιρό, συμπλήρωνε στο ίδιο μοτίβο : "Μη γράψεις τίποτε! Δεν βαριέσαι... Ήρθε τις προάλλες μια δημοσιογράφος και όταν άκουσε αυτά που της είπα, έκανε πίσω! Αυτά θα γράψω; μου είπε. Και έφυγε τρομαγμένη! Γι' αυτό σου λέω, φιλάκια μόνο γράψε, πολλά φιλάκια!".

Ο Κλήμης έβγαλε με θρησκευτική ευλάβεια από ένα συρτάρι μια πελώρια ελληνική σημαία και κατευθύνθηκε προς τον ιστό, στην κορυφή του βράχου, απέναντι απ' τις τουρκικές ακτές. "Ας είναι καλά ο δήμαρχος της Ρόδου που μου την έστειλε μόλις την ζήτησα", συνέχισε τον μονόλογό του. "Και το Πολεμικό Ναυτικό που μου στέλνει ένα βαρέλι βενζίνη το μήνα για τις μετακινήσεις μου με το φουσκωτό. Ας είναι καλά. Όλοι οι άλλοι έλαμψαν δια της απουσίας τους, με εξαίρεση τον Έβερτ που ήρθε με το ελικόπτερο προεκλογικά κουβαλώντας μπόλικη... συμπαράσταση και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και έφυγε. Φιλάκια λοιπόν! Έτσι κι' αλλοιώς δεν βγαίνει τίποτε".

Είχε ήδη αρχίσει να ξετυλίγει το πελώριο γαλανόλευκο ύφασμα με την βοήθεια του φίλου του και να το κρεμάει στον ανάλογου μεγέθους ξύλινο ιστό. Όλη εκείνη την ώρα κουνούσε το κεφάλι του χαμογελώντας με νόημα, υπακούοντας στις προσταγές κάποιας θείας εντολής. Οι βραχώδεις ακτές της Τουρκίας φάνταζαν στο φως του ήλιου που έφευγε, σαν ένα θλιβερό και απόκοσμο ντεκόρ πίσω από την θεόρατη σημαία που κυμάτιζε πάνω από τα κεφάλια μας.

Αφού φωτογραφηθήκαμε κάτω απ' το τεράστιο σύμβολο (δεν υπήρχε τότε στρατιωτικό φυλάκιο εκεί, συνεπώς οι φωτογραφίες επιτρέποντο), λύσαμε κάβους για το Καστελλόριζο, δίνοντάς στον Κλήμη την υπόσχεση πως θα μείνουμε, επιστρέφοντας, ένα βράδυ στο νησάκι της Κυράς...  

Τα... λερωμένα, τ' άπλυτα κρεμασμένα όπου όπου για να στεγνώσουν.Δεν ήταν η πρώτη φορά που, εγώ κι' ο Παυλάτος τουλάχιστον, μπαίναμε με φουσκωτό στο λιμάνι του Καστελλόριζου. Ή πρώτη ήταν τον Απρίλη του 1992, τότε που ο οργισμένος εκείνος λιμενικός έβγαλε τα απωθημένα του επάνω μας για την δυσμενή μετάθεσή του στην άκρη της Ελλάδας. Ούτε να την θυμάμαι θέλω εκείνη την ημέρα! Επρόκειτο, άλλωστε, να έχουμε και αυτή τη φορά μια ανάλογη εμπειρία από άλλο λιμενικό, αφού πάντα υπάρχει κάποια δυσμενής μετάθεση γι' αυτά τα ερημητήρια. Το έχει μάλλον το Καστελλόριζο. Δεν μπορούν τα παιδιά να τα βάλουν με τους ασύδοτους ξένους, τους λαθρέμπορους, τα "βαποράκια", τους λαθρομετανάστες, βλέπουν φουσκωτό με Έλληνες και λένε : "Πάνω τους!". Και εκεί αρχίζουν οι πονεμένες ιστορίες, που δεν είναι όμως του παρόντος, γιατί καμμία διάθεση δεν έχεις σίγουρα εσύ αναγνώστη μου να μελαγχολήσεις...

Τα σπίτια στο Καστελλόριζο, όπως και στη Σύμη άλλωστε, μοιάζουν ψεύτικα, κομμάτι, θαρρείς, ενός θεατρικού σκηνικού. Ανάμεσά τους όμως συνυπάρχουν τα ερείπια και η εγκατάλειψη. Διακρίναμε ωστόσο κάποια διαφορά σε σύγκριση με την τελευταία μας επίσκεψη. Μεσολάβησε το "Mediterraneo", βλέπεις, και η... Βάνα Μπάρμπα, που έδωσε μια νέα πνοή ζωής και ανάπτυξης στο ακριτικό ξεχασμένο νησί! Όσα δηλαδή δεν κατάφερε το επίσημο Κράτος!

Στη δυτική πλευρά του λιμανιού ένα υδροφόρο αδειάζει τις δεξαμενές του υγρού πολύτιμου φορτίου του, ενώ στο βάθος μερικά τουριστικά είναι δεμένα πλάϊ - πλάϊ. Δένουμε ανάμεσά τους, την ώρα που γνώριμες φιγούρες μας καλωσορίζουν στην προκυμαία. Απλώνουμε τα βρεμένα μας στις καρέκλες και στον καναπέ του φουσκωτού και απολαμβάνουμε τις μυρωδιές που έρχονται από παρακείμενη ψησταριά. Αν έλειπε και το Λιμεναρχείο πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή!

Το Μανδράκι του Καστελλόριζου όπως ήταν 18 σχεδόν χρόνια πριν.Πρατήριο καυσίμων δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στο νησί. Το πρατήριο άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 21ου αιώνα (μ.Χ.) για να σταματήσει και πάλι (προσφάτως) η λειτουργία του. Γνωρίζαμε βεβαίως τότε την ανυπαρξία πρατηρίου στο Καστελλόριζο, γι' αυτό και είχαμε φροντίσει να φουλάρουμε το ρεζερβουάρ στη Ρόδο. Για το ξεχωριστό αυτό νησί δεν θα γράψω όμως περισσότερα. Έχω, άλλωστε, γράψει πολλές φορές γι' αυτό στο παρελθόν :
http://www.ribandsea.com/memo/638-2012-02-15-09-48-30.html

Το άλλο βράδυ, επιστρέφοντας απ' το Καστελλόριζο, αποφασίσαμε να μείνουμε στη Ρω. Φέραμε μαζί μας λίγο κρέας, κοτόπουλο και ένα δίκιλο μπουκάλι ούζο, που φάνηκαν όμως τόσο μηδαμινά σε σύγκριση με τις τριών ειδών ελιές του Κλήμη, το αυτοσχέδιο ζυμαρικό με τον αρακά και το ζαμπόν, την τσικουδιά και το... ταχινόμελο, που επεσκίασε στο τέλος τα πάντα! Δεν ήταν τραπέζι εκείνο. Πανηγύρι ήταν! Άλλωστε οι... γείτονες είχαν φύγει και δεν ενοχλούσαμε! Γελούσαμε όλοι σαν τα μικρά παιδιά, ενώ ο Μάκης χόρεψε το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο με τον Κλήμη να του κρατάει τον ρυθμό με παλαμάκια...

Ο Μάκης τα δίνει όλα στο ζεϊμπέκικο και ο Κλήμης κρατάει τον ρυθμό. Σήμερα χορεύουν πια μαζί στον παράδεισο...Θέλοντας την επομένη να κάνουμε τον γύρο του μικρού νησιού, αγκυροβολήσαμε στον βαθύ, φυσικό όρμο του Φραγκολιμιώνα, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Ρω και είναι ασφαλές καταφύγιο σκαφών όταν φυσούν τα μελτέμια. Περπάτησα για λίγο κάτω από τον καυτό ήλιο με τάσεις εξερεύνησης και κατεύθυνσης προς τα δυτικά. Η μεγάλη υδατοδεξαμενή στο κέντρο ενός επίπεδου χωραφιού (πρέπει να ήταν χωράφι κάποτε) ήταν γεμάτη πέτρες και αράχνες. Σωστή μαρτυρία εγκατάλειψης και ανομβρίας. Μέτρησα κάποια μεμονωμένα κατσίκια που, σκαρφαλωμένα στα γύρω βράχια, με κοιτούσαν περίεργα, μετρώντας με την σειρά τους τις δικές τους μέρες χωρίς φροντίδα και νερό. Μερικά αποστεωμένα κρανία λίγο πιο κει προδικάζουν το αναπόφευκτο τέλος.

Επέστρεψα στο φουσκωτό που φαινόταν "καρφωμένο" στα γαλαζοπράσινα νερά του Φραγκολιμιώνα. Η Φανή τάϊζε τις... γόπες που έκαναν διαδήλωση κάτω απ' τα πόδια της. Λίγο έλειψε να πιάσει μία με τα χέρια! Είμασταν μόνοι μας και το νοιώθαμε, σε ένα ερημονήσι δύο μόλις μίλια απόσταση από τις τουρκικές ακτές , συντροφιά με τον ρομαντικό Κλήμη Ναυρίδη και την παρέα του, τις καυτές πέτρες, τους θάμνους και το κάστρο του Λάμπρου Κατσώνη που δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της Ρω, πάνω από το λιμάνι, και σκορπίζει παντού μυρωδιές ιστορίας.

Σε μια ανάπαυλα του χορού ο Γιάννης Αλεξάκης κερνάει τον Μάκη... ταχινόμελο!Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Ρώγη. Καλείται όμως και Άγιος Γεώργιος, έλκοντας προφανώς την ονομασία αυτή από την μικρή ομώνυμη εκκλησία που είναι χτισμένη εδώ και αιώνες στην ανατολική πλευρά της εισόδου του λιμανιού. Οι Οθωμανοί ονόμασαν το νησί "Καρά Αντά" από το μαύρο χρώμα των λόφων του, αλλά δεν το κατοίκησαν ποτέ. Η Ρω έχει μήκος 2600 μέτρα και πλάτος 1200 μέτρα περίπου. Τα αρχαία ευρήματα (αμφορείς του 4ου π.Χ. αιώνα, επιγραφές, κεραμικοί τάφοι, νομίσματα κ.λπ.) αποδεικνύουν την ελληνική καταγωγή της.

Βοσκοί και ψαράδες του γειτονικού Καστελλόριζου κατοίκησαν τη Ρω από παλιά. Ανοιξαν πηγάδια και φύτεψαν ελαιόδενδρα, που όμως έκοψαν αργότερα για να κατασκευάσουν καμίνια ξυλοκάρβουνου.

Το καλοκαίρι του 1788, ο Λάμπρος Κατσώνης κατευθυνόμενος προς το Καστελλόριζο με τον μικρό του στόλο, έμεινε για λίγο στο Ενετικό φρούριο της Ρω, που είναι χτισμένο στο ύψωμα πάνω από τα δύο φυσικά λιμάνια του νησιού, ελέγχοντας έτσι αυτούς που προσέγγιζαν είτε από βορρά, είτε από νότο.

Σε μια σπάνια εμφάνισή μου με την απίστευτη εκείνη παρέα στη Ρω. Σύμφωνα με τις αναφορές του Κυριάκου Χονδρού, η Ρω έβγαινε κάθε χρόνο σε δημόσιο πλειστηριασμό, μαζί με την Στρογγυλή, από τον Δήμο Μεγίστης στον οποίον ανήκε. Στον πλειστηριασμό συμμετείχαν οι κτηνοτρόφοι της Μεγίστης για να βόσκουν τα ζώα τους και να μαζεύουν το αλάτι από τις φυσικές εσοχές των βράχων. Αρκετοί αποβιβάζονταν στη Ρω κατά καιρούς για να κόβουν σχίνα και ξερές ρίζες γέρικων δένδρων για τις ανάγκες των φούρνων.

Το 1927 εγκαταστάθηκε στη Ρω η Δέσποινα Αχλαδιώτη και παρέμεινε επί τέσσερις περίπου δεκαετίες, μαζί με τον σύζυγό της Κώστα. Το ζευγάρι ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία, προμηθεύοντας με κρέας και τυρί το Καστελλόριζο. Δύο χρόνια αργότερα οι Τούρκοι ύψωσαν την σημαία τους στη Ρω, αλλά η υποστολή ήταν η άμεση απάντηση του ζευγαριού που το αντελήφθη γρήγορα.

Παραδοσιακά σπίτια στο Καστελλόριζο.Το 1940 ο Κώστας Αχλαδιώτης αρρώστησε. Προτού μεταφερθεί στο Καστελλόριζο, που είχε εν τω μεταξύ ειδοποιηθεί με φωτιές που άργησαν να γίνουν αντιληπτές, αφήνει την τελευταία του πνοή στην ψαράδικη βάρκα. Έκτοτε η Δέσποινα Αχλαδιώτη έμενε στο νησί με την τυφλή γερόντισσα μητέρα της και συνέχισε να ασχολείται με την κτηνοτροφία και την τυροκομία, αντιμετωπίζοντας κάθε είδους κινδύνους από πληρώματα περαστικών σκαφών, κατασκόπους, πρόσφυγες και πειρατές σε μια περίοδο κατά την οποία μαίνεται ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Η ίδια νοιώθει ελεύθερη και ανεξάρτητη σε έναν ευρύτερα σκλαβωμένο χώρο.

Όταν το Καστελλόριζο εγκαταλείπεται ολοσχερώς το 1943 από τους κατοίκους του, η Ρω δεν ερημώνεται. Έχει μία και μοναδική κάτοικο! Την Δέσποινα Αχλαδιώτη!

Αδύνατον να φύγει απ' το μυαλό μου εκείνη η στιγμή...Στην πρώτη επίσκεψη του Ιερού Λόχου στη Ρω, η Δέσποινα Αχλαδιώτη ζήτησε μια ελληνική σημαία. Την σημαία της παρέδωσε ο ίδιος ο διοικητής του Ιερού Λόχου Χ. Τσιγάντες. Μετά την απελευθέρωση ο Δήμος Μεγίστης της δώρισε μια μεγάλη σημαία με υψηλό ιστό, που η "Κυρά της Ρω" ύψωνε με μεγάλη υπερηφάνεια για να χαιρετήσει τα σκάφη που περνούσαν, τονίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ελληνικότητα του νησιού που την φιλοξενούσε, συντροφιά με μερικές δεκάδες αιγοπρόβατα και λίγα βοοειδή. Άφησε την τελευταία της πνοή στις 13 Μαίου 1982, σε ηλικία 92 ετών, και κοιμήθηκε για πάντα στο χώμα του νησιού που αγάπησε, τη Ρω, κοντά στον ιστό όπου επί δεκαετίες ύψωνε την γαλανόλευκη. Τιμήθηκε με το μετάλλιο πολεμικής περιόδου 1940-44, ενώ η χάλκινη προτομή της στήθηκε σε πλατεία της Ρόδου και στην πλατεία Χωραφιών του Καστελλόριζου.

Η Ρω άρχισε να απομακρύνεται πίσω μας, λουσμένη στο φως του πρωϊνού ήλιου, καθώς η πλώρη του φουσκωτού σημάδευε τη Ρόδο. Η σημαία του Κλήμη ερωτοτροπούσε με τον πουνέντη, ενώ ο Μπλάκυ μας κοιτούσε, σιωπηλός πια, καθώς βγαίναμε από το μικρό φυσικό λιμάνι του Άη Γιώργη στο πέλαγος.

Μια ελληνική πέτρα ριγμένη στη θάλασσα, η Ρω, με κατοίκους έναν ονειροπόλο "δραπέτη" της μεγαλούπολης, δύο σκύλους, μια γάτα και μερικά γίδια που αντέχουν ακόμη, σε πείσμα της ανομβρίας και της εγκατάλειψης.

Όπου κι' αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει...

Υ.Γ. Ο Κλήμης Ναυρίδης έφθασε στη Ρω το 1993, με σκοπό να συνεχίσει το έργο της Δέσποινας Αχλαδιώτη. Άντεξε στο νησάκι τρία χρόνια. Οι προστριβές με άλλους δύο, που ήρθαν στο νησί, αλλά και κάποια επεισόδια με λαθρομετανάστες, τον ανάγκασαν να πάρει την απόφαση να φύγει. Τον «πρόδωσε» η καρδιά του και το 1998 πέθανε σε ηλικία 50 ετών. Σήμερα στο νησάκι έχει εγκατασταθεί στρατιωτική φρουρά, οι άνδρες της οποίας απαγορεύουν την φωτογράφιση....