Σχολιάζει αγανακτισμένος ο Μπάμπης Κωνσταντάτος.
Κύριε Διευθυντά, αγαπητέ Ιωσήφ, Μόλις είδα το video της συνέντευξης για το χαράτσι και χαλάστηκα ακόμα περισσότερο. Για να πω την αλήθεια το θέμα του χαρατσιού δεν με αφορά (τυπικά) αφού δεν έχω κανένα ακίνητο, ωστόσο η αποδεδειγμένη αντισυνταγματικότητα αυτού του εισπρακτικού μέτρου δεν είναι δυνατόν να μη με εξαγριώσει, όπως και κάθε έλληνα, φαντάζομαι. Και όλοι εμείς, κατέχοντες και μη, δεν θα πρέπει να αφήσουμε την «εξαίρεση» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η δυναμική δικηγόρος) να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα, αλλά όλοι να αντισταθούμε και να μην πληρώσουμε τους νταβατζήδες.
Και τι θα μας κάνουν δηλαδή; Θα μας πάρουν το σπίτι; Ε, όχι δεν θα τους αφήσουμε, πρέπει να παλέψουμε και ας υπάρξουν και απώλειες. Καμία μάχη δεν κερδήθηκε χωρίς απώλειες. Αν συνεχίσουμε να βγάζουμε την ουρά μας απ' έξω δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Προσωπικά δεν πλήρωσα ούτε την εισφορά της αλληλεγγύης ούτε τον φόρο που μου ζήτησαν επειδή έχω ένα αυτοκίνητο. Πήγα στο δικαστικό τμήμα της εφορίας μου και τους είπα ότι τα εισοδήματά μου είναι πολύ μικρότερα από αυτά που μου ζητάνε να πληρώσω και αν θεωρούν ότι πρέπει να πληρώσω ας με βάλουν φυλακή. Τους είπα ότι ούτε φοροδιαφεύγω ούτε φοροκρύβομαι. Εδώ είμαι και… «μολών λαβέ».
Και, ενώ συμβαίνουν αυτά, να τι άλλο είδα στο ταξίδι που έκανα μέχρι την Καστοριά. Βγαίνοντας από την Εγνατία προς Καστοριά, που είναι και ο δρόμος προς τα σύνορα με την Αλβανία και τη Βουλγαρία, παρατήρησα ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα που συναντούσα είχαν αλβανικές, βουλγάρικες και ρουμάνικες πινακίδες. Και ενώ αυτά με τις αλβανικές ήταν συνηθισμένα επιβατικά αυτοκίνητα και θα έλεγα ότι και οι φάτσες μέσα ήταν, ας πούμε, νορμάλ, τα αυτοκίνητα με τις βουλγάρικες και ρουμάνικες ήταν, τα περισσότερα, μικρά κλειστά βανάκια ή κάτι σούργελα με ένα ή δύο άτομα με περίεργες φάτσες. Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση.
Στην επιστροφή έκανα μια στάση 3 ημερών στις Θερμοπύλες για θερμά λουτρά. Όπως θα πρέπει να γνωρίζεις και εσύ, το μέρος εκεί έχει εγκαταλειφτεί από κάθε εκμετάλλευση του φυσικού φαινομένου των θερμών ιαματικών λουτρών και ο χώρος βιάζεται ασύστολα από κάθε είδους καταπατητές. Και η πλειοψηφία αυτών (για να μην πω όλοι) είναι βούλγαροι και ρουμάνοι (από το χειρότερο είδος τους). Το γιατί υπάρχει αυτή η ασυδοσία, όταν ρώτησα μου είπαν ότι το «οικόπεδο» το διεκδικούν τρεις φορείς και επειδή δεν κατοχυρώνεται σε κάποιον από αυτούς, παραμένει ξέφραγο αμπέλι.
Μολονότι, λοιπόν, στον ίδιο αυτό καταπληκτικό χώρο με τις μοναδικές πηγές (σε όποιο άλλο κράτος κι' αν υπήρχαν θα ήταν μια μεγάλη πηγή εσόδων) που υπάρχουν τα εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία και οι λουτρικές εγκαταστάσεις βρίσκεται και το κτίριο της τροχαίας εθνικών οδών, αυτός ο χώρος είναι έρμαιο βρωμερών εισβολέων, που δεν σέβονται κανέναν και τίποτα (οι τροχονόμοι αδιαφορούν στους βανδαλισμούς, λες και το κάνουν επίτηδες).
Εκεί, μέχρι πριν ένα μήνα, λειτουργούσε και ένα πρατήριο καυσίμων, το οποίο, όμως, εγκαταλείφτηκε από τον πρατηριούχο σαν ασύμφορο ή ό,τι άλλο. Έτσι, αν υπήρχε και κάποιος που μπορούσε να δείχνει ένα ενδιαφέρον, έφυγε κι αυτός. Και λίγες μέρες πριν πάω, μου είπαν από το χωριό Θερμοπύλες (βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τις πηγές) ότι ο χώρος των πηγών είχε γίνει κατασκήνωση βούλγαρων, οι όποιοι είχαν μετατρέψει το μέρος σε σκουπιδότοπο και σε δημόσια τουαλέτα, ενώ ανέφεραν και κάποια περίεργα περιστατικά. Στην τροχαία δε, που απευθύνθηκαν τους είπαν ότι δεν ήταν αρμόδιοι και τους συνέστησαν να ειδοποιήσουν την αστυνομία στο χωριό Μώλο. Και από εκεί τους «έγραψαν» κανονικά (μπορεί και να φοβήθηκαν τη μάζα των ξενόφερτων γύφτων), οπότε κι αυτοί ξέρετε τι έκαναν; Φώναξαν τη «Χρυσή Αυγή». Και ήρθαν οι φουσκωτοί και καθάρισαν τον τόπο.
Όσο ήμουν εκεί συνέβη και το εξής: Κάποια στιγμή, σούρουπο, και ενώ εμείς και κάποιοι άλλοι γερμανοί με campers βρισκόμασταν κλεισμένοι μέσα, λόγω του κρύου, είδαμε ένα αυτοκίνητο με σκούρα φιμέ τζάμια να πλησιάζει πολύ κοντά στα campers, χωρίς όμως να μπορούμε να δούμε πίσω από τα μαύρα τζάμια του ποιος ήταν μέσα. Και ενώ εγώ παρακολουθούσα περίεργος για το τι ήθελε, είδα το αυτοκίνητο να σταματάει σε ένα από τα campers, να ανοίγει το παράθυρο του οδηγού και ένας περίεργος τύπος με μαύρα γυαλιά να κάνει νόημα στο γερμανό που καθόταν στο φωτισμένο παράθυρο του camper του. Τον είδα κάτι να του λέει, ο Γερμανός του έγνεψε «όχι» και ο άλλος έκλεισε το παράθυρο και έφυγε χωρίς να έρθει προς εμένα. Βγήκα έξω και ρώτησα τον γερμανό τι του είπε. «Ήθελε να μου δώσει μεγάλα χαρτονομίσματα ευρώ και να του δώσω μικρά», είπε, και εγώ έμεινα άναυδος. Τέτοιο θράσος, σκέφτηκα.
Και τώρα εγώ τι πρέπει να σκεφτώ γι αυτούς που φώναξαν τη «Χρυσή Αυγή; Μπράβο τους, καλά έκαναν, ή απλά να ντρέπομαι για την κατάντια μας; Επιλέγω το δεύτερο και βγαίνω έξω να φωνάξω: Ζήτω! Ω Ελλάς, ξέφραγο αμπέλι. Και όταν λέω «Ελλάς» εννοώ εμένα, εσένα, όλους μας. Και αναρωτιέμαι: Μήπως μας αξίζει ό,τι μας συμβαίνει;
Μπάμπης Κωνσταντάτος