Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Μια σύντομη περιπλάνηση στο νησί της Χίου.

Κείμενο και φωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.

Αποδώσαμε τις πρέπουσες τιμές στη γοργόνα των Οινουσσών.Το λίκνισμα του Barracuda έπαυσε, καθώς η νύχτα παρέδιδε τη σκυτάλη στο φως της μέρας. Ο σορόκος, καταπονημένος προφανώς από τις υπερωρίες όλων των προηγούμενων ημερών, είχε αποφασίσει να αποσυρθεί στα διαμερίσματά του, μέχρι την επόμενη εξόρμηση. Ήταν σχετικώς νωρίς, κι’ έτσι αποφασίσαμε να μην πάρουμε το συνηθισμένο πρωϊνό μας on board, αλλά να μαζέψουμε τα συμπράγκαλα του ύπνου και να σαλπάρουμε για τη Χίο...

Οι τέσσερις ανεμόμυλοι στο Βροντάδος.Αποδώσαμε τις πρέπουσες τιμές στη γοργόνα, καθώς ξεμυτίσαμε απ' τη μαρίνα των Οινουσσών, κι’ αυτή μας ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Η απόσταση των εννέα μόλις ναυτικών μιλίων που μας χώριζε απ’ το λιμάνι της Χίου, δεν ήταν αρκετή να ζεστάνει καν τον κινητήρα του σκάφους. Οι τέσσερις ανεμόμυλοι στο Βροντάδος μας υποδέχθηκαν είκοσι λεπτά αργότερα, παρατεταγμένοι στη σειρά, με τον δεύτερο απ’ τη θάλασσα, τον ψηλότερο, να μας αποκαλύπτει λίγο αργότερα τα μυστικά του και τις στενές σχέσεις του με τον Όμιλο φουσκωτών σκαφών της Χίου.

Η μαγειρική είναι το φετίχ του Μπάμπη!Μπήκαμε στο μεγάλο λιμάνι του όμορφου νησιού και δέσαμε αριστερά, έξω ακριβώς απ’ το ξενοδοχείο του Χανδρή, κοντά στη μαρίνα με τους πλωτούς προβλήτες. Ήταν νωρίς ακόμη. Η πόλη μόλις ξυπνούσε. Ο Μισετζής, ο οποίος περίμενε το τηλεφώνημά μας, δεν είχε ακόμη ανοίξει το μαγαζί του. Ο Μπάμπης δεν κρατιόταν, το έβλεπα. «Θα φάμε τα αυγουλάκια μας ρε συ;» με ρώτησε, αλλά ήταν προφανές πως δεν περίμενε απάντηση. Και τι να πω εγώ άλλωστε; Πώς να απαξιώσω μια δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή; Και μόνο στην ιδέα, το στομάχι μου γουργούρισε ανυπόμονα...

Γιατί ρε συ, αυτοί που τρώνε στου Χανδρή τρώνε καλύτερα;Αράδιασε λοιπόν ο φίλος πάνω στο σπαστό τραπέζι τα σύνεργα της μαγειρικής και μαζί τα αυγά, το τυρί, το σαλάμι, τα κρεμμύδια, τις ντομάτες, τα αγγουράκια, τον χυμό και το ψωμί, και άρχισε να δημιουργεί! Συνηθισμένη εικόνα την οποία, εκείνη ειδικώς την ημέρα, δεν ήθελα με τίποτε να χάσω. Αποθανάτισα λοιπόν την ιεροτελεστία στη βιντεοκάμερα και τον Μπάμπη να σιγοτραγουδάει και να μουρμουρίζει, καθώς τσιγάριζε τα κρεμμύδια του. Με είδε που χαμογελούσα, καθώς καθισμένος στο ντόκο κατέγραφα την ιεροτελεστία στη μνήμη της κάμερας, και πέταξε την ατάκα. «Γιατί δηλαδή, αυτοί που βλέπεις πίσω σου να παίρνουν πρωϊνό στου Χανδρή τρώνε καλύτερα αγόρι μου;» Αν μπορούσα ας έλεγα όχι...

Έτσι λοιπόν πέρασε η ώρα, με μας να απολαμβάνουμε το πλούσιο πρόγευμα και να χαζεύουμε τα σκάφη που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι, μέχρι που ο Γιώργος και η Μαρία έκαναν την εμφάνισή τους πάνω στο σκούτερ. «Άντε λοιπόν, ελάτε απ’ το μαγαζί να τα πούμε», είπε ο Γιώργος, κι’ εμείς δεν αργήσαμε να υπακούσουμε...

Η παραλία της Ελίντας.Η επίσκεψη στο μαγαζί του Γιώργου ήταν απαραίτητη, για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν για να εμπλουτίσει ο Μπάμπης τη μουσική βιβλιοθήκη του και να αγοράσει μια καινούργια ακουστική κιθάρα, αφού η προηγούμενη είχε πει το τελευταίο αντίο σε κάποιο ταμπούκι του Barracuda! Ο Μισετζής, βλέπετε, μουσικός ο ίδιος, διαθέτει κατάστημα πώλησης μουσικών οργάνων και βιβλίων στη Χίο, εδώ και πολλά χρόνια. Ο Μπάμπης λοιπόν βρέθηκε στο στοιχείο του και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη! Ενώ εκείνος γρατζούνιζε τις χορδές της «Σπανιόλας», εγώ προσπαθούσα να αποσπάσω πληροφορίες απ’ τον Γιώργο για το νησί του.

Η διπλή παραλία της Διδύμας.Η έκπληξη πάντως ήρθε απ’ τη Μαρία, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή ντάντευε τον νεαρό Αλέξανδρο, καθώς αυτός γκρίνιαζε στο καρότσι του, εκνευρισμένος μάλλον που οι δύο εισβολείς είχαν διακόψει τον ύπνο του. Άκουσα λοιπόν κάποια στιγμή τη Μαρία να τραγουδά, καθώς ο Γιώργος έβαλε ένα cd στον υπολογιστή, και δεν άργησαν να με πάρουν τα «σορόπια». Δεν μπορούσα να πιστέψω πως από εκείνο το ντελικάτο, «εύθραυστο» κορμί έβγαινε τέτοια φωνή, αλλά ούτε και πως από τα δάκτυλα του φίλου μου και καπετάνιου Γιώργου τέτοια μουσική! Τέλος πάντων, δεν χρειάζεται να γράψω τίποτε άλλο, αφού ο Γιώργος και η Μαρία θα ξεδιπλώσουν μεθαύριο το ταλέντο τους μπροστά στα παιδιά του Χριστοδούλειου Ορφανοτροφείου. Μια συναυλία την οποία θα βιντεοσκοπήσω και θα σας παρουσιάσω σύντομα.

Ο όρμος της Ελάτας.Οι πληροφορίες του Γιώργου για τη Χίο ήταν περισσότερο από πολύτιμες, μαζί και οι χάρτες με τους οποίους μας εφοδίασε. Αποφασίσαμε λοιπόν, αντί να κάνουμε τον περίπλου του νησιού, να δέσουμε το σκάφος σε μια κοντινή μαρίνα, να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο και να το παίξουμε τουρίστες. Όλες οι παραλίες άλλωστε στη Χίο είναι προσβάσιμες απ’ την ξηρά, συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να γίνουμε χορηγοί κάποιου Χιώτικου βενζινάδικου, σε εποχές μάλιστα λιτότητας και ισχνών αγελάδων!

Το αλιευτικό καταφύγιο της Αγ. Ερμιόνης.Δέσαμε λοιπόν το φουσκωτό στο αλιευτικό καταφύγιο της Αγίας Ερμιόνης, τέσσερα περίπου ν. μίλια νοτίως του λιμανιού της Χίου, και βεβαίως διαπιστώσαμε ότι στο νησί αυτό η Πολιτεία, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι σύλλογοι, όπως θέλετε τέλος πάντων πείτε το, δεν ήταν καθόλου φειδωλοί όταν κατασκεύαζαν μαρίνες, αλιευτικά καταφύγια και, κυρίως, ράμπες καθέλκυσης και ανέλκυσης σκαφών! Δική τους τιμή και δικό μας όνειδος...

Η ευρύτερη περιοχή της πόλης της Χίου και στο βάθος το λιμάνι.Το γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων μας παρέδωσε την άλλη μέρα ένα Citroen στη μαρίνα της Αγ. Ερμιόνης, την ώρα που εμείς τακτοποιούσαμε το σκάφος και τα πράγματα, ώστε να είναι έτοιμα για τον βραδυνό ύπνο, όταν κάποια στιγμή θα επιστρέφαμε. Πήραμε λοιπόν τους δρόμους, τα βουνά και τις παραλίες, από τη μία άκρη σχεδόν του νησιού μέχρι την άλλη, έχοντας σαν εφόδια, εκτός από τον οδικό χάρτη, τις φωτογραφικές μας μηχανές και τις βιντεοκάμερες. Ξεκινήσαμε, ακολουθώντας την οδική αρτηρία που φεύγει από την πόλη της Χίου και κατευθύνεται βορειοδυτικά προς την καστροπολιτεία της Βολισσού και τα γύρω χωριά.

Στα πόδια του κάστρου η Βολισσός και στο βάθος η θάλασσα.Σκαρφαλώνοντας στις παρυφές του Αίπου σταματήσαμε σε κάποια καμπή του δρόμου και αφήσαμε το βλέμμα μας να πετάξει πάνω απ’ την πόλη της Χίου και το λιμάνι της. Η ατμόσφαιρα ήταν μάλλον απαγορευτική για φωτογραφίες και βίντεο, εμείς όμως το τολμήσαμε καθώς δεν είχαμε άλλη εναλλακτική λύση. Αριστερά μας τα λιμανάκια της Λαγκάδας και του Παντουκιού, ξεπρόβαλαν κι’ αυτά δειλά μέσα απ’ τη χαμηλή νέφωση. Ο προάγγελος μιας βροχής που ερχόταν ήταν εμφανής. Το νοιώσαμε στην ατμόσφαιρα και στη μυρωδιά που ανέδυε το χώμα.

Μερική άποψη της πόλης της Βολισσού όπως φαίνεται απ' το κάστρο.Ο δρόμος στο οροπέδιο του Αίπου είναι συγκλονιστικός, καθώς περνάει μέσα από «τούφες» πράσινου, η κάθε μια απ’ τις οποίες έχει το δικό της όνομα, τον δικό της «χορηγό» και «προστάτη», χαραγμένο πάνω στις ταμπέλλες και τα συρματοπλέγματα που οριοθετούν τις πράσινες αυτές οάσεις. Δεν παρακάμψαμε πουθενά, αγνοώντας τις πινακίδες οι οποίες σαν άλλες «σειρήνες» μας παρέπεμπαν στον Ανάβατο, το Αυγώνυμα, τις Καρυές ή τη Σιδηρούντα. Αν δεν ακολουθούσαμε με ευλάβεια κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα και διαδρομή, ήταν αμφίβολο αν θα καταφέρναμε να τα δούμε όλα! Και το νησί της Χίου είναι πολύ μεγάλο και ενδιαφέρον για να προλάβει να τα δει κανείς όλα σε τρεις ημέρες.

Η Βολισσός και το κάστρο της.Σκαρφαλωμένη πολιτεία η Βολισσός, στις παρυφές του καλοδιατηρημένου Βυζαντινού κάστρου, και στο βάθος το ομώνυμο λιμάνι και το γαλάζιο της θάλασσας. Σύμφωνα με όσα έχει γράψει ο Θουκυδίδης, η Βολισσός υπήρξε Αιολική πόλη και είχε τη φήμη της γενέτειρας του Ομήρου. Το Βυζαντινό κάστρο είχε σχήμα τραπεζίου και διέθετε έξι κυκλικούς πύργους. Κτίρια, δεξαμενές και εκκλησίες ήταν διάσπαρτες στο εσωτερικό του, ενώ ένα υπόγειο πέρασμα οδηγούσε στη θάλασσα και την περιοχή του Πυθώνα.

Γραφικά σοκάκια και πετρόκτιστα σπίτια στη Βολισσό.Η Βολισσός είναι το μεγαλύτερο χωριό της βορειοδυτικής Χίου και πρωτεύουσα του Δήμου Αμανής, που οφείλει το όνομά του στο ομώνυμο βουνό που δεσπόζει στην περιοχή. Στα πόδια του οικισμού βρίσκεται το λιμάνι των Λιμνιών, από όπου φεύγει το πλοίο που συνδέει τη Χίο με τα Ψαρρά. Αρκετοί ανεμόμυλοι και ερειπωμένοι νερόμυλοι υφαίνουν και συμπληρώνουν τον καμβά του τοπίου, ενώ οι Βυζαντινές εκκλησίες είναι διάσπαρτες σ’ ολόκληρο τον οικισμό. Στα τοπικά πανηγύρια, του Χριστού και της Παναγίας, οι επισκέπτες μπορούν να γίνουν κοινωνοί των τοπικών παραδόσεων, του χορού και της μουσικής.

Παλιά Ποταμιά. Η θλίψη της εγκατάλειψης...Αφήσαμε πίσω μας τη Βολισσό και πήραμε το δρόμο προς τα χωριά Νέα και Παλαιά Ποταμιά, ανηφορίζοντας στις πλαγιές του όρους Αμανή. Ο ουρανός είχε εν τω μεταξύ αρχίσει να μας δροσίζει, αναγκάζοντάς μας να κλείσουμε τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτωμένη και οι αστραπές έπεφταν ανεξέλεγκτα γύρω μας. Κάτι η θλίψη του ουρανού, κάτι τα εγκαταλειμένα σπίτια της Παλιάς Ποταμιάς, λίγο έλειψε να μας πιάσουν τα κλάματα! Περπατούσα στα έρημα μονοπάτια του ρημαγμένου χωριού και είχα την εντύπωση πως κάποιος άρρωστος Ποταμίτης θα έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού του να ζητήσει βοήθεια. Παράθυρα χωρίς παντζούρια, στέγες ανύπαρκτες και αγριοβελανιδιές να κατοικούν πια και να θεριεύουν μέσα στα πετρόκτιστα σπίτια με τα φαντάσματα...

Έφυγαν οι άνθρωποι και έμειναν οι πέτρες...Το χωριό ήταν κτισμένο, κρυμμένο θα έλεγα για τον φόβο των πειρατών, σε μια ρεματιά του όρους Αμανή, με δύο ποταμούς να το περικυκλώνουν. Με ελάχιστη την παρουσία του ήλιου, κατά την διάρκεια της ημέρας, και την υγρασία να σπάει κόκκαλα, το χωριό έγινε η αιτία να αρρωστήσουν από πνευμονία οι περισσότεροι από τους κατοίκους του, να το εγκαταλείψουν και να κτίσουν τη Νέα Ποταμιά.

Το χωριό Κουρούνια.Με τη βροχή και τις αστραπές να παίζουν μαζί μας κρυφτό, φέραμε βόλτα το βουνό Αμανή, από ανατολάς προς δυσμάς, περνώντας απ’ τα χωριά Κουρούνια, Νενητούρια, Μελανιός και Άγιο Γάλας. Είχαμε σκοπό να κατηφορίσουμε προς τη θάλασσα και να φτάσουμε στον όρμο της Αγίας Μαρκέλλας, περνώντας και πάλι απ’ τη Βολισσό, αλλά κάποια στιγμή αλλάξαμε γνώμη και σκεφτήκαμε να φτάσουμε εκεί περιπλανώμενοι σε έναν επαρχιακό χωματόδρομο που κατηφόριζε προς τη θάλασσα.

Η παραλία και η εκκλησία της Αγ. Μαρκέλλας.Η διαδρομή ήταν σαφώς πολύ πιο ενδιαφέρουσα, αλλά λίγο έλειψε να κολλήσουμε και να γυρίσουμε πίσω, καθώς το χώμα διαδέχονταν οι κροκάλες ξεροποτάμων και η λάσπη, ενώ η παντελής έλλειψη πινακίδων, στα σημεία όπου ο ένας χωματόδρομος συναντούσε κάποιον άλλο, μας έκανε να μαντεύουμε περισσότερο τη διαδρομή παρά να είμαστε βέβαιοι για το πού πηγαίναμε! Αν λοιπόν μου πει κάποιος σήμερα ότι είναι πιο εύκολο να χαθεί κανείς στην ξηρά, παρά στη θάλασσα, θα του πω ότι μπορεί να έχει και δίκιο!

Η παραλία στον όρμο της Αγ. Μαρκέλλας.Ο ουρανός, καθώς καταφέραμε με τα πολλά να βγούμε στον όρμο της Αγ. Μαρκέλλας, συνέχισε να «μυξοκλαίει», αλλά ο Μπάμπης αποφάσισε να ξαπλώσει πάνω στα ψιλά βότσαλα της παραλίας. Εγώ, με το βίτσιο του ρεπόρτερ να με κατατρέχει συνεχώς, φορτώθηκα τις κάμερες και επέλεξα να περπατήσω μέχρι το σημείο του μαρτυρίου της Αγίας, όπου λέγεται ότι αναβλύζει αγίασμα απ’ τη θάλασσα. Δεν ήταν εύκολο. Το μονοπάτι ακολουθεί το τελείωμα του γκρεμού, εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα, με αποτέλεσμα σε πολλά σημεία να είναι ιδιαίτερα ολισθηρό και επικίνδυνο. Αυτό αντιμετώπισα εκείνη την ημέρα, καθώς οι νοτιάδες είχαν αρχίσει και πάλι το κρεσέντο τους.

Τοξοειδή σοκάκια στα Μεστά.Στις 22 Ιουλίου πολύς κόσμος συγκεντρώνεται εδώ για να τιμήσει τη γιορτή της Αγίας Μαρκέλλας, η οποία λέγεται ότι κυνηγήθηκε και αποκεφαλίστηκε από τον ίδιο τον ειδωλολάτρη πατέρα της, επειδή επέλεξε να γίνει Χριστιανή. Εδώ βρίσκεται και ο ομώνυμος ναός, ένας από τους σημαντικότερους ολόκληρου του Αιγαίου. Στα παρακείμενα κελλιά ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να διανυκτερεύσει προσωρινά. Για ελλιμενισμό σκάφους, ούτε λόγος βεβαίως, αφού το αγκυροβόλιο αρόδο δεν είναι ασφαλές, ιδίως όταν ο μαίστρος, ο πουνέντης κι’ ο γαρμπής πολιορκούν τον όρμο. Μια μικρή στάση, ωστόσο, θα μπορούσε να κάνει ο κυβερνήτης ενός σκάφους για προμήθεια νερού ή καφέ από την παρακείμενη καφετέρια-εστιατόριο.

Αρμονική συνύπαρξη του μεσαιωνικού με το σύγχρονο.Φεύγοντας απ’ την Αγία Μαρκέλλα αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν αδύνατον να επισκεφτούμε όλες τις γωνιές αυτού του μεγάλου νησιού μέσα στις τρεις μόνο ημέρες που είχαμε στη διάθεσή μας. Αρχίσαμε λοιπόν να «διαλέγουμε» τα αξιοθέατα, ακολουθώντας, εν μέρει, και τις συμβουλές που μας είχε δώσει ο Μισετζής. Ενδιάμεσα, επιστρέφαμε στο φιλόξενο αραξοβόλι της Αγ. Ερμιόνης, για ύπνο και πλύσιμο on board, και το επόμενο πρωί επιβιβαζόμασταν στο Citroen και παίρναμε πάλι τα όρη και τα βουνά.

Μια παράξενη σιωπή στον Ανάβατο...Μία από τις επιλογές μας ήταν και το «αμυντικό» χωριό του Ανάβατου. Ο «Μυστράς του Αιγαίου», όπως είναι περισσότερο γνωστός. Το χρώμα της πέτρας των ερειπωμένων σπιτιών του οικισμού είναι ένα με το έδαφος. Τόσο που, ακόμη και όταν πλησιάσει κανείς σε απόσταση «βολής», με δυσκολία ξεχωρίζει πού αρχίζει το βουνό και πού τελειώνουν οι τοίχοι! Η τοποθεσία είναι τόσο προσεκτικά επιλεγμένη, ώστε η «ανάβαση» στο χωριό να είναι σχεδόν αδύνατη, αφού υπάρχει μία και μόνο πρόσβαση απ’ το βορρά, με τις άλλες (προσβάσεις) να είναι απαγορευτικές λόγω του απόκρημνου εδάφους. Σ’ αυτό, προφανώς, οφείλεται και το όνομά του.

Στον Ανάβατο ο χρόνος σταμάτησε.Ο Ανάβατος δεν φαίνεται να είχε Γενοβέζικες επιρροές, όσο τουλάχιστον αφορά την αρχιτεκτονική των σπιτιών του. Ο οικισμός δεν διαθέτει άλλωστε κεντρικό πύργο (Γενοβέζικη τακτική) όπως τα άλλα Μεσαιωνικά χωριά της νότιας Χίου. Τα σπίτια ήταν στενά και χτισμένα από γκρι πέτρα, ενώ διέθεταν ξύλινες επίπεδες σκεπές, χαμηλές πόρτες, μικρά κυρτά παράθυρα και ξύλινα μπαλκόνια. Το χωριό εγκαταλείφθηκε μετά τις σφαγές του 1822, ενώ σήμερα διατηρούνται ελάχιστα σπίτια, αλλά και το τριώροφο κτίριο το οποίο στέγαζε το ελαιοτριβείο, το σχολείο και την εκκλησία του Ταξιάρχη και της Παναγίας.

Το χρώμα τού βουνού και των πέτρινων κτισμάτων ταυτίζεται ατον Ανάβατο.Σήμερα είναι σε εξέλιξη κάποιες εργασίες αναστήλωσης και ανάδειξης του οικισμού σε ένα αξιοπρεπές τουριστικό αξιοθέατο, ενώ η προσπάθεια που κάναμε για να εισχωρήσουμε στα ενδότερα απέβη άκαρπη, εξ αιτίας των σκαλωσιών και των απαγορευτικών πινακίδων. Περιοριστήκαμε έτσι στη φωτογράφιση, όσων μπορούσαν να φωτογραφηθούν, και τιμήσαμε τα τοπικά προϊόντα, αγοράζοντας γλυκά κουταλιού, μέλι και ρίγανη από τους ηλικιωμένους ιδιοκτήτες ενός από τα ελάχιστα κατοικημένα σπίτια του Ανάβατου.

Γνωρίζαμε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφθούμε τα Μεσαιωνικά χωριά που βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Χωριά που κτίστηκαν με έντονη Γενοβέζικη επιρροή, αφ’ ενός μεν για να προστατεύονται οι κάτοικοί τους από τις επιδρομές των πειρατών και των Τούρκων, αφ’ ετέρου για να γίνεται καλύτερα η καλλιέργεια των μαστιχόδενδρων.

Το χωριό Ολύμποι.Τα σπίτια, τόσο στο Πυργί και στα Μεστά, όσο και στο χωριό Ολύμποι, είναι τόσο κοντά κτισμένα το ένα στο άλλο, ώστε δίνουν την εντύπωση πως πρόκειται για ενιαίο σύνολο! Στενά πλακόστρωτα σοκάκια, αψιδωτά περάσματα και εξωτερικοί τοίχοι, με γειτονικά παραπέτα και γωνιακούς πυργίσκους, και μία μόνο πόρτα. Οι συνεχόμενοι τοίχοι των σπιτιών, ακριβώς επειδή δεν έχουν πόρτες και παράθυρα, δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για κάστρο! Στις γωνίες μάλιστα των οικισμών υπήρχαν πύργοι, ενώ οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα να μπουν και να βγουν απ’ το χωριό μέσω μιας πόρτας η οποία βρίσκεται σήμερα στην τοποθεσία Κάτω Πόρτα. Μοναδικές στο χωριό Πυργί οι ξυστές μαυρόασπρες προσόψεις των σπιτιών του με γεωμετρικά σχήματα, επιρροή καθαρά Γενοβέζικη.

Η επιβλητική είσοδος στο Κτήμα Αργέντικο.«Μην παραλείψετε να επισκεφθείτε το Αργέντικο», μας είχε πει ο Μισετζής. «Τι είναι αυτό»; τον είχα ρωτήσει. «Είναι ένα ξεχωριστό αρχοντικό στον Κάμπο, που λειτουργεί σήμερα σαν ξενοδοχείο και πρέπει να το δείτε. Έχω κανονίσει να σας ξεναγήσουν εκεί», απάντησε εκείνος. Είναι πάντως αλήθεια πως παιδευτήκαμε λίγο να το εντοπίσουμε αφού, ανάμεσα στα πολλά στενά δρομάκια, που χωρίς σήμανση έφευγαν από την κεντρική λεωφόρο προς τα αρχοντικά του κάμπου, έπρεπε να εντοπίσουμε ποιο ακριβώς ήταν αυτό που θα μας έφερνε μπροστά στην τεράστια χάλκινη πόρτα του Αργέντικου. Κατέληξα λοιπόν στο συμπέρασμα πως μπορεί μεν να μη χρειάζομαι το g.p.s. για τις θαλάσσιες αναζητήσεις μου, χρειάζομαι όμως σίγουρα ένα g.p.s. δρόμων για τις γήϊνες!

Το μαγγάνι σε ένα τέτοιο κτήμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα τέτοιο μαγγάνι!Η αναφορά μου στο Argentiko θα είναι ίσως λίγο μακροσκελής, αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Η ιστορία ξεκινά το 1261, όταν οι Γενοβέζοι αγόρασαν τη Χίο από τους Βυζαντινούς. Το 1346 η οικογένεια Argenti εγκαθίσταται στο νησί. Ο Argenti που ήταν αρχιγερακάρης (υπεύθυνος για το κυνήγι των γερακιών) στο στρατό του Γενοβέζου βασιλιά, μπήκε στη διαχείριση της εταιρείας Mahona, που διαχειριζόταν τις εμπορικές δραστηριότητες της Χίου, και έδινε λόγο στο βασιλιά. Όταν αργότερα (1556) το νησί το κατέλαβαν οι Οθωμανοί, η δραστηριότητα της εταιρείας συνεχίστηκε και οι διαχειριστές έδιναν λόγο στο σουλτάνο.

Οι προτομές των μελών της οικογενείας Αργέντη δεν θα μπορούσαν να λείπουν.Ο Argenti ήταν ενθουσιασμένος με τη Χίο και ζητά να παραμείνει. Το αίτημά του γίνεται δεκτό από τη διοίκηση της Γένοβας, και ο στρατηγός Argenti εγγράφεται στο βιβλίο των ευγενών, το Libro D’ Oro, ενώ του απονεμήθηκε και ο τίτλος του Μαρκησίου, αφού επρόκειτο πλέον να διοικήσει το νησί. Η μόνιμη κατοικία της οικογένειας ήταν στο κάστρο της πόλης της Χίου, αλλά η γόνιμη περιοχή του Κάμπου ήταν ιδανική για εξοχική κατοικία. Έτσι παραχωρήθηκε στον Argenti η έκταση του σημερινού Κτήματος, ένα περιβόλι πλούσιο σε υπόγεια νερά και γεμάτο εσπεριδοειδή.

Η Γενοβέζικη επιρροή είναι σε πολλά σημεία εμφανής.Το 1550 κτίζεται το πρώτο σπίτι, το Παλάτσο, από την περίφημη κόκκινη πέτρα των Θυμιανών, και στο ισόγειο γίνεται η κουζίνα και οι αποθήκες. Για να προστατευθεί το σπίτι από τα κακά πνεύματα, ο Argenti τοποθετεί στις άκρες του μπαλκονιού δύο πέτρινους γυπολέοντες. Όταν αργότερα κτίζονται οι ψηλοί πέτρινοι μαντρότοιχοι, στην κορυφή της κεντρικής εισόδου τοποθετούνται πέτρινα ράμφη γυπολεόντων, για τον ίδιο σκοπό. Οι πόρτες του Κτήματος κατασκευάζονται όλες από μασίφ ξύλο και επενδύονται εξωτερικώς από μπρούντζο και χαλκό, πάνω στον οποίο μπαίνει το οικόσημο της οικογένειας. Στον θυρεό αυτό υπάρχει το ρητό «σπεύδε βραδέως», που είναι το μοναδικό ρητό σε οικόσημο Ιταλικής αριστοκρατικής οικογένειας γραμμένο στην Ελληνική γλώσσα. Για να προστατευθούν οι πόρτες αυτές από τους Ναζί, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, φυγαδεύτηκαν σε ένα μοναστήρι στην Ιταλική πόλη Mestre. Οι Άγγλοι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την φιλοξενία του Φιλίππου Αργέντη, ο οποίος βοηθούσε τους Άγγλους αξιωματικούς του Ναυτικού επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν το Κτήμα σαν μέρος ξεκούρασης, μετέφεραν τις πόρτες πίσω στη Χίο από τη Βενετία το 1947 με ένα αντιτορπιλλικό.

Η παρουσία της κόκκινης πέτρας των Θυμιανών είναι έντονη.Η ζωή συνεχίστηκε στο Argentiko με πλούσια εισοδήματα, αφού με το εμπόριο των πορτοκαλιών και την εξαγωγή τους στη Ρωσία, πέντε πορτοκάλια έφερναν στην οικογένεια ένα χρυσό νόμισμα! Εν τω μεταξύ δύο ακόμη πετρόκτιστα κτίρια έγιναν για να μένει η οικογένεια και οι καλεσμένοι τους. Δημιουργήθηκε ο κήπος, ο οποίος είναι Λιγουριανού τύπου, με όλα σχεδόν τα είδη φυτών που υπήρχαν στο νησί, με σαράντα δύο διαφορετικά είδη τριαντάφυλλων, με διαδρόμους περιπάτου, καθώς και σκιερές γωνιές για ξεκούραση. Ένα μέρος όλων αυτών είχαμε την ευκαιρία να δούμε κι’ εμείς κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας.

Πού αλλού αν όχι στο Αργέντικο θα μπορούσε να υπάρχει ένα τέτοιο πηγάδι;Λίγο πριν το 1881, ο καταστροφικός σεισμός της Χίου, αλλά και η θανάσιμη συμπεριφορά των Οθωμανών, ανάγκασε την οικογένεια Argenti να φύγει στην Ιταλία. Θανάσιμη, γιατί η οικογένεια τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων στον αγώνα για την Ελευθερία, με αποτέλεσμα οι κατακτητές να απαγχονίσουν τρία μέλη της οικογένειας. Ένας εξ αυτών απαγχονίστηκε μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον 5ο στην Κων/πολη και το πτώμα του ρίχθηκε στο Βόσπορο, και ένας άλλος δολοφονήθηκε μαζί με τον Ρήγα Φερραίο στο Βελιγράδι.

Βασιλικές κρεββατοκάμαρες... Στις αρχές του 1900, ο Φίλιππος Αργέντη, γνωρίζοντας την ύπαρξη του Κτήματος από τους γονείς και τους παπούδες του, επιστρέφει στη Χίο. Οι καταστροφές που είχαν προκαλέσει σ’ αυτό οι Οθωμανοί ήταν τεράστιες, συμπλήρωναν δε τις ζημιές που δημιούργησε ο σεισμός. Ο Φίλιππος Αργέντη έφερε τότε μαζί του τον Sir Arnold Smith, αρχιτέκτονα ειδικό στη μεσαιωνική Γενοβέζικη αρχιτεκτονική, και ξεκινούν μαζί την αποκατάσταση του Κτήματος, δίνοντάς του την αρχική του μορφή.

... και τραπεζαρίες για λίγους!Το μαγγάνι και η στέρνα ντύνονται με Πεντελικό μάρμαρο και χειροποίητα σκαλίσματα, τα κτίρια (εκτός του Παλάτσου) ξαναχτίζονται, διαμορφώνεται πάλι ο κήπος με τα πανέμορφα βοτσαλωτά και πέτρινα μονοπάτια, και το Κτήμα παίρνει πάλι ανάσα. Το κόστος όμως ήταν πολύ μεγάλο και έτσι οι εργασίες σταματούν προτού ολοκληρωθεί πλήρως η αναπαλαίωση.

Σκιερά μονοπάτια περιπάτου κάτω απ' τους καρπούς της πορτοκαλιάς.Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90 το Κτήμα είχε τη μορφή ξενώνα, και ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η έδρα του Ιταλικού Προξενείου. Στα δωμάτιά του έμειναν πολλές διασημότητες της Ελλάδας και του εξωτερικού, μεταξύ αυτών πρόεδροι και πρωθυπουργοί κρατών, καθώς και βασιλείς. Το Κτήμα αγοράστηκε το 1995 από τον Χιώτη εφοπλιστή Λουκά Κτιστάκη, ο οποίος με κόστος πολλών εκατομυρίων δολλαρίων κατάφερε να φέρει το Κτήμα στη σημερινή του μορφή. Για την πιστή αναπαλαίωσή του χρησιμοποιήθηκαν γκραβούρες και φωτογραφίες εποχής, βιβλία, αλλά και μαρτυρίες αυτών που είχαν γνωρίσει το Κτήμα από κοντά.

Η συνολική έκταση του Κτήματος Argentiko είναι 32 στρέμματα, ενώ ο φιλοξενούμενος στις πολυτελείς σουίτες του διαμένει σήμερα σε ένα ζωντανό μουσείο, απολαμβάνοντας όμως όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Το Argentiko είναι ίσως το μοναδικό στο είδος του κατάλυμα στον Ελληνικό χώρο.

Για αρκετή ώρα δεν μπορούσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου την ιστορία αλλά και την εικόνα των κήπων και των εγκαταστάσεων του Κτήματος. Επανήλθα όμως κατ’ ανάγκην στην πραγματικότητα, αφού το ίδιο απόγευμα συναντηθήκαμε με τον Γιώργο Μισετζή, τη γυναίκα του Μαρία, τον μικρό γιο τους Αλέξανδρο και τον καρδιακό τους φίλο Σωκράτη στη μαρίνα της Αγ. Ερμιόνης όπου αναπαυόταν το «Barracuda». Εκείνοι απέπλεαν με το φουσκωτό τους για τη Νάξο, κι’ εμείς για ένα τελευταίο περίπλου των νοτιοδυτικών ακτών της Χίου, προτού αφήσουμε το νησί για να επιστρέψουμε στον Μαραθώνα.

Ασφαλής και ήρεμος στις αγκαλιές εκείνης κι' Εκείνης...Καθώς οι δύο εξωλέμβιες μούγκρισαν στον καθρέφτη του «Scorpion», η Μαρία τύλιγε προστατευτικά τον μικρό Αλέξανδρο στην αγκαλιά της. Λίγο γάλα απ’ το μπιμπερό θα κρατούσε ίσως γαλήνιο τον πρωτόμπαρκο νεαρό ναυτικό για τα επόμενα εκατό μίλια, και αυτό η μητέρα του φάνηκε πως το γνώριζε πολύ καλά... Η σκηνή ήταν εξόχως συγκινητική, κάνοντάς με να ανακαλέσω στη μνήμη ανάλογες εικόνες από το νανούρισμα των δικών μου παιδιών στην αγκαλιά Της...

Η ασφαλής και φιλόξενη μαρίνα στο Λιθί.Καθώς το Scorpion με το τετραμελές πλήρωμα χανόταν στον υγρό γαλάζιο ορίζοντα, εμείς παραπλέαμε τις παραλίες του Μεγάλου Λιμνιώνα, της Αγίας Φωτιάς, τα Μαύρα Βόλια, καβατζάραμε τον Κάβο Ουρά και κατευθυνθήκαμε βόρεια, στη δυτική πλευρά της Χίου, προς το λιμάνι του Λιθίου, όπου επρόκειτο να διανυκτερεύσουμε προτού την επόμενη μέρα σαλπάρουμε για να επιστρέψουμε στη βάση μας...

Μερικές χρήσιμες ναυτικές πληροφορίες.

Οφείλω να εξάρω την εξαιρετική δουλειά που έχουν κάνει οι φίλοι του «Ομίλου Φουσκωτών Σκαφών Χίου» στην ιστοσελίδα τους : www.ofsx.gr , κυρίως όσον αφορά την ακριβή επισήμανση των ραμπών καθέλκυσης και ανέλκυσης σκαφών, οι οποίες υπάρχουν σε όλο το μήκος των ακτογραμμών του νησιού τους.

http://www.ofsx.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=93&Itemid=114

Ανάλογη είναι η δουλειά που έχουν κάνει και στην επισήμανση των μαρινών, μικρών λιμένων και αλιευτικών καταφυγίων...

http://www.ofsx.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=164&Itemid=188

... αλλά και των παραλιών οι οποίες ενδείκνυνται για ναυτικό κάμπινγκ!

http://www.ofsx.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=166&Itemid=190

Τους ευχαριστώ από καρδιάς για την φιλοξενία τους, για τις πληροφορίες με τις οποίες «κατηύθυναν» τις επίγειες αναζητήσεις μας, αλλά και για τον «δανεισμό» της εκπληκτικής δουλειάς και των πληροφοριών με τις οποίες έχουν εμπλουτίσει την ιστοσελίδα τους. Πληροφορίες οι οποίες συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση αυτού του σύντομου και «εξ απαλών ονύχων» ταξιδιωτικού μου στη Χίο. Μια αναλυτικότερη περιγραφή και απεικόνιση των τοπίων του όμορφου αυτού νησιού θα έχω, ελπίζω, την ευκαιρία να κάνω σε μια επόμενη επίσκεψή μου.