Μια βροχερή μέρα του Γενάρη φουλάραμε πετρέλαια την τρελοcamperα, γεμίσαμε το ψυγείο, χώσαμε στην ντουλάπα τα πιο χοντρά μπουφάν μας και ξεκινήσαμε για το βορρά. Απογευματάκι φτάσαμε στις Θερμοπύλες, όπου αράξαμε για ένα βραδινό και ένα πρωϊνό μπάνιο στα καυτά νερά.
Την άλλη μέρα ο ουρανός έδειχνε να μας κάνει το χατήρι ν’ αφήσει στεγνό το δρόμο, και έτσι έγινε. Με τον ήλιο να παίζει κρυφτούλι πίσω από τα σύννεφα, σκαρφαλώσαμε προς Δομοκό και στη συνέχεια, στην είσοδο της πόλης της Καρδίτσας, στρίψαμε αριστερά προς λίμνη Πλαστήρα. Ανηφορίζοντας ο ήλιος σταμάτησε το παιχνίδι του με τα σύννεφα και εξαφανίστηκε για τα καλά στην αγκαλιά τους, που όσο προχωράγαμε όλο και μαύριζε.
Η μπόρα που ξέσπασε ήταν από τις πιο δυνατές που έχω δει. Tο χειρότερο, όμως, ήταν ο πολύ δυνατός αέρας. Όταν φτάσαμε κοντά στη λίμνη φροντίσαμε να "δέσουμε" την τρελοcamperα σε σημείο όπου να μην υπάρχουν δέντρα, ώστε να μη ρίξει πάνω της ο αέρας κανένα σπασμένο κλαδί. Και έτσι περάσαμε τη νύχτα, όχι πολύ διαφορετκά από ότι στο φουσκωτό κάποτε...
Η άλλη μέρα ήταν έκπληξη. Ο αέρας είχε πέσει τελείως και ο ήλιος είχε ξαναρχίσει το παιχνίδι του με τα σύννεφα. Μείναμε εκεί, κοντά στην όχθη, δίπλα στο βοτανικό κήπο και με το ποδήλατο έκανα βόλτες σε όλη τη δυτική πλευρά της λίμνης. Την άλλη μέρα δεν βιαστήκαμε να συνεχίσουμε βορειότερα. Φύγαμε απογευματάκι και νύχτα, σχεδόν, βρεθήκαμε σκαρφαλωμένοι στα Μετέωρα, στο πάρκινγκ της μονής του Αγίου Στεφάνου.
Μαγειρέψαμε, φάγαμε και, εκεί που ετοιμαζόμασταν για ύπνο, νά' σου ένα αυτοκίνητο με τους προβολείς του πάνω μας. Βλέποντας στην πινακίδα του το Ε.Α. (ελληνική αστυνομία), άνοιξα την πόρτα για να δω τι συμβαίνει. Βγήκε κι από το υπηρεσιακό αυτοκίνητο ένας κύριος, ο οποίος με καλησπέρισε και είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χαρτί για το camping. Κατάλαβα τι εννοούσε και, επειδή βαριόμουνα να κάθομαι και να του εξηγώ νυχτιάτικα τα περί δικαιώματος των campers να παρκάρουν όπου επιτρέπεται να παρκάρουν όλα τα οχήματα, του είπα πως θα φύγουμε. Εκείνος με ευχαρίστησε για τη «συνεργασία», μπήκε στο αυτοκίνητό του και περίμενε μέχρι να απομακρυνθούμε.
Για να πω την αλήθεια το περίμενα κάτι τέτοιο γιατί, λίγο πριν, την ώρα που ήμουν έξω και φωτογράφιζα, ήρθε ένα ταξί στην καγκελόπορτα της μονής από το οποίο κατέβηκαν δύο ροδαλές καλόγριες και χώθηκαν μέσα. Ωστόσο εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι μας κοίταξαν από πέντε μέτρα απόσταση και δεν μας είπαν ούτε μια καλησπέρα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να ζητήσω την... ευλογία τους, αλλά προτίμησα να τις σιχτιρίσω από μέσα μου και να τους γυρίσω την πλάτη. Έτσι, όταν ο ανθρωπάκος, που τον ξεσήκωσαν νυχτιάτικα να έρθει μέχρις εκεί πάνω, μου είπε «ευχαριστώ για την συνεργασία», το πήρα κυριολεκτικώς τοις μετρητοίς και... συνεργάστηκα.
Πήγαμε στα πεδινά και σταματήσαμε στη Μύκανη, όπου και διανυκτερεύσαμε, και την άλλη μέρα πρωί- πρωί συνεχίσαμε. Στην Καστοριά φτάσαμε μεσημεράκι. Ευκαιρίας δοθείσης να σας πω ότι στην πόλη αυτή και στο τηλέφωνο 6973988007 παραγγέλνετε φιάλη υγραερίου και σας την φέρνουν σε 20 λεπτά εκεί που έχετε παρκάρει. Μείναμε σ’ αυτή την πανέμορφη «πατρίδα» δύο μέρες και μετά ανηφορίσαμε βορειότερα για την άλλη μοναδική «πατρίδα»: τις Πρέσπες.
Δεν θα σας φορτώσω με περιγραφές, αλλά θα σας δείξω μια μικρή ταινία που τράβηξα με την φωτογραφική μου Olympus, για να πάρετε μια πιο ζωντανή εικόνα του πώς περάσαμε στις μικρές αυτές πατρίδες μέσα στο καταχείμωνο. Δείξτε, όμως, κάποια επιείκεια για την ποιότητα της λήψης και του μοντάζ, που τα έκανα όλα μόνος μου, θέλοντας να δείξω κι εγώ με τη σειρά μου στο φίλο μου τον Ιωσήφ ότι κάτι έμαθα παρακολουθώντας τον.