Του Ελευθέριου Ρήνου.
Ένα έγγραφο φωτιά, που δεν έχει χρησιμοποιηθεί δικαστικά έως σήμερα, παρουσιάζουμε σήμερα, ανατρέπει τις ισορροπίες στην υπόθεση της Τράπεζας της Ανατολής. Πρόκειται για εσωτερική επιστολή του Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, προς το Δικαστικό Τμήμα της τράπεζας και ειδικότερα προς την «Α' Υπηρεσίαν Νομ. Εξυπ. Καταθέσεων» με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1940.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει σήμερα πως από ό,τι φαίνεται η ειδική εκκαθάριση της Τράπεζας της Ανατολής ολοκληρώθηκε στο τέλος του 1936. Χρησιμοποιώντας μονομερή έγγραφα, που η ίδια έχει στείλει σε μεμονωμένα άτομα και φορείς, ισχυριζόμενη ότι αν είχε παρανομήσει οι ελληνικές αρχές θα την είχαν τιμωρήσει μέχρι σήμερα (sic!), η τράπεζα έχει κατορθώσει για δεκαετίες να μην παρουσιάσει τη λογοδοσία της εκκαθάρισης της Τράπεζας της Ανατολής. Κοινώς, κάποιοι επένδυσαν σε μια εταιρεία, την πούλησαν και ακόμη περιμένουν να μάθουν επίσημα αν θα πληρωθούν!
Η ειδική εκκαθάριση της παλαιάς αυτής τράπεζας δεν έγινε επειδή ήταν χρεοκοπημένη, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε μια δίκαιη τιμή, με συνέπεια να συμφωνήσουν σε μια ελεγχόμενη ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας, με την Εθνική Τράπεζα να έχει τον πρώτο λόγο. Ωστόσο, μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε ένας ολοκληρωμένος, δημοσιευμένος απολογισμός – ισολογισμός, που να εξηγεί πόσο άξιζε η περιουσία της Τράπεζας της Ανατολής μετά την ειδική εκκαθάριση.
Κατά την διάρκεια μιας διαδικασίας αποτίμησης περιουσίας, μέσω εκκαθάρισης (ό,τι εκκαθάριση κι αν είναι αυτή), αν υπάρχουν εκκρεμή στοιχεία της περιουσίας της εταιρείας που δεν έχουν ρευστοποιηθεί και προσμετρηθεί, τότε αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να λήξει. Θα ήταν αδύνατον λοιπόν να υπάρχουν εκκρεμότητες, όπως για παράδειγμα χρέη που δεν έχουν εισπραχθεί και δεν έχουν υπολογιστεί, και να ολοκληρωθεί η ειδική εκκαθάριση της Τράπεζας της Ανατολής. Αυτό δεν είναι μια προσωπική άποψη, αλλά προκύπτει από εκτενή νομολογία και πραγματικά περιστατικά, όπως αυτό της Τράπεζας Θεσσαλίας, η οποία βρίσκεται σε εκκαθάριση από το 1929 έως σήμερα! Υπάρχει μάλιστα απόφαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που γνωμοδοτεί πως όσο υπάρχει αδιάθετη εταιρική περιουσία, η εκκαθάριση συνεχίζεται.
Με το έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 1940, το Υποκατάστημα Θεσσαλονίκης ζητάει από το νομικό τμήμα της τράπεζας αντίγραφα του ΦΕΚ 301 της 31ης Δεκεμβρίου 1932, που περιλαμβάνει το κείμενο της σύμβασης συγχώνευσης δι' εξαγοράς της Τράπεζας της Ανατολής από την Εθνική Τράπεζα και την σχετική απόφαση του αρμόδιου υπουργού. Ο λόγος είναι ότι από την 31η Δεκεμβρίου και με βάση την συμφωνία που υπεγράφη, η Εθνική Τράπεζα έγινε καθολική διάδοχος της Τράπεζας της Ανατολής, δηλαδή υποκατέστησε την τελευταία σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
Η επιστολή έφτασε στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας την 19η Ιανουαρίου 1940 και φέρει αριθμό πρωτοκόλλου Α019671. Από εκεί πήγε στο νομικό τμήμα στις 24 Ιανουαρίου 1940 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 1468. Οι εκπρόσωποι του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης της Εθνικής Τράπεζας Α.Κ. ΡΟΖΗΣ και Δ.Ε. ΜΕΤΑΞΑΣ σημειώνουν στην επιστολή τους:
«Κύριε Διοικητά
Λαμβάνομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν Υμάς, όπως ευαρεστηθήτε να μας εφοδιάσητε το ταχύτερον, ει δυνατόν, με ικανόν αριθμόν αντιτύπων του υπ' αριθ. 301 έτους 1932 φύλλου "Δελτίου Ανωνύμων Εταιριών" εν τω οποίω εδημοσιεύθη η περί συγχωνεύσεως της Τραπέζης Ανατολής προς την ημετέραν Τράπεζαν απόφασις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και πάντα τα προς την συγχώνευσιν ταύτην σχετικά, καθ' όσον αφ' ενός μεν το φύλλον τούτο παρίσταται τακτικώτατα ανάγκη, όπως προσάγωμεν ενώπιον των Δικαστηρίων δια την νομιμοποίησιν της Τραπέζης μας, ως καθολικής διαδόχου της ειρημένης Τραπέζης, αφ ετέρου δε ζητείται δια τον αυτόν λόγον από διάφορα Υποκ/τα, διεξάγοντα δίκας αφορώσας απαιτήσεις της Τραπέζης ταύτης».
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι λόγοι, για τους οποίους το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης της Εθνικής Τράπεζας ζητούσε αντίγραφα του ΦΕΚ ήταν για να τα χρησιμοποιήσει:
α) για τη νομιμοποίηση της Εθνικής Τράπεζας στα δικαστήρια ως καθολικής διαδόχου της Τράπεζας της Ανατολής,
β) επειδή τα υποκαταστήματα της ΕΤΕ ζητάνε αντίγραφα, ώστε να διεξάγουν δίκες για απαιτήσεις της Τράπεζας της Ανατολής.
Για να το κάνω πιο ξεκάθαρο, τον Ιανουάριο του έτους 1940 υπήρχαν απαιτήσεις της Τράπεζας της Ανατολής από διάφορους και η Εθνική Τράπεζα, εκ μέρους της Τράπεζας της Ανατολής, πήγαινε στα δικαστήρια για να διεκδικήσει όσα έπρεπε να εισπράξει η Τράπεζα της Ανατολής!
Όπως ανέφερα παραπάνω όταν υπάρχουν διεκδικήσεις που μπορούν να εισπραχθούν εκ μέρους της εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δεν μπορεί να κλείσει. Αν κλείσει, πώς θα διανεμηθούν στους μετόχους τα χρήματα για την ανείσπρακτη περιουσία της τράπεζας που πούλησαν, αφού αυτά δεν μπορούν να συνυπολογιστούν! Και όταν ο αυτές οι συναλλαγές πρέπει, σύμφωνα με την σύμβαση συγχώνευσης, να πραγματοποιηθούν μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, ο λογαριασμός αυτός μένει ανοικτός.
Το θέμα όμως βρίσκεται πέρα από την αναφορά του εγγράφου στις απαιτήσεις της Τράπεζας της Ανατολής, τις οποίες η Εθνική Τράπεζα προωθούσε δικαστικά μερικά χρόνια μετά την υποτιθέμενη λήξη της εκκαθάρισης. Εντοπίζεται στο γεγονός πως το έγγραφο αυτό προέρχεται από την ίδια την Εθνική Τράπεζα και έχει σφραγιστεί από δύο υπαλλήλους της ως αντίγραφο εκ του γνησίου.
Γνωρίζει συνεπώς η τράπεζα πως η εκκαθάριση δεν μπορεί να τελείωσε το 1936. Το γνωρίζουν στελέχη της που το έχουν παραδεχθεί, σε εμένα προσωπικά, γραπτώς. Το ερώτημα είναι τότε, γιατί συνεχίζει την ίδια υπερασπιστική γραμμή και προσπαθεί να πείσει τη Δικαιοσύνη, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία, ότι ο «γάϊδαρος πετάει»; Μήπως τα φριχτά λάθη των προηγούμενων «στοιχειώνουν» τις κινήσεις της;