Μέρος τέταρτο. Το πέρασμα από την Σαρδηνία στις Βαλεαρίδες και το Γιβραλτάρ.
Ξημέρωνε, κι’ εγώ ένοιωσα βαρύς καθώς ξύπνησα και στριφογύρισα μέσα στον υπνόσακκο. Ήμουν μάλλον απρόθυμος να σηκωθώ αμέσως. Το βάρος που ένοιωθα το εντόπιζα στο κεφάλι μου, αλλά δεν πονούσα. Ήταν ο μάλλινος σκούφος, που ζύγιζε ήδη πάνω από ένα κιλό, καθώς ήταν ποτισμένος μέχρι την τελευταία του ίνα από την βραδυνή υγρασία! Κάθισα οκλαδόν, και ενώ έστιβα το μάλλινο σκουφί να φύγει το νερό, έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω μου. Η βάρκα ήταν στη θέση της, το ίδιο και η άκρη του σχοινιού που είχα δέσει στο πόδι μου! Η παραλία εκτεινόταν σε μεγάλη απόσταση, δεξιά και αριστερά μας, και πίσω διακρίνονταν οι εγκαταστάσεις κάποιου ξενοδοχειακού συγκροτήματος. «Άντε μάγκες», ακούστηκε η βραχνή φωνή του Τάσου. «Σηκωθείτε να του δίνουμε, γιατί έχουμε πολύ δρόμο ακόμη»...
Μαζέψαμε τα βρεμένα μας και μπήκαμε στο φουσκωτό, αφού πρώτα το τραβήξαμε λίγο για να ξεκολλήσει από τον αμμουδερό βυθό. Παραπλεύσαμε τις νότιες ακτές της Σαρδηνίας, χαζεύοντας τις υπέροχες παραλίες, τα σπίτια και τις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια πίσω από καταπράσινους μικρούς λόφους. Όμορφο νησί! Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να επιστρέψω κάποια μέρα και να έχω λίγο περισσότερο χρόνο για να το γνωρίσω. Αρχίσαμε να οδηγούμε προσεκτικά, κάνοντας σλάλομ και προσπαθώντας να αποφύγουμε τις ρηχοπατιές στη θαλάσσια περιοχή γύρω από το νησί San Antioco. Με τα πολλά δέσαμε στη μαρίνα του Porto Ponte Romano και συμπληρώσαμε τα άδεια ρεζερβουάρ, μεταφέροντάς τα με τον γνωστό τρόπο που δυναμώνει τα χέρια και... κρεμάει τους ώμους! Βγήκαμε εν τω μεταξύ κάποια στιγμή με τον Σίμο στην πόλη, να ψωνίσουμε κάτι μικροπράγματα που χρειαζόμασταν, αλλά τα μαγαζιά ήταν όλα κλειστά, γιατί την εποχή εκείνη διεξήγετο στην Ιταλία, αν δεν με απατά η μνήμη μου, το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου!
Διακόσια περίπου ν. μίλια μας χώριζαν από τον επόμενο σταθμό μας, που ήταν το πρώτο από τα τρία νησιά των Βαλεαρίδων προς δυσμάς. Η Μινόρκα. Το πέρασμα εκείνο κούρασε τόσο εμάς όσο και τους κινητήρες, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να παρουσιάζουν σημάδια κόπωσης. Ο καιρός είχε αρχίσει εν τω μεταξύ να «φορτώνει». Συνηγορούσε βεβαίως σ’ αυτό και η γεωγραφική μας θέση πάνω στον χάρτη. Στη δεξιά μας μάσκα «εβρυχάτο» ο Corfo Leon, που κατέβαζε φίδια από την πλευρά των ακτών της Γαλλίας, καθώς ο αέρας ερχόταν ορεξάτος από το «Bay» (Βισκαϊκός). Το Olympic σχεδόν «σερνόταν», συγκρινόμενο με τα μέτρα τουλάχιστον των σημερινών εξάμετρων, και ας έλεγε ο Τάσος στον δημοσιογράφο Κωστή Χαιρόπουλο ότι η μέση ωριαία ταχύτητά μας στο ταξίδι θα ήταν 25 κόμβοι, με τη μέγιστη να πλησιάζει τους 50!!! Άρες μάρες κουκουνάρες δηλαδή, που τις έλεγαν (και ακόμη τις λένε) οι πωλητές κάποιων εταιρειών, με περισσή ευκολία και θράσος, προκειμένου να εντυπωσιάσουν κάποιους αφελείς υποψήφιους πελάτες, οι οποίοι αυτά ακριβώς θέλουν να ακούσουν...
Αργά το απόγευμα καταφέραμε να προσεγγίσουμε τη Μινόρκα και να μπούμε στο "φιορδ" που κατέληγε στη μαρίνα του Mahon. Με ποτάμι έμοιαζε εκείνο το αραξοβόλι, με τη θάλασσα να εισχωρεί βαθειά μέσα στην ξηρά και να καταλήγει σε μια όμορφη και πολυτελή μαρίνα. Τα επαγγελματικά τουριστικά πλοιάρια και τα ιστιοπλοϊκά επέστρεφαν κι’ αυτά στη βάση τους. Δέσαμε στο ξύλινο ντόκο και βγήκαμε λίγο έξω να ξεμουδιάσουμε. Κάποιος Ισπανός είδε την ελληνική σημαία στο φουσκωτό, και μας συνέστησε να συναντήσουμε τον «griego» του νησιού. Μας έδειξε ένα πολυτελές καφε-εστιατόριο που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Κώστας Χαραμής λεγόταν ο «griego», και έκανε σαν παιδί μόλις μας είδε και έμαθε ότι τρεις θεότρελλοι έφτασαν στη Μινόρκα με ένα φουσκωτό σκάφος από την Ελλάδα! Δεν ήξερε τι να κάνει για να μας ευχαριστήσει. Και να καφέδες, και να το καλύτερο πιάτο του μαγαζιού του να φάμε, και να μια σουίτα στον καθένα μας για το βράδυ! Ήταν παντρεμένος με μια Αγγλίδα, ο εκ Ναυπλίου Κώστας Χαραμής, και είχε αποκτήσει μαζί της δύο κορίτσια. Η οικονομική του κατάσταση ήταν εξαιρετική, και εθεωρείτο ένας από τους πιο πλούσιους κατοίκους της Μινόρκα! Στην επιστροφή έμελλε να τον ξανασυναντήσουμε...
Μπροστά μας ήταν το μεγάλο νησί των Βαλεαρίδων. Η Μαγιόρκα. Παραπλέοντας τη νοτιοδυτική ακτογραμμή της, λίγο πριν μπούμε στη μαρίνα της Palma, αποφασίσουμε να ρίξουμε μια βουτιά στη θάλασσα. Στο βάθος ξενοδοχεία και κοσμικές παραλίες. Αφήσαμε το φουσκωτό να χαριεντίζεται ελεύθερο στα απόνερα που άφηναν τα δεκάδες πλεούμενα που περνούσαν δίπλα μας, και πέσαμε και οι τρεις στο νερό. Βάλσαμο! Δεν αργήσαμε να μπούμε στην κοσμική μαρίνα και να δέσουμε. Το πρόβλημα με την πληγή από το κάψιμο που είχα στο πόδι μου είχε αρχίσει όμως να με ενοχλεί πολύ, ενώ η περιμετρική κοκκινίλα και το πύον, σε συνδυασμό με τον πυρετό που ένοιωθα πως με πολιορκούσε, έδειχνε πως το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται ανησυχητικό. Αναγκάστηκα να επισκεφτώ το νοσοκομείο της πόλης για να συμβουλευτώ ένα γιατρό. Κι’ εκείνος, στεγνά και σοβαρά μου είπε : «Αν δεν θέλεις να έχεις προβλήματα, πρέπει να επιστρέψεις στην Ελλάδα! Η πληγή έχει μολυνθεί και αυτά που ενδεχομένως μπορεί να ακολουθήσουν, θα είναι πολύ χειρότερα! Αν πάλι θέλεις να συνεχίσεις, θα αναλάβεις και την ευθύνη! Το μόνο που μπορώ εγώ να κάνω είναι να σου δώσω μια φαρμακευτική αγωγή με ένα δυνατό αντιβιωτικό και μια αλοιφή...»
Έπεσα στα μαύρα πανιά. Ούτε σκέψη όμως να γυρίσω πίσω! Ο Σίμος και ο Τάσος μου έλεγαν ότι πρέπει πρώτα να κοιτάξω την υγεία μου, και πως αυτοί θα μπορούσαν να συνεχίσουν μόνοι τους το ταξίδι. "Θα αστειεύεστε", απάντησα. "Μαζί θα γυρίσουμε στην Ελλάδα"! Έτσι και έγινε. Πήρα το δυνατό αντιβιωτικό, έβαλα και την αλοιφή, και ξανά στο πόστο μου. Ευτυχώς τα πράγματα έδειχναν να βελτιώνονται από την επόμενη κι' όλας ημέρα...
Στη μαρίνα της Palma ήταν δεμένο ένα τεράστιο motor sailer με γερμανική σημαία και έναν Έλληνα skipper από την Πρέβεζα. Θωμά νομίζω τον έλεγαν. Μας πρότεινε να δέσουμε πάνω στο σκάφος του. Γνωριστήκαμε, και μας φιλοξένησε στο πολυτελές γιωτ. Τα φρούτα που μας προσέφερε ήταν ό,τι το καλύτερο! Είναι κάτι στιγμές που ακόμη και ένα φρούτο κάνει τη διαφορά. Σκορβούτο κοντεύαμε να πάθουμε τόσες μέρες!
Την επομένη δέναμε στο τελευταίο κατά σειρά νησί του συμπλέγματος των Βαλεαρίδων, την Ίμπιζα ή Ίμπιθα όπως την προφέρουν οι Ισπανοί. Ένα είδος... Μυκόνου, με στενά δρομάκια, εκατοντάδες μαγαζιά με μπλουζάκια και χιλιάδες σουβενίρ, μπαράκια και νεαρόκοσμος να σουλατσάρει εδώ κι’ εκεί και πολυτελής μαρίνα, με τα καύσιμα βεβαίως πάνω στο ντόκο! Ο στόχος όμως είχε αρχίσει να πλησιάζει και η ανυπομονησία μας μεγάλωνε. Νοιώθαμε πως έπρεπε να φτάσουμε στο βράχο του Γιβραλτάρ μια ώρα νωρίτερα...
Την άλλη μέρα προσεγγίσαμε τις ακτές της Ισπανίας και δέσαμε στο λιμάνι του Αλικάντε. Συμπληρώσαμε καύσιμα, βγάλαμε την... ψώρα από πάνω μας στις ντουζιέρες του Ναυτικού Ομίλου, και φάγαμε σαν άνθρωποι. Το άλλο πρωί, λύσιμο κάβων και πάλι στο πέλαγος. Λες και μας κυνηγούσαν! Επόμενες στάσεις η Almeria, το Motril και λίγο πριν το τέλος η Μάλαγα. Είναι αλήθεια, και αυτό το κατάλαβα αυτές τις μέρες που αναπολώ με τον Σίμο το ταξίδι εκείνο, ότι αρκετές λεπτομέρειες δεν τις θυμάμαι! Δεν θυμόμουν, ας πούμε, ότι στο σκέλος Μεσσήνα – Παλέρμο το καύσιμο είχε πλημμυρίσει το κατάστρωμα και ψάχναμε αλλόφρονες με τον Τάσο να βρούμε αντλία, ενώ ο Σίμος παρέμεινε στο σκάφος για να μη μας το κλέψουν! Δεν θυμόμουν ότι λίγο έλειψε να πέσουμε πάνω στις ξέρες, καθώς βράδυ πλησιάζαμε το λιμάνι του Παλέρμο! Δεν θυμόμουν ότι είχαμε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής τη Μινόρκα, αλλά δεν τη βλέπαμε εξ αιτίας λανθασμένης επιλογής κλίμακας στο ραντάρ! Δεν θυμόμουν ότι το πρόβλημα που παρουσίασαν οι μηχανές στην επιστροφή ωφείλετο σε λάθος του μηχανικού στο Γιβραλτάρ....
Σ’ αυτή την περίεργη «αμνησία» μου πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο η διαρκής σχέση μου με... το βολάν και την πυξίδα, αλλά και η επιθυμία μου να επιλέξω την ανάμνηση των καλών μόνο στιγμών! Θυμόμουν, ας πούμε, πολύ καλά (ας με συγχωρήσει ο Θεός) την όμορφη γυναίκα του μηχανικού που βολτάριζε μ’ εκείνο το τολμηρό μαγιώ στο κατάστρωμα του cruiser όπου έμεναν. Ίσως γι’ αυτό δεν θυμόμουν ότι ο άντρας της έκανε «πατάτα» με την επισκευή των μηχανών, την οποία αργότερα πληρώσαμε με το παραπάνω!
Η Μάλαγα ήταν μια εκπληκτική πόλη. Πρώτη μας δουλειά να φουλάρουμε τα δοχεία, κοντά στην είσοδο της μαρίνας. Χαζέψαμε για λίγη ώρα το παιγνίδι που παιζόταν στο κατάστρωμα ενός παλιού συντηρημένου πειρατικού πλοίου, και στη συνέχεια προχωρήσαμε στα ενδότερα για να βρούμε μια καλή θέση για το βράδυ. Εκεί μας πλησίασε ένας Ισπανός, ο οποίος περίεργος για τις σημαίες που στόλιζαν το ρολ μπαρ του φουσκωτού, μας ρώτησε από πού ερχόμασταν. Όταν του εξηγήσαμε ότι ερχόμασταν από την Ελλάδα και πάμε στο Γιβραλτάρ, μας πήρε υπό την προστασία του! Το βράδυ, αφού φάγαμε εκπληκτικές ροδέλλες καλαμαριού και θαλασσινά στην ψαροταβέρνα του τοπικού ναυτικού club, όπου μας πήγε ο άγνωστος Ισπανός, κοιμηθήκαμε στο σκάφος του! Άλλες εποχές, πιο ανοικτοί άνθρωποι, λιγότερη καχυποψία, ανύπαρκτη σχεδόν βία. Αν αυτό γινόταν σήμερα, είναι βέβαιο ότι θα προτιμούσαμε να φάμε μόνοι μας, και να κοιμηθούμε όπως όπως στο φουσκωτό...
Ο βράχος του Γιβραλτάρ δεν απείχε πια πολύ από τη Μάλαγα. Καθώς παραπλέαμε τις νοτιοδυτικές ακτές της Ισπανίας, δελφίνια, δεκάδες δελφίνια, ήρθαν απ’ το πουθενά να μας συντροφέψουν και να παίξουν μαζί μας! Και να μη θέλαμε να σταματήσουμε, δεν μπορούσαμε! Μας πολιορκούσαν από παντού και μας προκαλούσαν με τα παιγνίδια τους! Ήταν μια από τις σκηνές του ταξιδιού που δεν θα ξεχάσω ποτέ....
Πλησιάζαμε στη ράδα των φορτηγών πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα έξω απ’ το λιμάνι. Ο βράχος, σήμα κατατεθέν του Γιβραλτάρ, ορθωνόταν επιβλητικός πάνω απ’ την πόλη. Καθώς πήραμε την τελική ευθεία για να μπούμε στη μαρίνα, διακρίναμε την ελληνική σημαία να κυματίζει στον πρυμιό ιστό ενός πλοίου. Η νοσταλγία για την Ελλάδα και η θέα του ελληνικού συμβόλου μας έκανε να κατευθύνουμε την πλώρη μας προς τα κει. Δεν αργήσαμε να διακρίνουμε το όνομα του καραβιού : «Ειρήνη Πατέρα». «Πατριώτεεεες!», αρχίσαμε να φωνάζουμε. «Καπετάνιεεε!». Δεν άργησαν να φανούν κάποιοι από τα μέλη του πληρώματος, που έσπευσαν περίεργοι να δουν ποιοι ήταν αυτοί που φώναζαν. Μας χαιρέτησαν και μας έκαναν νόημα να ανέβουμε στο πλοίο. Δέσαμε πάνω στην πλευρική σκάλα και σκαρφαλώσαμε στο κατάστρωμα. Ο καπετάνιος μας υποδέχθηκε στη γέφυρα και μας καλωσόρισε. Άκουσε έκπληκτος τα κατορθώματά μας και μας κέρασε, ενώ ενημέρωσε μέσω του vhf τις αρχές της μαρίνας για την άφιξή μας. Στη συνέχεια μας εξιστόρησε τη δική τους περιπέτεια. Είχαν υποστεί κάποια μηχανική βλάβη, ρυμουλκύθηκαν στο Γιβραλτάρ από ελληνικό ρυμουλκό και περίμεναν το συνεργείο για να αποκαταστήσει τη βλάβη. Τον αποχαιρετήσαμε, και αφού ανταλλάξαμε ευχές για καλή συνέχεια, μπήκαμε και πάλι στο φουσκωτό και λίγα λεπτά αργότερα δέναμε στη μαρίνα του Γιβραλτάρ, αφού προηγουμένως είδαμε έκπληκτοι να σταματούν τα αυτοκίνητα για να προσγειωθεί ένα αεροπλάνο!
Πρώτη μας δουλειά να πάμε στις Αρχές για τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αυτό που μας είχε κάνει εντύπωση σε όλο το ταξίδι ήταν ότι πουθενά δεν μας ενόχλησαν, δεν μας ρώτησαν αν είχαμε χαρτιά, δεν μας έκαναν κάποιον έλεγχο, δεν μας ζήτησαν διαβατήρια! Η Ελλάδα ήταν βεβαίως, ήδη, υπό ένταξιν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά εμείς τότε μόλις νοιώσαμε τη διαφορά! Το ίδιο έγινε και στο Γιβραλτάρ. Ο Σίμος όμως επέμενε να του σφραγίσουν το διαβατήριο, σαν «πειστήριο» ότι κάναμε το ταξίδι! Οι Άγγλοι χαμογέλασαν (χαμογελούν ενίοτε ακόμη και οι Άγγλοι) αλλά δεν αρνήθηκαν, και μας σφράγισαν τα διαβατήριά μας...
Μετά άρχισαν οι αγκαλιές με τον Μιχάλη Γκιόλμαν, που ήταν εκεί και μας περίμενε, τα χειροκροτήματα, οι φωτογραφίες, τα κανάλια, οι συνεντεύξεις στο τοπικό ραδιόφωνο. Και όταν τέλειωσαν όλα αυτά, οδηγήσαμε το φουσκωτό κοντά στον γερανό, που με ένα μεγάλο ιμάντα το έβγαλε στο ντόκο για το service των κινητήρων. Είχαμε πολλά πράγματα να κάνουμε, αλλά μείναμε στο συνεργείο να χαζεύουμε εκείνο το θεσπέσιο πλάσμα που πηγαινοερχόταν στο κατάστρωμα του απέναντι κρούϊζερ, φορώντας ένα μπικίνι, ο Θεός ας με συγχωρήσει! Αργότερα μάθαμε ότι ήταν η γυναίκα του Άγγλου μάστορα! Ευτυχώς κοιτούσαμε χωρίς να μιλάμε, διαφορετικά εκεί θα είμασταν ακόμη, σε κάποιο μπαλαούρο του Γιβραλτάρ...
Το ξενοδοχείο που μας φιλοξένησε ήταν στους πρόποδες του βράχου, με την παραλία να απλώνεται στα πόδια του και εκατοντάδες γιγαντιαίους γλάρους «καννίβαλους» να πετάνε ολόγυρα και να τρώγονται μεταξύ τους! Κοντά και οι μαϊμούδες, οι οποίες ευδοκιμούν στο Γιβραλτάρ λόγω γειτνίασης με την Αφρική. Δέκα μόλις ν. μίλια άλλωστε χωρίζουν την Ευρώπη από την Αφρική στο σημείο εκείνο. Αγγλία στο έδαφος της Ισπανίας, Ισπανία (Ceuta) στην πλευρά της Αφρικής! Περίεργες συμφωνίες...
Καλά περάσαμε πάντως στο Γιβραλτάρ. Φάγαμε, κοιμηθήκαμε σε μαλακό κρεββάτι, πλυθήκαμε, περιπλανηθήκαμε στους δρόμους της πόλης. Έπρεπε όμως κάποια στιγμή να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Ευχαριστήσαμε τον Άγγλο μάστορα για το service των κινητήρων και ρίξαμε και πάλι το φουσκωτό στη θάλασσα. Φτου κι’ απ’ την αρχή λοιπόν. Απ’ την «ανάποδη» μάλλον, θα έπρεπε να πω, αφού επιστρέφαμε!...
Στο επόμενο η συνέχεια και το τέλος του ταξιδιού... http://www.ribandsea.com/memo/267-2010-02-12-16-28-18.html