Θυμάται και περιγράφει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Τον Αύγουστο του 2005, όπως και κάθε Αύγουστο άλλωστε από το 1982 και μετά, ήμουν στην Κάσο. Οι ημέρες των διακοπών τελείωναν και αυτό το καταλαβαίναμε, κυρίως, από το ότι πλησίαζε η εορτή του Αγίου Φανουρίου και το πανηγύρι του. Το γραφικό εκκλησάκι, στον οικισμό της Αγίας Μαρίνας, συγκεντρώνει ανέκαθεν πολύ κόσμο που προσέρχεται για να προσκυνήσει, να γευτεί το υπέροχο πιλάφι με κανέλλα και να χορέψει σούστα στον ρυθμό της λύρας και του λαούτου. Είναι, θα έλεγε κανείς, το πανηγύρι του πρώτου αποχαιρετισμού, μιας και το τελευταίο είναι αυτό που λαμβάνει χώρα στο ξωμονάστηρο του Άϊ Μάμμα στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Τον Αύγουστο του 2005, όμως, συνέβη κάτι που τάραξε τα ήσυχα νερά των καλοκαιρινών διακοπών μας και ανέβασε την ποσότητα της αδρεναλίνης στο αίμα μας. "Έλα και συ Σήφη", άρχισε να μου φωνάζει μια γνώριμη φωνή από το γειτονικό οικόπεδο. "Κάποιος κλείδωσε με λουκέτο την πόρτα της εκκλησίας του Άϊ Φανούρη και την αυλόπορτα και δεν μπορεί να προσκυνήσει ο κόσμος ούτε να ετοιμάσουμε το πανηγύρι!". Νόμισα πως μου έκανε πλάκα στην αρχή. Ποιος και γιατί να κάνει κάτι τέτοιο ανήμερα της εορτής του Αγίου; Επειδή όμως είδα ότι ο γείτονας σοβαρολογούσε, άρπαξα τη βιντεοκάμερα, καβάλλησα το παππί και σε πέντε λεπτά ήμουν στον Άϊ Φανούρη.
Κάμποσοι Κασιώτες και Κασιώτισες είχαν συγκεντρωθεί έξω από τον αυλόγυρο του ναού, ενώ αρκετοί είχαν μπει στην αυλή πηδώντας πάνω απ' τη χαμηλή περίφραξη. Το κλίμα ήταν τεταμένο και μύριζε μπαρούτι. Οργή, θυμός, φωνές, έντονες συζητήσεις για κάτι που κανείς δεν περίμενε μετά από δεκαετίες κανονικής και αδιάκοπης λειτουργίας του ναού. Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να βγάλω νόημα μέσα από τις φωνές ότι ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης του οικοπέδου, μέσα στο οποίο βρισκόταν το εκκλησάκι, θυμήθηκε ξαφνικά να διεκδικήσει την πατρότητά του κλείνοντας με αλυσσίδες και λουκέτα τις δύο πόρτες! Ο ίδιος όμως είχε κάνει φτερά!
Όση ώρα βιντεοσκοπούσα τις οργισμένες εκδηλώσεις των διαμαρτυρομένων κατοίκων του νησιού, σκεπτόμουν με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να ενωθούν όλοι εκείνοι οι θυμωμένοι άνθρωποι και να γίνουν μια γροθιά ξεπερνώντας τον φόβο τους από τις συνέπειες της αυτοδικίας. Δεν άργησε πολύ να μου κατέβει η φαεινή ιδέα.
"Βρες ένα κόφτη", είπα του Μανώλη που, καθώς με κοιτούσε απορημένος, ρώτησε:
"Τι να τον κάνουμε Σήφη";
"Μα για να κόψουμε τις αλυσσίδες", του είπα με όσο πιο ήρεμο τρόπο μπορούσα.
"Θα μας χώσουν στη στενή", συνέχισε ο Μανώλης.
"Αν τις κόψεις μόνος σου, μπορεί. Αν όμως τις κόψετε όλοι μαζί, δεν θα τολμήσουν να σας κάνουν τίποτε", του απάντησα. "Φωνή λαού οργή Θεού φίλε μου"...
"Τι εννοείς όλοι μαζί;", ρώτησε και πάλι ο Μανώλης.
"Θα δεις", του απάντησα και πήγα προς το μέρος της Μαρούκλας που συνέχισε να είναι εκτός εαυτού. Της αποκάλυψα το σχέδιό μου και αυτή με άκουσε με προσοχή.
"Θα ακουμπήσετε ο ένας στον ώμο του άλλου", της είπα, "και έτσι θα γίνετε η προέκταση των χεριών του Μανώλη που θα κόψει τις αλυσσίδες και τα λουκέτα με τον κόφτη. Μετά θα υπογράψετε όλοι ένα κείμενο που θα συντάξω εγώ ώστε η ανάληψη ευθυνών σας να είναι συνολική. Εγώ, από την πλευρά μου, δεν θα είμαι μόνο ο ηθικός αυτουργός της διάρρηξης αλλά και αυτός που θα την βιντεοσκοπήσει ώστε να υπάρχει ένας αυτόπτης μάρτυς ο οποίος δεν θα επιδέχεται αμφισβήτησης για την εγκυρότητά του".
Η Μαρούκλα ενθουσιάστηκε με την ιδέα μου και, μέχρι εγώ να συντάξω την "διακήρυξη της διάρρηξης", ο Μανώλης έφυγε προς αναζήτησιν ενός κόφτη, που δεν άργησε να τον βρει. Αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα και πάνω από κάθε περιγραφή. Μια ανθρώπινη αλυσσίδα, που ξεκινούσε από τον δρόμο και έφθανε μέχρι την αυλόπορτα της εκκλησίας, ενώθηκε με τον Μανώλη, που κρατούσε πανέτοιμος τον κόφτη του, περιμένοντας το σύνθημά μου. Με τη Μαρούκλα να ξεσηκώνει με τις φωνές της τον κόσμο και το δικό μου "πάμε", έπεσε βαρύς, πάνω στην αλυσσίδα της αυλόπορτας, ο κόφτης από τα αποφασισμένα χέρια του Μανώλη. Και τότε μπουκάρισαν όλοι στον αυλόγυρο ζητωκραυγάζοντας, ενώ η Μαρούκλα φώναζε :
"Πάμε τώρα στην εκκλησία!".
Το δεύτερο κτύπημα στα λουκέτα της πόρτας του Άϊ Φανούρη ήταν εξ ίσου αποφασιστικό. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο μικρός χώρος της εκκλησίας είχε γεμίσει με κόσμο που προσευχόταν, δάκρυζε, άναβε κεριά και υποκλινόταν μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Μπορεί να μη συμμεριζόμουν απολύτως το έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα, ήμουν ωστόσο ενθουσιασμένος που η ιδέα μου είχε εκείνη την συνολική αποδοχή τους. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ικανοποιηθεί το γενικό περί δικαίου αίσθημα και, συγχρόνως, να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να κλείσουν κάποιον "στη στενή", όπως φοβόταν ο Μανώλης...
Το πιλάφι με την κανέλλα, το κρέας και οι πατάτες είχαν πια την τιμητική τους. Καθώς τα φωτάκια της αυλής και του τρούλου της εκκλησίας έπαιρναν τη σκυτάλη από τον ήλιο που χαμήλωνε στον ορίζοντα, η σούστα, η λύρα, το λαούτο και οι μαντινά(δ)ες άρχισαν για μια ακόμη φορά να μονοπωλούν το γλέντι των κατοίκων του ακριτικού νησιού και των παραθεριστών μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες...