Καυτηριάζει, αναπολώντας, ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος.
Το να βγει μια καινούργια ταινία Μπόντ αποτελούσε γεγονός για τα μαθητικά μου χρόνια. Γενικά καλοφτιαγμένες ταινίες με πολλή δράση, φαντασία αλλά και περίεργες κατασκευές, πολλές από τις οποίες μάλιστα ιπτάμενες.
Σήμερα, λίγο πολύ, όλοι έχουμε γίνει Μπόντ, αφού έχουμε μίνι κάμερες, ακόμα και στα κινητά μας - που μάλιστα δεν χρειάζεται να κρύψεις το μικροφίλμ στο τακούνι διότι δεν έχει καν φιλμ - έχουμε GPS με κινούμενους χάρτες στο αυτοκίνητο, κι' ας μην είναι Aston Martin με περιστρεφόμενες πινακίδες, και έχουμε ταξιδέψει σε πολλά από τα μέρη που βλέπαμε τότε στις ταινίες σαν εξωτικά και απόμερα. Γίναμε και χειριστές - ο καθένας σε ό,τι μπόρεσε, πρόλαβε ή του άρεσε.
Λίγο μετά την ανάρτηση της θαλασσινής ιστορίας του φίλου μου Ανδρέα Φουράκη με τίτλο "Η κατάδυση", ένας άλλος φίλος, ο Μπάμπης Κωνσταντάτος, έστειλε στο "Rib and Sea" την περιγραφή μιας ανάλογης δικής του οδυνηρής εμπειρίας.
Αγαπητέ Ιωσήφ ,
Διαβάζοντας τη «Θαλασσινή Ιστορία» του φίλου μας του Αντρέα, ήταν σαν να ήμουν μαζί του. Χωρίς να το θέλω κράτησα την αναπνοή μου και για μια στιγμή νόμισα ότι η μύτη μου έσταζε αίμα. «Τόσο ζωντανή ήταν η περιγραφή», ίσως αναρωτηθείς, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι για πολύ ώρα μετά αισθανόμουν την καρδιά μου να πάει να σπάσει με τους παλμούς μου στα κόκκινα. Μόλις συνήλθα κάθισα να σου γράψω αυτές τις γραμμές για να σου διηγηθώ και εγώ μια ιστορία, μια δική μου εμπειρία, την οποία μέχρι σήμερα όταν τη φέρνω στο μυαλό μου με πιάνει ασφυξία, και συνέρχομαι όταν σκέφτομαι πως η τύχη ήταν με το μέρος μου εκείνη τη μέρα και αυτή μου χάρισε τη ζωή.
Από τις "Θαλασσινές ιστορίες" του Ανδρέα Φουράκη.
Η κατάδυση.
Δίμετρος, λίγο καμπούρης και αδύνατος, αθληταράς του ύψους και μανιώδης ψαροντουφεκάς ήταν ο φίλος μου ο Κώστας. Η επιμονή του να πάμε για ψάρεμα λύγισε την άρνησή μου το χειμωνιάτικο εκείνο πρωϊνό. Εξ άλλου στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου είχε κάνει τον κόπο να έχει όλα τα σύνεργα διπλά.
Φεβρουάριος του '68. Κι' ενώ ο Θεός ρίχνει χιονόνερο ασταμάτητα, εμείς πάμε Πέραμα κι' από κει Παλούκια με το φέρυ-μπόουτ. Μετά, το σχέδιο προβλέπει οδικώς στο βόρειο άκρο της Σαλαμίνας μέχρι το φυλάκιο του Ναυτικού κι' από κει κολυμπώντας στην απέναντι βραχονησίδα όπου ο Κώστας είχε, λέει, επισημάνει ένα καταπληκτικό μέρος γεμάτο ψάρια σε βάθος μόλις 35-40 μέτρων. Μια κατάμαυρη χελώνα απομεινάρι του στρατού θα κουβαλούσε τις δύο φιάλες, μια μεγάλη μονή για μένα και μια διπλή για τον Κώστα και συγχρόνως θα μας μετέφερε σέρνοντά μας με την πετρελαιοκίνητη υδροτουρμπίνα της ακοπίαστα μέχρι τη βραχονησίδα.
Γράφει ο Ανδρέας Φουράκης.
Θάλασσα, θάλασσα.
Σημαδεμένη η ζωή μου όλη από εσένα, θάλασσα γαλάζια, θάλασσα πράσινη, θάλασσα μαύρη.
Θάλασσα γλυκιά, ξελογιάστρα, αφρισμένη, άγρια, περήφανη, απρόβλεπτη.
Θάλασσα του κινδύνου, της περιπέτειας, της απεραντωσύνης και του άγνωστου.
Θάλασσα της αγάπης, της χαράς και της ζωής.
Θαλασσα του πόνου, της αβύσσου και του φόβου, μα πάντα και για πάντα, όμορφη αγαπημένη μου.
Γλάρος γκρέκους μαρκαδόρους.
Τις έχουν κάποιες κακές συνήθειες οι γλάροι του νησιού. Πρώτα απ' όλα κάνουν τις φωλιές τους ψηλά στα βράχια και σαν οι νεοσσοί μεγαλώσουν αρκετά και το σώμα τους γεμίσει φτερά, τους κάνουν το σιχτίρ-πιλάφι γκρεμοτσακίζοντάς τους κυριολεκτικά στη θάλασσα. Ούτε μαμ ούτε άτα πια. "Ουστ, να μάθετε μπάνιο χαραμοφάηδες, να βγάζετε το ψάρι με τον ιδρώτα σας κι' όποιος αντέξει, κι' όποιος δεν αντέξει να πίνει θάλασσα μέχρι να πάθει λύσσα". Υπ' όψιν δε ότι οι νεοσσοί δεν είναι ικανοί να πετάξουν ακόμα.
Αδέρφια, καλή χρονιά! Ψευδαισθήσεις δεν έχουμε, οι αυταπάτες δεν μας αρέσουν, αλλά δεν μπορούμε να μην διατυπώσουμε την αισιοδοξία μας για το αύριο, αφού αυτό ακόμα... δεν έχει έρθει! Όλα λοιπόν είναι ανοιχτά, το δυναμικό του λαού και του τόπου μας είναι τεράστιο και παρά τις τραγικές σήμερα συνθήκες, εγχώριες και διεθνείς, πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Είναι κι' αυτή η αστείρευτη ομορφιά της Ελλάδας (βλ. την Παναγιά Κρημνιώτισσα της Σαμοθράκης) που δεν σ' αφήνει "να σε πάρει από κάτω"... Λες, ο Θεός είναι δίπλα μας, δεν μπορεί!