Του Ανδρέα Φουράκη.
Αφιερωμένο στους τελευταίους τσαγκάρηδες, που σκληρά αφεντικά σφυροκόπησαν ανελέητα τα παιδικά τους χρόνια στο αμόνι της ζωής, για να μάθουν τέχνη, και στους σημερινούς νέους που έχουν την τύχη, και την ατυχία μαζί, να τα' χουν όλα.
Από πέντε αδέλφια ο μεγαλύτερος ήταν ο Στεφανής. Σκληρή ζωή και δύσκολη και το χωριό φτωχό, χωρίς δουλειές και δύσκολα τα' φερνε βόλτα ο πατέρας του να θρέψει τόσα στόματα. Σαν τέλειωσε το δημοτικό τον πήρε από το χέρι και δρόμο για τη χώρα. Πολλά-πολλά δεν του' πε. «Θα μάθεις τέχνη», είπε μόνο «και θα μένεις σε κάμαρα του συντέκνου μας».
Γράφει ο Ανδρέας Φουράκης.
Λιόκουρνο, το κέρατο του φιδιού.
Πολλές φορές, κατά παραφθορά της λέξης, μπορεί να το ακούσουμε σαν λιόκρινο ή λιόκρουνο. Η σωστή ονομασία όμως είναι «λιόκουρνο». Έτσι αναφέρεται και στο «Ερμηνευτικό και ετυμολογικό λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος» του Αντώνη Ξανθινάκη, στο οποίο ετυμολογείται από το λατινικό cornum.
Σκοπός μου δεν είναι μόνο να διαχωρίσω την αλήθεια από τη φαντασία και τα πραγματικά γεγονότα από το μύθο, που είναι βαθιά ριζωμένος, αλλά και να καταθέσω τη μαρτυρία μου για ό,τι βίωσα σχετικά, με την ελπίδα ότι κάποιοι που γνωρίζουν περισσότερα θα συμπληρώσουν πιθανόν πολύτιμες πληροφορίες ή στοιχεία για το λιόκουρνο. Αναμφισβήτητα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και κατά τη δική μου εκτίμηση θα πρέπει να διανύουμε ήδη πολλές γενιές, ίσως πάνω από 5 έως 7, από την εξαφάνιση αυτού του είδους του φιδιού, αν εξαιρέσει κανείς τη μοναδική εμπειρία που είχα το έτος 1952, να δω με τα ίδια μου τα μάτια το φίδι αυτό.
Από το βιβλίο "Θαλασσινές Ιστορίες" του Ανδρέα Φουράκη.
Αφιερωμένο στους απλούς και ταπεινούς του μόχθου καπετάν-Μανώληδες και καραβομάστορες που διαιώνισαν τις πανάρχαιες ελληνικές τέχνες της θάλασσας χτίζοντας μια αλμυρή ανεκτίμητη, πολιτιστική κληρονομιά, αιώνιο βάρος για τις επόμενες γενιές.
Τη σκάρωσε προ 90 χρόνους, ένας από τους δεκάδες ανώνυμους καραβομάστορες των Χανιών, παραγγελιά του Μανώλη του ψαρά. Κυνηγημένος από τους Τούρκους έφυγε από την Κρήτη ο πρόγονος του μάστορα και έμαθε τα μυστικά της τέχνης στα καρνάγια των Σπετσών, της Ύδρας και της Σύρας. Σαν το νησί ελευθερώθηκε γύρισε πίσω να δουλέψει την τέχνη του και να διηγάται νοσταλγικά πόσα μπρίκια, σκούνες, γολέτες, γαϊτες, τρεχαντήρια και βαρκαλάδες είχε σκαρώσει. Έτσι με τους χρόνους πέρασε η τέχνη γενιά τη γενιά, χέρι με χέρι και στο δικό μας μάστορα, μα τώρα χωρίς τα παλιά μεγαλεία. Πού μπρίκια και σκούνες πια! Καμιά ψαρόβαρκα και αραιά και πού καμιά τρεχαντήρα. Μα, ας πάμε στην παραγγελιά.