Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Κάτι με πιάνει όταν περνάω από εγκαταλελειμμένα χωριά, βυθισμένα πλοία, ανενεργούς και ξεχασμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Τι βίτσιο κι' αυτό, θα έλεγε κανείς, να μιλούν όλα αυτά στην ψυχή σου.
Μαζί σχεδόν με την εσωτερική μας "μετανάστευση" στο Κορωπί, άρχισαν και οι δικές μου εξερευνήσεις στα πέριξ. Είναι πάγεια τακτική μου αυτή. Πρέπει, εκτός των άλλων, να γνωρίζω τις οδούς διαφυγής σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Ουδείς γνωρίζει τι είδους έκτακτες ανάγκες μπορεί να τύχουν...
Έχω περάσει λοιπόν πολλές φορές απ' το Μαρκόπουλο, καθ' οδόν προς Πόρτο Ράφτη, Ραφήνα, Αρτέμιδα και Βραυρώνα και, περιέργως, ουδέποτε είχα προσέξει το πέτρινο κτίριο στην είσοδο του Μαρκόπουλου με την επιγραφή "Μαρκόπουλο" πάνω απ' την είσοδό του.
Θυμάται ο Μανώλης Χριστουλάκης.
Παλιά στην Κίμωλο τηρούντο πολλά αναστάσιμα έθιμα. Μερικά έχουν καταγραφεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Στην Κίμωλο δεν ήταν γνωστός ο οβελίας, το σουβλιστό αρνί. Δε υπήρχε ούτε για δείγμα η σούβλα. Όλα αυτά ήτανε, όπως τα λέγαμε, στερεοελλαδίτικα.
Οι νοικοκυρές έβαζαν στο τσουκάλι από το απόγευμα του μεγάλου Σαββάτου το αρνί για να είναι έτοιμο το πασχαλινό φαγητό, όταν τα μεσάνυχτα, μετά από την Ανάσταση επέστρεφαν στο σπίτι για να απολαύσουν τη σούπα, που την αυγόκοβαν. Όλο το Χωριό μύριζε, τότε, βραστό κρέας. Τρώγανε τη σούπα για να προετοιμαστεί το στομάχι στο αναστάσιμο φαγητό μετά την αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής. Η μητέρα μας, μάλιστα, φρυγάνιζε με φρέσκο βούτυρο στο τηγάνι, μπουκιές ψωμί που τις βάζαμε μέσα στο ζουμί και γινότανε πεντανόστιμες. Στο τραπέζι ήτανε στρωμένο το άσπρο υφαντό τραπεζομάντηλο, που το είχε υφάνει η μητέρα στην κρεβαταριά (υπάρχει στο Λαογραφικό).
Πιλότος : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ο δημοσιογράφος και πιλότος υπερελαφρών αεροσκαφών Ιωσήφ Παπαδόπουλος έβαλε στο πίσω κάθισμα του ιπτάμενου φουσκωτού τη Σεβαστή Σώμου και τη μετέφερε από τον όρμο του Αγ. Μηνά στην εκκλησία της Παναγίτσας, στη Δροσιά Χαλκίδος, προκειμένου να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της Γιώργο Νίττη!
Όταν το ιπτάμενο φουσκωτό σκάφος εμφανίστηκε ξαφνικά πάνω απ' το λιμανάκι της Δροσιάς, η έκπληξη των καλεσμένων, βλέποντας ότι η νύφη επέβαινε στο ασυνήθιστο ιπτάμενο μέσο, ήταν απερίγραπτη! Μετά την προσθαλάσσωση του ιπτάμενου φουσκωτού ο πιλότος έσπευσε να βοηθήσει τη νύφη να αποβιβαστεί και να την παραδώσει στον πατέρα της Ανδρέα Σώμο, ο οποίος την συνόδευσε στην εκκλησία υπό τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα των καλεσμένων και όσων βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή στο λιμανάκι της Δροσιάς.
Πάνε σχεδόν 90 χρόνια από τη δημιουργία της. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα αφού προσέφερε νερό σε ολόκληρη την Αττική.
Στις 25 Οκτωβρίου του 1929, παρουσία του προέδρου της Δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος τότε μετρούσε κάτι παραπάνω από ένα χρόνο ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, εγκαινίασε, στο Μαραθώνα, την κατασκευή που ξεδίψασε την Αττική.
Υπουργοί και υφυπουργοί της κυβέρνησης, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παναγής Τσαλδάρης, ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης, ο πρεσβευτής των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, Ρόμπερτ Σκίνερ, βουλευτές, γερουσιαστές, καθηγητές του Πολυτεχνείου, ανώτεροι υπάλληλοι του Υπουργείου Συγκοινωνίας, το ανώτερο προσωπικό της Ulen και της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρείας Υδάτων, όλοι τους συγκεντρώθηκαν στο νότιο άκρο του φράγματος, όπου έγινε ο αγιασμός από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο.
Κατά την εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου και την κατάβαση στον Ινδό ποταμό, ο Νέαρχος, στενός συνεργάτης του βασιλιά, ορίστηκε ναύαρχος του στόλου που θα εκινείτο στις ακτές του Ινδικού ωκεανού για να φτάσει στον Περσικό κόλπο και να ενωθεί με την στρατιά.
Στο συναρπαστικό ταξίδι που ακολούθησε και περιγράφεται στο έργο του Αρριανού "Ινδική", πέρασαν πολλές περιπέτειες για να φτάσουν στον στόχο τους. Συνάντησαν στις ακτές χώρες ιχθυοφάγων, όπως το νησάκι Καρνίνη όπου οι άνθρωποι εκεί ντύνονταν με δέρματα μεγάλων ψαριών, είχαν μεγάλα νύχια που τα χρησιμοποιούσαν σαν εργαλεία, και το πρόβειο κρέας που προσέφεραν στον στόλο μύριζε σαν το κρέας απο τα θαλασσοπούλια, καθώς το νησί δεν είχε χόρτο και τα πρόβατα έτρωγαν θαλάσσια χόρτα στην ακτή και έπιναν νερό απ' τη θάλασσα επίσης.