Του Μπάμπη Κωνσταντάτου.
Στη Μάνη έχω πάει αρκετές φορές, ωστόσο οι εικόνες που υπήρχαν στο μυαλό μου από αυτό το κομμάτι της Ελλάδας ήταν σαν ένα παζλ που του έλειπαν κομμάτια, τα μεγαλύτερα ίσως (όπως αποδείχτηκε). Επέλεξα δε αυτή την εποχή (αρχές Φθινοπώρου), ώστε να εκμεταλλευτώ τον καλό καιρό αφ' ενός, αφ' ετέρου να έχει σπάσει ο τουρισμός.
Για να φτάσεις στην Καλαμάτα ο πιο γρήγορος τρόπος είναι να ακολουθήσεις τη νέα εθνική οδό, που ξεκινάει από την Κόρινθο και η οποία σε πάει γρήγορα μέχρι λίγο έξω από την Καλαμάτα. Αυτός ο τρόπος, όμως, κοστίζει αρκετά ακριβά, και για εμάς με τα campers πολύ ακριβά, αφού, όπως υπολόγισα, με κατανάλωση πετρελαίου 10 λίτρα/100 χλμ. τα διόδια φτάνουν το κόστος του καυσίμου! Έτσι, αντί να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο, από την εθνική Κορίνθου-Πατρών βγήκα στην έξοδο προς Αρχαία Κόρινθο και αφού πέρασα το Χιλιομόδι, στον Άγιο Βασίλειο έστριψα δεξιά προς Αρχαίες Κλεωνές και σε 2 χλμ. βγήκα στη νέα εθνική οδό Κορίνθου-Καλαμάτας γλυτώνοντας έτσι τα πρώτα διόδια. Τα δεύτερα, λίγο πριν την Τρίπολη, δεν μπορείς να τα γλυτώσεις, εκτός αν θες να σκαρφαλώσεις τον Αχλαδόκαμπο.
Του Ιωσήφ Παπαδόπουλου.
Το νησάκι Αρμάθια είναι το μεγαλύτερο ενός συμπλέγματος μικρών νησιών που, μαζί με τα Ποντικονήσια και την Μακρά, στολίζει σαν ένα πολύτιμο περιδέραιο τον λαιμό της Κάσου, προστατεύοντας συγχρόνως το λιμάνι της από τους βορειοδυτικούς ανέμους που ταλαιπωρούν τις βόρειες ακτές της κατά την διάρκεια των μηνών του καλοκαιριού.
Ο φετινός Αύγουστος δεν μας άφησε πάντως να ξεμυτίσουμε απ' την Κάσο και να βυθιστούμε στην αγκαλιά της μαγικής θάλασσας των Αρμαθιών. Ο Αίολος και ο Ποσειδώνας είχαν στήσει ένα ξέφρενο χορό απ' τις αρχές Ιουλίου που, σε συνδυασμό με την έλλειψη φουσκωτού σκάφους, δεν μας άφησε να χαρούμε τις εκπληκτικές αμμουδιές των Αρμαθιών. Δύο ημέρες προτού αφήσουμε ωστόσο το νησί, οι άνεμοι κόπασαν για λίγο δίνοντάς μας την ευκαιρία να επιβιβαστούμε στην ψαρόβαρκα του Κώστα, του Μανώλη και του Ηλία (σπάνια, αλλά αρμονική συνιδιοκτησία) και να αγκυροβολήσουμε σε κάτι λιγότερο από μία ώρα στην εκπληκτική παραλία Μάρμαρα των Αρμαθιών.
Του Ιωσήφ Παπαδόπουλου.
Τα τελευταία χρόνια, στην ακριτική Κάσο καταβάλλεται φιλότιμη προσπάθεια από κατοίκους, φορείς του νησιού και της Περιφέρειας, προκειμένου να προβληθούν τα τοπικά και δημοφιλή προϊόντα της μέσω εορτών για το μέλι, την σιτάκα και τον σκάρο. Γιορτές που διοργανώνονται κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, όταν στο νησί συρρέουν οι Κασιώτες της διασποράς, αλλά και αρκετοί τουρίστες τους οποίους προσελκύει η αγνότητα και η φωτεινότητα του τοπίου, η υπέροχη θάλασσα, η εκπληκτική κουζίνα, οι παραδόσεις και η φιλοξενία των κατοίκων του. Ιδέες και πρωτοβουλίες Κασιωτών, όπως της Μαίρης Φραγκούλη, τις οποίες οικειοποιήθηκε, αλλά και ενίσχυσε η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, ο περιφερειακός σύμβουλος Μιχάλης Ερωτόκριτος και ο Δήμος της Κάσου.
Του Μπάμπη Κωνσταντάτου.
Η περιοχή των Πρεσπών είναι το αγαπημένο μου μέρος και θεωρώ ότι εκεί είναι η αρχή της Ελλάδας. Έτσι, όποτε βρίσκω ευκαιρία φορτώνω πετρέλαια το camper και παίρνω τον ανήφορο. Kι αυτό συμβαίνει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο: μια χειμώνα και μια καλοκαίρι. Tο καλοκαίρι πάντα την ίδια εποχή, το δεύτερο 15θήμερο του Αυγούστου, γιατί τότε είναι τα Πρέσπεια. Τα Πρέσπεια είναι μια συναυλία στα ερείπια της Βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου στο ομώνυμο νησάκι της μικρής Πρέσπας, που γίνεται κάθε χρόνο τα τελευταία 20 χρόνια. Η είσοδος είναι ελεύθερη και η ποιότητά της πραγματικά υψηλή.
Γράφει ο Μπάμπης Κωνσταντάτος.
Το χωριό Νυμφαίο (παλαιότερη ονομασία Νιβέστα) βρίσκεται σε μια κορυφή του όρους Βέρνον σε υψόμετρο 1350 μέτρων και έχει χαρακτηρισθεί «διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός».
Είναι ένα από τα παλιότερα ορεινά χωριά της Μακεδονίας, (οικίστηκε περί το 1385 από Βλάχους Οδίτες, δηλαδή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες Μακεδόνες), που επί 1.400 χρόνια φύλαγαν τη γειτονική Εγνατία Οδό και οι οποίοι κατέφυγαν τότε στα απρόσιτα βουνά ύστερα από σκληρές μάχες με τους Οθωμανούς. Αυτοί οι πολεμιστές οικιστές του Νυμφαίου συνθηκολόγησαν αργότερα υπό όρους, και έτσι παρέμειναν ένοπλοι και αυτοδιοικούμενοι, υπαγόμενοι απ' ευθείας στη Βαλιντέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του Σουλτάνου, στην οποία πλήρωναν πολύ μειωμένους φόρους. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα ζούσαν κυρίως με ληστρικές επιδρομές στα τσιφλίκια του κάμπου. Περί το 1630 άρχισαν να επιδίδονται στην ασημουργία και ανέδειξαν το χωριό τους σε περιώνυμο κέντρο αργυροχρυσοχοΐας όλης της Μακεδονίας για τους υπόλοιπους τρεις αιώνες.